Ποιος σε είδε, νεραϊδόκορμη, να πλένης στο ποτάμι
και δεν του κόπηκε η μιλιά, δε χάθηκε το φως του;
Ξέζωστη και ξετράχηλη και ξεμαντιλωμένη,
με το κορμί κλωνόγερτο, με τα μαλλιά λυμένα,
του ποταμιού ασπρολίθαρα τα πόδια σου ν’ αστράφτουν
και στο νερό ν’ αφροκοπούν τα χέρια, νεροπούλια!
Ποιος σε είδε, νεραϊδόκορμη, να πλένεις στο ποτάμι,
με τις αγράμπελες σκεπή, τις ροδοδάφνες φράχτη
και δεν του κόπηκε η μιλιά, δε χάθηκε το φως του;
Εγώ σε είδα και σώπασα, να μην κοπή η μιλιά μου
και σφάλισα τα μάτια μου, να μη χαθή το φως μου.
Κι’ ουδέ ποτέ σου το `μαθες κι ουδέ ποτέ σου το είπα.
Τώρα, που δεν τ’ ακούς εσύ, το λέω στο μοιρολόγι.