Πόσες φορές με την ψυχή μου σ’ είδα
ν’ ακουμπάς σε μια μαρμαροκολώνα
του φεγγαροβρεμένου Παρθενώνα
σα σε κρίνο απαλό μάγου άστρου αχτίδα.
Και τώρα απ τη μεγάλη Πυραμίδα
ανάερα πλες με αθανασίας κορώνα,
σα να εζούσες ισόθεη στον αιώνα
των ωραίων και υψηλών αντιφεγγίδα.
Σα θα ξανάμαι αγνάντια σου, και ομπρός μου
θα λάμπουν τα δυο μάτια σου, θα λέω
πως βλέπω όλα τα θάματα του κόσμου,
πως αγκαλιάζω ό,τι υψηλό και ωραίο,
και ξεψυχώντας στο φως της ειδής σου
τη γλύκα θ’ αγροικώ του Παραδείσου.