Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά
με τα χεράκια της
και γέμισ’ από τα’ άνθη η πλάτη, η αγκαλιά
και τα μαλλάκια της.
Και γέμισ’ από τα’ άνθη...
Αχ, χιονισμένη σαν την είδα την τρελή
γλυκά τη φίλησα
της τίναξα όλα τ' άνθη από την κεφαλή
κι έτσι της μίλησα:
Της τίναξα όλα τ' άνθη...
-Τρελή, να φέρης στα μαλλιά σου τη χιονιά
τι τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θάρθη η άγρια βαρυχειμωνιά,
δεν το στοχάζεσαι;
Μόνη της θάρθη...
Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παληά
τα παιγνιδάκια σου
θάσαι γρηά με κάτασπρα μαλλιά
και τα γυαλάκια σου.
θάσαι γρηά...