Το παλιό μας το τραγούδι,
που τ’ ακούγαμε μαζί,
τώρα που χαθήκαν όλα,
ποιος θα το ’λεγε να ζη!
Από τότε που η καρδιά μου
σ’ έχασε παντοτινά,
δεν το πίστευα ποτέ μου,
για να τ’ άκουγα ξανά!
Κι όμως να που τ’ άλλο βράδι
(μόλις νύχτωνε, θαρρώ,
μ’ έν’ αλλόκοτο φεγγάρι,
μακρινό και καθαρό)
καθώς γύριζα στην τύχη,
μόνος μες στη γειτονιά,
το ξανάκουσα και πάλι,
και στην ίδια τη γωνιά!
Και το γνώρισα και πάλι
το τραγούδι π’ αγαπώ,
κι ας μην έμοιαζε καθόλου,
στο παλιό του το σκοπό.
γιατί τώρα, δε σκορπούσε
το καημό του το βαθύ,
–μα βογγούσε, και θρηνούσε,
μια φωνή που έχει χαθή.
Πώς μου φάνηκε δε ξέρω,
καθώς τ’ άκουγα ξανά,
μα όλα, γύρω και βαθιά μου,
γίναν έτσι σκοτεινά,
που δυνάμωσα το βήμα,
μες στο βράδυ το πικρό,
με χαμηλωμένα μάτια,
σα ν’ απάντησα νεκρό.