Μο Γιαν

Κινέζος συγγραφέας. Είναι ο πρώτος γηγενής συγγραφέας από την Κίνα, που έχει τιμηθεί με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

O Γκουάν Μογιέ (Guan Moye), όπως είναι το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1955 στο Γκαομί της βορειοανατολικής Κίνας, στους κόλπους μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας, που αριθμούσε 31 μέλη. «Ζούσαμε όλοι σε πέντε μεγάλα δωμάτια», θυμάται ο Μο. «Ο θείος μου με τη θεία μου και τα τρία ξαδέλφια μου στο ένα δωμάτιο. Οι γονείς μου, εγώ και τα τέσσερα αδέλφια μου στο άλλο, ενώ τα υπόλοιπα τρία μοιράζονταν ο παππούς και η γιαγιά μου και άλλοι συγγενείς μου. Κοιτάζοντας πίσω, απορώ πώς κατορθώσαμε να επιζήσουμε». Την τριετία 1958-1961 ένας μεγάλος λιμός σάρωσε την Κίνα. Κάπου 30 εκατομμύρια χωρικοί πέθαναν από την πείνα, στην προσπάθεια του Μάο να μεταμορφώσει την αγροτική Κίνα σε πρότυπη κομμουνιστική κοινωνία («Το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός»). Το στομάχι του μικρού Γκουάν πρήστηκε κι έγινε τόσο διάφανο, ώστε, όταν έτρωγε λαχανόσουπα, μπορούσες να διακρίνεις τα πράσινα λαχανικά στα έντερά του.

Ο Γκουάν Μογιέ σταμάτησε νωρίς το σχολείο κατά τη διάρκεια της λεγόμενης Πολιτιστικής Επανάστασης και δούλεψε στα χωράφια και σε ένα εργοστάσιο. Το 1976 κατατάχτηκε εθελοντικά στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό της Κίνας, όπου και σπούδασε βιβλιοθηκάριος. Το 1979 παντρεύτηκε και το 1981 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Βροχή που πέφτει μια ανοιξιάτικη νύχτα» με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Μο Γιάν (Μη μιλάς στα κινεζικά), το οποίο υιοθέτησε έκτοτε και με το οποίο είναι γνωστός ως συγγραφέας. To επέλεξε για να θυμίζει στον εαυτό του ότι πρέπει που και που να βάζει χαλινάρι στο στόμα του. Η πολλή ειλικρίνεια που τον διέκρινε αποτελούσε ελάττωμα στην Κίνα. Από το 1984 έως το 1986 σπούδασε λογοτεχνία στη Στρατιωτική Ακαδημία Καλών Τεχνών.

Ο Μο Γιάν (Mo Yan) συνδέθηκε με μια ομάδα συγγραφέων, που δεν αρκούνταν στη ρεαλιστική αναπαράσταση της αγροτικής ζωής, όπως πρόσταζε ο επίσημος κινέζικος σοσιαλιστικός ρεαλισμός, αλλά αντλούσαν έμπνευση από τον λατινοαμερικάνικο μαγικό ρεαλισμό. Το κίνημα αυτό έφθασε στην ακμή του τη δεκαετία του '80 και αντιμετώπισε την οργή της επίσημης λογοκρισίας. Ο Μο Γιάν αναγνωρίζει τις οφειλές του προς τον κολομβιανό συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, το αριστούργημα του οποίου «100 χρόνια μοναξιάς» μεταφράστηκαν στα κινεζικά το 1984, αλλά επισημαίνει ότι είχε διαμορφώσει το δικό του ύφος. «Σκέψου ότι αν δεν είχε υπάρξει ο Μάρκεζ, ένας κινέζος Μάρκες θα είχε γεννηθεί» δήλωσε σε μια συνέντευξή του.

Το 1987 ο Μο προσπάθησε να ξεφύγει από τις όποιες επιρροές του Μάρκες, στο μυθιστόρημά του Oι κόκκινοι αγροί, που τον έκανε ιδιαίτερα γνωστό στη Δύση και μέσα από την κινηματογραφική μεταφορά του από τον Ζανγκ Γιμού την ίδια χρονιά. Εκτυλίσσεται στο χωριό του συγγραφέα κατά τη διάρκεια του Σινο-Ιαπωνικού Πολέμου και περιγράφει τη δύσκολη ζωή των Κινέζων αγροτών στα πρώτα χρόνια του κομμουνισμού. Ο Μο εγκαταλείπει τη γραμμική ιστορική αφήγηση και αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, μετακινούμενος ελεύθερα στο χώρο και τον χρόνο.

Το μυθιστόρημα αυτό άρχισε να του δημιουργεί προβλήματα με τη λογοκρισία, τα οποία εντάθηκαν τον επόμενο χρόνο, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο Οι Μπαλάντες του Σκόρδου, που απαγορεύτηκε στην Κίνα, μετά τα αιματηρά γεγονότα στην πλατεία Τιεναμέν το 1989. Οι αγρότες με προτροπή της κυβέρνησης φυτεύουν σκόρδα, αλλά η σοδειά θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα. Ο ήρωας του έργου προτιμά να πεθάνει, παρά να αντιπαρατεθεί με τις χαλκευμένες κατηγορίες που τον βαρύνουν. Το 1995 θα κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα Βυζαρούδες και Χοντροκώλες», ένας ύμνος για τη γυναίκα, που αντιμετώπισε έντονη κριτική, λόγω του σεξουαλικού περιεχομένου του. Το τελευταίο μυθιστόρημα του Μο Η ζωή και ο θάνατος με φθείρουν (2008) είναι μια πολιτική αλληγορία, με αφηγητή ένα γαιοκτήμονα που καταδικάζεται σε θάνατο κατά τη διάρκεια της Αγροτικής Μεταρρύθμισης του 1950.

Στις 11 Οκτωβρίου 2012 η Σουηδική Ακαδημία ανακοίνωσε ότι Μο Γιάν επελέγη για το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας, επειδή «με έναν παραισθητικό ρεαλισμό ενώνει το παραμύθι, την ιστορία και τη σύγχρονη πραγματικότητα... Συνδέοντας φαντασία και πραγματικότητα, ιστορική και κοινωνική προοπτική, δημιούργησε ένα σύμπαν, το οποίο, με την περιπλοκότητά του, θυμίζει αυτό συγγραφέων όπως ο Γουίλιαμ Φόκνερ και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, το οποίο παραμένει ταυτοχρόνως προσηλωμένο στην αρχαία κινεζική λογοτεχνία και στη λαϊκή παράδοση του παραμυθιού». Ο επικεφαλής της Σουηδικής Ακαδημίας ανακοινώνοντας τη βράβευση του Μο τόνισε ότι «Έχει τόσο χαρακτηριστική γραφή, που αν διαβάσεις μισή σελίδα από έργο του, αμέσως καταλαβαίνεις ότι είναι από έργο του».

Η αναγγελία της βράβευσής του προκάλεσε αντιδράσεις από την πλευρά των κινέζων αντιφρονούντων, που τον θεωρούν συμβιβασμένο, επειδή είναι αντιπρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων της Κίνας. Οι υποστηρικτές του, αντίθετα, τονίζουν την προσήλωσή του στην παράδοση, το κριτικό του πνεύμα και τη δυνατότητα να μιλάει για το σήμερα. Ο Μο είχε δώσει το στίγμα του σε μια ομιλία του, το 2009, στη Διεθνή Έκθεση της Φρανκφούρτης, όταν η Κίνα ήταν τιμώμενη χώρα: «Ο συγγραφέας πρέπει να εκφράζει την σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας και την ασκήμια της ανθρώπινης φύσης, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνεται με ενιαίο τρόπο. Κάποιοι μπορεί να τον θέλουν να φωνάζει στον δρόμο, αλλά θα πρέπει να ανέχονται κι αυτούς που κρύβονται στα δωμάτια τους και χρησιμοποιούν τη λογοτεχνία για να εκφράσουν τις απόψεις τους».

Η τελετή βράβευσης του Μο Γιαν με το Νόμπελ Λογοτεχνίας έγινε στις 10 Δεκεμβρίου 2012.

Βιβλία του Μο Γιαν στα Ελληνικά

  • «Οι Μπαλάντες του Σκόρδου» (εκδόσεις Καστανιώτη)

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ