Γιατί δεν διαβάζω εφημερίδες.
Γιατί δεν αντέχω να βλέπω τον κ. Κοσύγκιν ν’ αλλάζει με τον δολοφόνο
του Τέξας χαμόγελα.
Γιατί αηδιάζω τις Πορείες της Ειρήνης, τα φιλολογικά σωματεία,
τα ψηφίσματα διαμαρτυρίας, τα κέντρα διασκεδάσεως, τα τσιγάρα.
Γιατί δε γράφω ποιήματα.
Γιατί δε βρίσκω κανένα νόημα σ’ αυτά τα χτυπήματα δίχως τέλος
σ’ αυτά τα παράθυρα, που κι αν ανοίγουν, δε βλέπουν παρά σε ντουβάρια.
Γιατί δεν έχω πια περιθώρια.
Γιατί για να πιστέψει κανένας χρειάζεται μια καρδιά τουλάχιστο αλάβωτη
και τα δικά μου μάτια είναι δύο κατασπαραγμένα πουλιά…
Γιατί σιχαίνομαι τα παιδιά, που κλαίνε, τις μαμάδες που κυλούν καροτσάκια
στους δρόμους, τους μπαμπάδες που δείχνουν φωτογραφίες.
Γιατί δεν έχω πια αμφιβολίες.
Γιατί η ζωή είναι μια πολύ αστεία υπόθεση,
κι αν δεν αξίζει μήτε να ζει, δεν αξίζει μήτε και να πεθάνει κανένας.
Γιατί αυτό που συνήθως λέμε «τιμή» είναι μια πολύ βολική απασχόληση
Γιατί πάντα μετά από μια αναχώρηση υπάρχει ένα γιατί.
Γιατί μια επιστροφή ποτέ δεν τελειώνει.
Γιατί φοβάμαι το χιόνι, τη νύχτα, το θόρυβο, τη σιωπή,
γι’ αυτό δεν κάνω τίποτ’ άλλο πάρα πότε πότε να βγάζω μια βραχνή φωνή,
να τρώω, να κοιμάμαι, να κάνω έρωτα, να βουλιάζω,
- σαν τους άλλους, εξάλλου,
σαν τόσους που με διαβάζουν, τόσους που μ’ αηδιάζουν,
τόσους που βρίσκουν «ένα νόημα» τέλος
(κομπιναδόρους, ρουφιάνους, βραβευμένους, φτασμένους) –
συνεχίζω να ρεύωμαι μετά το φαί, να φτύνω, να ξύνωμαι, να ουρλιάζω,
μεγαλύνοντας τ’ όνομα του ανθρώπου,
μ’ όλους μαζί μέσα από φόβο, στο βόλεμα
και – προσωπικά ίσως μόνο –
στην α π ο σ τ ρ ο φ ή.
Γιατί
Θανάσης Κωσταβάρας
(1927 - 2007)
έλληνας ποιητής και συγγραφέας.
Βιογραφία