Ο Νικόλαος Νικονάνος υπήρξε από τους διακεκριμένους έλληνες βυζαντινολόγους. Διετέλεσε επί σειρά ετών καθηγητής της Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης του τμήματος Αρχιτεκτόνων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).
Ο Νικόλαος Νικονάνος, με καταγωγή από την Έδεσσα, γεννήθηκε το 1935 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε αρχαιολογία στο ΑΠΘ και στο Ινστιτούτο Ιστορίας της Τέχνης στη Χαϊδελβέργη. Το 1979 έλαβε τη διδακτορική του διατριβή από το ΑΠΘ, με θέμα τους βυζαντινούς ναούς της Θεσσαλίας.
Από το 1965 εργαζόταν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, στην οποία υπηρέτησε επί σχεδόν δύο δεκαετίες, αρχικά ως επιμελητής και κατόπιν ως έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, στη Θεσσαλονίκη, τη Θεσσαλία και τη Χαλκιδική. Υπήρξε ο πρώτος έφορος και οργανωτής της 10ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, με χώρο δικαιοδοσίας τη Χαλκιδική και το Άγιον Όρος. Το 1984 εξελέγη αναπληρωτής καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ, από το οποίο αφυπηρέτησε το 2003.
Κατά τη διάρκεια της επιστημονικής του πορείας, πραγματοποίησε πολλές ανασκαφές και ασχολήθηκε με την αρχιτεκτονική, την ξυλογλυπτική, καθώς επίσης και με θέματα ζωγραφικής. Η ανασκαφική του δραστηριότητα επικεντρώθηκε στη Χαλκιδική, ενώ η σπουδαία διδακτορική διατριβή για τους βυζαντινούς ναούς της Θεσσαλίας γνώρισε δύο εκδόσεις (1979 και 1997). Με αυτό συνεισέφερε πολυάριθμα άγνωστα μνημεία κι έθεσε την περιοχή στον χάρτη της μεσοβυζαντινής και υστεροβυζαντινής ναοδομίας.
Σημαντική ήταν και η συνεισφορά του στην καταγραφή των κειμηλίων του Αγίου Όρους και συμμετείχε ως έφορος ενοτήτων στη μεγάλη έκθεση «Θησαυροί του Αγίου Όρους», που πραγματοποιήθηκε το 1997 στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, «Θεσσαλονίκη 1997».
Ως συγγραφέας συμμετείχε μεταξύ άλλων στο συλλογικό έργο «Άγιο Όρος-Κειμήλια Πρωτάτου» (2006), ενώ εξέδωσε το βιβλίο «Μετέωρα-Τα μοναστήρια και η ιστορία τους» (1987).
Ο Νικόλαος Νικονάνος απεβίωσε στις 10 Ιανουαρίου 2024, σε ηλικία 88 ετών.