Αχ, να φιλούσα τα δυο χείλη σου,
τα πορφυρά σου χείλη, τόσο,
τόσο τρελά και τόσο αχόρταγα,
που απ' τα φιλιά ναν’ τα ματώσω.
Ναν τα ματώσω τα δυο χείλη σου,
Τα χέρια να σου πλέξω γύρω,
και μες στα βάθη τα ολοσκότεινα
των μαύρων ίσκιων να σε σύρω.
Και να μου λες: «Μη τα χειλάκια μου!
μην τα ματώσεις, τι σου φταίνε!
Αχ!, μου πονέσαν τα χειλάκια μου!
Σώνει, γλυκέ μου αγαπημένε!».
Και να περνάνε τα μεσάνυχτα,
οι αυγούλες, οι βραδιές, οι χρόνοι,
και να σου λέω: «Ακόμα, αγάπη μου,
ακόμα, αγάπη μου, δε σώνει!»