Τίποτε δεν άλλαξε απ᾿ το σπίτι σου,
κι απ᾿ το δρόμο κι απ᾿ τη γειτονιά.
Μόνον η παλιά βρυσούλα στέρεψε
στην αντικρινή σου τη γωνιά.
Τίποτε δεν άλλαξε απ᾿ το σπίτι σου.
Βιαστικὸς διαβάτης το θωρώ
και, ξεχνώντας πόσα χρόνια πέρασαν,
σα και τότε πάλι λαχταρώ...
Λαχταρώ ν᾿ ανοίξης το παράθυρο
και στο διάβα μου άξαφνα να βγης,
γελαστή παιδούλα καστανόξανθη,
χάραμα απριλιάτικης αυγής.
Σφαλιστό απομένει το παράθυρο
κι αν τ᾿ ανοίξη, μια ά λ λ η θα φανή...
Μόνο στο παράθυρο της θύμησης
βγαίνεις ἴδια καὶ παντοτινή.