Ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης από τα Καλάβρυτα. Έπεσε ηρωικά μαχόμενος στο Λεβίδι, στις 14 Απριλίου 1821.
Ο Δημήτριος Στριφτόμπολας, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1778 στην Κέρτεζη Καλαβρύτων. Ήταν γιος του Αργύρη Στριφτόμπολα, εγγονός του οπλαρχηγού Δημητρίου Στριφτόμπολα και ανιψιός εκ μητρός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Οι γονείς του θέλησαν να τον μορφώσουν και τον εμπιστεύτηκαν σε αυστηρούς δασκάλους. Επιμελής ως μαθητής, ο νεαρός Δημήτριος έμαθε τα βασικά γράμματα και γι’ αυτό ονομάστηκε Αναγνώστης, όνομα το οποίο δινόταν σε όσους ήξεραν γραφή και ανάγνωση στους χαλεπούς εκείνους καιρούς.
Από το 1800 έως το 1805 εργάσθηκε ως δάσκαλος στην Ντροπολιτσά (σημερινή Τρίπολη). Τη χρονιά εκείνη σκότωσε ένα Τούρκο και πήρε τον δρόμο για τα βουνά της Λακωνίας, μαζί με τον πατέρα του Αργύρη και τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ζώντας ληστρικό βίο. Καταδιωκόμενοι συνεχώς από τους Τούρκους, κατέφυγαν στην αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο, όπου κατατάχθηκαν στον αγγλικό στρατό και διακρίθηκαν σε μάχες κατά των γαλλορώσων στο Ιόνιο.
Το 1807 ο Στριφτόμπολας μαζί με τον Κολοκοτρώνη αποβιβάστηκαν στην Πελοπόννησο για να βοηθήσουν τον Λαλαίο τουρκαλβανό Αλιάγα ή Αλή Φαρμάκη, ο οποίος είχε επαναστατήσει κατά του Αλή Πασά. Έφτασαν καθυστερημένα μετά την ήττα του Φαρμάκη και αναγκάστηκαν να καταφύγουν και πάλι στη Ζάκυνθο. Όταν ηρέμησαν τα πράγματα στην Πελοπόννησο, ο Στριφτόμπολας επέστρεψε στην Πελοπόννησο. Εγκαταστάθηκε στα Καλάβρυτα κι έγινε σωματοφύλακας του προκρίτου Ασημάκη Ζαΐμη.
Το 1817 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον συντοπίτη του Σωτήρη Χαραλάμπη. Το 1821 συγκρότησε επαναστατικό σώμα, με το οποίο πήρε μέρος στην πολιορκία και την κατάληψη των Καλαβρύτων (21-26 Μαρτίου 1821). Στη συνέχεια συμμετείχε με τα παλληκάρια του στην πολιορκία της Ακροκορίνθου, που ξεκίνησε στις 27 Μαρτίου κι έπεσε ηρωικά μαχόμενος στο Λεβίδι στις 14 Απριλίου 1821.
Άφησε χήρα τη γυναίκα του, Αγγελική Στριφτομπολίνα, και ανεξακρίβωτο αριθμό παιδιών. Πάντως, ένα από τα παιδιά του, ο Γεώργιος Στριφτόμπολας, έλαβε μέρος και διακρίθηκε σε μάχες της Επανάστασης. Η λαϊκή μούσα τίμησε τον Αναγνώστη Στριφτόμπολα με τα παρακάτω άσματα:
Τρεις περδικούλες κάθουνται, Στη μέση στο Λεβείδι
Έχουν τα νύχια κόκκινα Και τα φτερά βαμμένα,Η μια τυράει τη Κέρτεζη, Κ’ η άλλη της Κλουκίναις
Κ’ η Τρίτη η καλλήτερη, Μυριολογάει και λέει,Τ’ είν’ το κακό που γίνεται, Στη μέση στο Λεβείδι
Κάνε βουνά γκρεμίζονται, Κάνε στοιχιά παλεύουν.Μήτε βουνά γκρεμίζουνται, Μήτε στοιχιά παλεύουν,
Εκλείσαν τον Στριφτόμπολα, Οκτώ χιλιάδες Τούρκοι.Χίλιοι τον κρουν τη μια μεριά, Και χίλιοι από την άλλη,
Μια μπαταριά του δόκανε, Η μια μεριά κ’ άλλη,Τρία βόλια τον επήρανε, Τα τρία φαρμακωμένα.
Το ένα τον πήρε στην καρδιά, Και τα άλλο στο πλεμόνι,Το τρίτο το φαρμακερό, Τον πήρε στο καρύδι
Το στόμα του αίμα γέμισε, Κ’ η μύτη του φαρμάκιΗ γλώσσα του αηδονολαλεί, Σαν το χελιδονάκι,
Βρε που είσαι μπάρπα Κωνσταντή, Και ξάδελφε Βασίλη,Και Νικολάκη γλήγωρε, Γκολφίνε αγαπημένε
Για βγάλτε τα’ αλαφρά σπαθιά, Και τα βαριά τουφέκια,Ελάτε να με πάρετε, Απ’ των Τούρκων τα χέρια
Και αν πάτε από την Κέρτεζη, Περάστ’ από της ΚλουκίναιςΚ’ ειδήτε τη γυναίκα μου, Τη μικροπαντρεμένη,
Πε της μη με καρτερή, Να μη μ’απαντυχαίνηΝα μην αλλάξη την Λαμπρή, Φλωριά να μη φορέση
Τ’εμένα με σκοτώσανε, Οι Τούρκοι Τριπολιτζιώτες.Πήρα την πλάκα πεθερά, Τη μαύρη γης γυναίκα.
Και αυτά τα λιανολίθαρα, Πήρα γυναικαδέλφια.
Τρείς περδικούλες κάθονται, μωρέ, στη μέση το Λεβίδι
Μα είχαν τα νύχια κό- άιντε, μπάρμπ'Αναγνώστη,
Αναγνώστη μου, κό- μωρέ, κόκκινα
Μα είχαν τα νύχια κόκκινα, μωρέ, και τα φτερά βαμμένα
Είχαν και στα κεφά- άιντε, μπάρμπ Αναγνώστη κι Αντωνάκη,
κεφά- στα κεφάλια τους
Είχαν και στα κεφάλια τους, μωρέ, μαντίλια λερωμένα
Μοιρολογούσαν κι έ- άιντε, μπάρμπ Αναγνώστη,
Αναγνώστη μου, κι έ- μωρέ, κι έλεγαν
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογάν και λένε
Κείν' το κακό που γίνηκε στη μέση το Λεβίδι
Σκοτώσαν το Στριφτόμπολα αυτόν τον Αναγνώστη.