De rerum natura

Είναι σαν ένας άλλος ήλιος
o ήλιος μες στην ψυχή μου,
είναι ένας άλλος ουρανός
δε σβήνει και δεν αμαυρώνεται.
Αδιάκοπος ουρανός αδειάζει το φως,
αδειάζει η θάλασσα, ξαναγεμίζει.

Όλα είναι μες στην ψυχή μου,
το σπίτι μας, ο θαμπωμένος δρόμος,
ο ψυχρός αγέρας, πέτρες και ξύλα.
Δέντρα, βουνά μες στην απόσταση
που τά ’δαμε, κοιταγμένα για πάντα.

Βραδυάζει, ξημερώνει, κάποιοι συνομιλούν,
ως νά ’μαστ’ εμείς μες στα παλιά μας φορέματα.
Ακούμε τα χαμηλόφωνα μυστικά μας,
τα λόγια μας κυλούν μες στην εσπέρα.

Τά ’χουμε όλα και μας έχουν.
Είμαστε από ύλη κι ασήκωτο φτερό,
τα κόκκαλά μας από θάλασσα κι ασβέστη.

Μας βλέπουν από παντού, μας περιέχουν,
μας καθρεφτίζουν, ως να μοιράζονται
την κατάφωτη όψη μας, το πρόσωπό μας.

Χίλια κομμάτια, χίλια καθρεφτίσματα.

Είμαστε κι εδώ κι εκεί, περνούμε,
ένας αγέρας μας ξεσηκώνει
μαζί με τα πράγματα και τα βουνά

Καθώς θυμόμαστε ή σωπαίνουμε,
μας συνοδεύει μια λάμψη, μια φεγγοβολή,
από την γη, απ’ τη σάρκα, από τα πράγματα.

Ως νά ’μασταν νεκροί κι ήρθαμε πίσω.

Αυτή ’ναι ή θάλασσα η πολύφωτη,
που μας τριγύριζε, έμπαινε μέσα μας,
ως μες στον ύπνο,ως μες στη σάρκα
Η θάλασσα η ανείπωτη σαν την ψυχή μας.

Σ’ αυτήν εδώ τη στέγη, αυτή την ώρα,
μ’ αυτά τα χέρια, αυτά τα σώματα,
δοθήκαμε ο ένας στον άλλο μες στη νύχτα.

(Είναι μια ώρα, είναι μια νύχτα, και δεν παύει,
δεν παύει, ο ύπνος, δεν τελειώνει ο έρωτας).

Σ’ αυτό το ξύλο μες σ’ αυτό το φως,
σ’ αυτό το ξύλο ακούμπησες, κοίταξες
την πρωινή σημασία του άφυλλου δέντρου,
του πιο μοναχικού κι αμίλητου σ’ όλα τα δέντρα.

(Τάχα θα δώσουν κάποτε λόγο τα δέντρα;)

Μέ κοίταξες στα μάτια, με κοιτάς,
το πρόσωπό σου απόμεινε στο πρόσωπό μου.

Μύρισε ο χρόνος όλος, μύρισε ο αγέρας.

Αυτή την ώρα σ’ αυτό τον ουρανό,
μες σ’ αυτό τον ύπνο, αυτό το ημερονύχτιο.

Δεν το βαστώ, δεν το χορταίνω το πρόσωπό μου.

Σ’ αυτό το ακίνητο πρωΐ, θα στολιστώ,
θα βάλω φτιασίδι στην όψη μου, θα ετοιμαστώ,
θα τρέξω ως τον καθρέφτη, νά κοιτάξω.

Ψάχνω τό σώμα, ψηλαφώ στα σκοτεινά,
φιλώ την σκόνη, οσφραίνομαι, αφουγκράζομαι.
Ως να με κράζη κάποιος, με καλεί.
Μια ευωδιά με παίρνει, η ευωδιά μας.

Τίποτα δεν αφήνω να πέση καταγής και να χαθή.

Φιλί με φιλί, ψίχουλο με ψίχουλο,
χέρι με χέρι, θα τα μαζέψω όλα,
ξανά μες στην αγάπη μου. να σώσω την ψυχή μου,

Ό,τι αγγίξαμε ό,τι αγαπήσαμε.

Ό,τι άγγιξα θά ’ναι αυτό
που θά ’χω αγγίξει· ό,τι κοίταξα,
αυτό πού θά ’χω κοιτάξει,
αυτό πού θά ’χω συλλέξει,
σκόνη πολλή και θλίψη και κατοπτρισμοί.

Ό,τι κέρδισα, ό,τι αγάπησα.

Κι εγώ τι θά ’μαι τάχα, ποιό χέρι
θα μ’ έχη συλλέξει· ποιό βλέμμα
θα μ’ έχη κοιτάξει, για να υπάρχω.

Ποιά μνήμη θα μου φέγγη να περνώ.

Κι εγώ κάπου θά ’μαι, κάπου θα σωθώ.
Μες στον παλιόν αγέρα μου θά πνέω,
καθώς μες στ’ άδειο μου πουκάμισο,
μες στον αγέρα π’ ανάπνευσα, ντύθηκα.

Το ειπωμένο μου θά ’μαι τραγούδι και θα φεύγω.

Καθώς ένας χαμένος ήχος μες στους ήχους,
αυτό πού είπα, έκαμα, σκόρπισα.
Το φως πού είδα, το σκότος π’ αγκάλιασα.

Μια χούφτα χώμα, ένα σύγνεφο σκόνη.

Μέσα στη δίψα θά ’μαι, θα διψώ,
θα καίω τα χείλη, θα φέγγω τη νύχτα.
Μέσα στη μνήμη, η μνήμη θα θυμάμαι.
Να μην ξεχάσουμε: να μην ξεχαστούμε.

Αν όλα λείψουν, θα μείνη το άρωμά μας.
Αν ακουστή η φωνή μας, θά ’ναι τα δέντρα.

Είμαστε ήχοι, αντίλαλοι, αντηχούμε·
ακούμε, ακουγόμαστε.
Ακούμε τον ακατάπαυστο κρότο του θανάτου.
Μια πόρτα να χτυπάη, να κρούη η μνήμη.

Φωνή που άκουσα κάποτε, σ’ ακούω,
φωνή σαν ήχος βαθύς οργάνου,
σ’ ακούω ξανά, σ’ ακούει η ψυχή,
σ’ ακούει η ψυχή, σε φέρνει πίσω,
μες στην παντοτεινή σου αντήχηση.

Ένας ήχος θα μας πάρη, ένας αντίλαλος.

*

Ακούω τον ήχο μου, βλέπω
τον εαυτό μου: είμαι ένα πράγμα
και γίνομαι, όλο γίνομαι,
αναφαίνομαι, χάνομαι,
ώσπου να πάρω τέλος, ν’ αποχτήσω
την ύπαρξή μου, όπως μια πέτρα ή ένα φυτό.

‘Ωσπου να πάρω τέλειο σχήμα μου.

Ένας ήλιος ακόμα, ένας χαμός,
όπως αλλάζει η μέρα με τη νύχτα.
Ένας χορός, μια κίνηση μέσα στο χώρο.
Μια έκπληξη ακόμα, μια πέτρα στο κενό.

Ως τη στερνή, την τέλεια μεταμόρφωση.

Είμαι σαν ένα πράγμα, είσαι ένα άλλο
παρόμοιο, γυρεύουμε τα ένα τ’ άλλο.
Σε βλέπω εκεί που σ’ έβλεπα, σ’ αγγίζω
εκεί που σ’ άγγιζα, επάνω σ’ όλα,
παντοτεινά, ακατάλυτα και σωριασμένα.

(Ποιό χέρι τα κινεί και τα σωριάζει
τα χτίζει και τα γκρεμίζει
Ποιος μας σωριάζει μες στο χρόνο).

*

Χωρίς εμάς τι θά ’ταν τάχα η γη,
ανώνυμη,ανυπόστατη, ερημωμένη.
Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα ο ουρανός.

Σχήματα χωρίς φως και δίχως μια φωνή
να τα ονομάση, δίχως αιωνιότητα.
Και ο Θεός τι πράγμα τάχα θά ’ταν,
πράγμα χωρίς όνομα και δίχως λάμψη
Τί σάρκα θά ’παιρνε για να φανή
χωρίς σάρκα πάνω στη γη, τι πρόσωπο
χωρίς το ανθρώπινο πρόσωπο,
χωρίς το ανθρώπινο ένδυμα και σχήμα.
Τι ράπισμα κι’ αίμα, ποιό μαρτύριο
χωρίς το ανθρώπινο μαρτύριο:
«Ίδε ο άνθρωπος, ίδε ό Θεός».
Χωρίς τον ανθρώπινο θάνατο, χωρίς
ταφή και θρήνο — δίχως ανάσταση.

Χωρίς εμάς τι θά ’ταν τάχα ο θάνατος.

Γιώργος Θέμελης
Γιώργος Θέμελης (1900 - 1978)

έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας, που έζησε κι έδρασε στη Θεσσαλονίκη.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ