Έμενε κοντά στο χτήμα μας, στα νοτιοανατολικά του Πύργου, αλλά δεν τον είχαμε δει ποτέ. Έλειπε, από χρόνια και χρόνια, στην Αμερική. Η οικογένειά του (η γυναίκα του και δυο παιδιά στην ηλικία μας) ζούσε σε ένα χαμόσπιτο από πλίθες, ένα τεράστιο πεύκο σκίαζε τον τόπο και επέτεινε τα εγγενή προβλήματα του σπιτιού και της οικογένειας.
Οι ρίζες του πεύκου ξεθεμελίωναν σιγά-σιγά τους φτενούς τοίχους (ένας δυο είχαν ήδη καταρρεύσει και αντικατασταθεί με λαμαρίνες), ενώ κατά το σούρουπο, όταν βλέπαμε καπνό να αναθρώσκει από την καπνοδόχο, σκαρφαλώναμε στα κλαδιά και, ανεβαίνοντας στα κεραμίδια (που θρυμματιζόντουσαν χωρίς θόρυβο λόγω της μεγάλης υγρασίας), βαδίζαμε ακροποδητί προς το φουγάρο, απ' όπου πετούσαμε στην ανοιχτή κατσαρόλα (Κύριος οίδε γιατί μας είχε κολλήσει αυτή η διαστροφή) ξυλαράκια, κουκουνάρες, ή και χώματα ακόμη...
Κάποτε (θα πρέπει να ήταν το 1937) επέστρεψε ξαφνικά εξ Αμερικής ο νοικοκύρης. Βούιξε κυριολεκτικά ο τόπος - και το βράδυ, σε εκείνο το στενό δωματιάκι όπου καθόταν η οικογένεια, μαζεύτηκε όλη η γειτονιά, να χαιρετίσει και να δει (επιτέλους) τον μονίμως απόντα, ενώ ο καθένας προσδοκούσε ότι όλο και κάποιο δωράκι θα του είχε κουβαλήσει ο όλως μυστηριωδώς επανακάμψας μετανάστης.
Εκείνος (η οικογένειά του είχε βάλει τα γιορτινά της και όλοι έλαμπαν), με πανάδες στο πρόσωπο, χέρια που έτρεμαν και γενικά εμφάνιση ανθρώπου, που ο λαός μας προσφυώς αποκαλεί θαλασσοκουνημένος, πηγαινοερχόταν με έκδηλη αμηχανία, σχεδόν με ταραχή, ανακατεύοντας στην κουβέντα του περίεργες λέξεις αμερικάνικες, ενώ κάθε τόσο έβγαζε από ένα τεράστιο μπαούλο ρούχα μεταχειρισμένα, υφάσματα, καπέλα - αλλά και διάφορα περίεργα αντικείμενα.
Κάποια στιγμή μας πλησίασε, κρατώντας με προσοχή ένα χαρτονένιο κουτί: τότε ήμαστε, πλέον, βέβαιοι ότι επρόκειτο να μας προσφέρει κάτι, αμερικάνικο ή ακόμη και εξωτικό. Άνοιξε το κουτί, και από μέσα έβγαλε ένα πακέτο μικρά γκρι χαρτονάκια, που πάνω τους είχαν τυπωμένα (με καφέ σκούρο μελάνι) γράμματα και αριθμούς - ενώ στις άκρες τους έφεραν δύο ή τρεις στρογγυλές τρυπούλες. Μας τα επέδειξε με ύφος θριαμβευτικό, και μας εξήγησε ότι με αυτά τα χαρτονάκια μπαίνεις σε έναν σιδηρόδρομο που κινείται κάτω από τα σπίτια και τα πανύψηλα κτίρια, και οργώνεις μέρα νύχτα τη Νέα Υόρκη.
Δύσκολα κρύβαμε, πλέον, την απογοήτευσή μας. Κυτταζόμαστε με σημασία – δηλαδή, εννοούσαμε, τι μας κουβαλήθηκε τώρα...
Τότε ο Αμερικάνος εξαφανίστηκε για λίγο. Όταν επέστρεψε, κουβαλούσε στα χέρια του ένα περίεργο ξύλινο καφέ κουτί, μακρύστενο, με πολλά κουμπιά και μια χοντρή βελόνα κάτω από μια γυάλινη επιφάνεια, πάνω στην οποία ήταν τυπωμένα λοξά, με κεφαλαία ξένα γράμματα, ονόματα μεγάλων πόλεων και πρωτευουσών του κόσμου.
Κυττάζαμε με απορία. Κάποιος, τότε, μεγαλύτερος (ταξιδεμένος κι αυτός) εκστόμισε την πρωτάκουστη φράση:
«Είναι ραδιόφωνο!»
Στο μεταξύ ο Αμερικάνος συνέχιζε αμίλητος τις προετοιμασίες. Άπλωσε, έξω από το σπίτι, ένα μεγάλο χάλκινο σύρμα, στο οποίο και συνέδεσε ένα ανάλογο που ξεκινούσε από το ραδιόφωνο. Ελλείψει πρίζας, έκανε κάτι επεμβάσεις στο μοναδικό ντουί του δωματίου, και εκεί συνέδεσε ένα άλλο, μαύρο σύρμα. Ένα τρίτο σύρμα, πιο μικρό, κρεμόταν από το κάτω μέρος του ραδιοφώνου. Ο Αμερικάνος με φώναξε να το κρατήσω ανάμεσα στα δάχτυλά μου, ενώ ταυτοχρόνως έπρεπε να στέκομαι έξω από το παράθυρο, πατώντας ξυπόλητος στο χώμα.
Πλησίασα πανικόβλητος. Η ομήγυρις με παρακολουθούσε περιδεής. Κάποιος (κατά πάσα πιθανότητα εκείνος που είχε εκστομίσει τη λέξη ραδιόφωνο) μου επέστησε την προσοχή να μην μου ξεφύγει το σύρμα, γιατί υπήρχε κίνδυνος εκρήξεως.
Ήμουν ήδη κάθιδρος όταν ο Αμερικάνος αποφάσισε να γυρίσει κάποιο κουμπί. Ένα πράσινο φωτάκι άναψε τότε πίσω από το τζάμι με τα ονόματα των μεγάλων πόλεων, ενώ σε λίγο άρχισαν να ακούγονται κάτι περίεργοι ήχοι, σαν γουργουρητά ή και σαν βροντές. Εν μέσω της γενικής καταπλήξεως, ο Αμερικάνος γυρνούσε αργά αργά ένα δεύτερο μεγάλο κουμπί, οπότε η βελόνα μετεκινείτο από τη μια πόλη στην άλλη.
Ξαφνικά ακούστηκε μια γυναικεία φωνή (τσιρίδα, μάλλον) που τραγουδούσε κάτι, στα ιταλικά όπως διευκρινίστηκε σε λίγο. Όλοι σιωπούσαμε, εμβρόντητοι. Ο Αμερικάνος χαμογελούσε, και τα παιδιά του μας κυττούσαν κάπως περιφρονητικά.
Τότε έγινε μια μικρή έκρηξη (εγώ κρατούσα πάντα το κάτω σύρμα), μια λάμψη έσκισε το δωμάτιο και από το πίσω μέρος του ραδιοφώνου άρχισε να βγαίνει γκρίζος καπνός, ενώ μια απαίσια μυρουδιά κατέκλυσε τον χώρο. Το βάλαμε όλοι στα πόδια.
Δεν ξαναείδα ποτέ εκείνο το ραδιόφωνο. Ο Αμερικάνος πηγαινοερχόταν κάθε ημέρα σε κάποιο κοντινό χτήμα, ακολουθούμενος πάντα από μια λευκή κατσίκα. Η οικογένειά του μετακινήθηκε στην πόλη, και έκτοτε ζούσε μόνος. Με λαμαρίνες, πέτρες και καδρόνια προσπαθούσε να συγκρατήσει τους τοίχους του σπιτιού, που τον χειμώνα έκαναν κοιλιά και έπεφταν.
Στην Κατοχή που ακολούθησε, ο Αμερικάνος αδυνάτισε και άρχισε να ρεύει. Κάποτε αρρώστησε βαριά και πέθανε, μόνος του μέσα στο ερείπιο. Στη γειτονιά λέγανε πως κόλλησε κάποια αρρώστια από ένα μουλάρι, που είχαν σκοτώσει και θάψει εκεί κοντά οι Ιταλοί. Ο Αμερικάνος πήγε τη νύχτα, το ξέθαψε και, κόβοντάς το σε τεμάχια, το πάστωσε με μπόλικο αλάτι και το τοποθέτησε μέσα σε μεγάλα, στρογγυλά πήλινα δοχεία. Από αυτά έβγαζε κάθε ημέρα ένα κομμάτι και το έτρωγε τηγανητό, πού και πού έσπαζε μέσα στο τηγάνι και κανένα αυγουλάκι από τις δύο κότες του, στο χτήμα.