Μοσέ Αελιόν: Ένας επιζών του ολοκαυτώματος από τη Θεσσαλονίκη

Μοσέ Αελιόν (1925 – 2022)
Μοσέ Αελιόν (1925 – 2022)

Ο Μοσέ Αελιόν υπήρξε από τους επιζώντες του Ολοκαυτώματος. Ο Θεσσαλονικιός στην καταγωγή και κάτοικος Ισραήλ ως την τελευταία του πνοή μαχόταν ώστε να κρατηθεί ζωντανή η μνήμη του Ολοκαυτώματος, προκειμένου να μην βιώσει ξανά η ανθρωπότητα μια τέτοια τραγωδία.

«Από χρόνια πιστεύω ότι είναι ουσιώδες να μην ξεχασθεί από την ανθρώπινη συνείδηση ποτέ τι συνέβη κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Γι' αυτό αποφάσισα, όπως και πολλοί άλλοι διασωθέντες, να διηγούμαι, όσο ζω, όσα βίωσα» είχε δηλώσει σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει πριν από χρόνια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Τον Φεβρουάριο του 2020 κυκλοφόρησε στα ελληνικά το βιβλίο του «Ωδίνες Θανάτου», στο οποίο κατάφερε να συνοψίσει τη ζωή του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και μετέπειτα, με τη βοήθεια ενός ημερολογίου που άρχισε να κρατάει 4,5 μήνες μετά την απελευθέρωσή του.

Ποιος ήταν ο Μοσέ Αελιόν

Ο Μοσέ Αελιόν γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 25 Φεβρουαρίου 1925. Οι γονείς του, Ελί και Ραχήλ, και ο ίδιος μαζί με την κατά ενάμιση χρόνο μικρότερη αδελφή του Νίνα κατοικούσαν σ’ ένα σοκάκι της Θεσσαλονίκης, στο σπίτι του παππού του.

Ήταν άγουρο παιδί ακόμα, όταν οι Γερμανοί μπήκαν στη Θεσσαλονίκη και ο φόβος άρχισε να κυριεύει την οικογένειά του, καθώς είχαν ακούσει, από την αρχή του πολέμου, ότι οι Ναζί κακομεταχειρίζονταν τους Εβραίους τόσο στη Γερμανία όσο και στις περιοχές που κυρίευαν.

Τον Ιούλιο του 1942, όταν οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τους Εβραίους άνδρες της Θεσσαλονίκης (18-45 ετών) στην πλατεία Ελευθερίας, ο Μοσέ Αελιόν ήταν… τυχερός, αφού ήταν μισό χρόνο μακριά από το κατώφλι των 18 χρόνων. «Έπειτα από 2-3 ώρες αρχίσαμε να ακούμε ότι οι Γερμανοί τους έδερναν, δεν τους άφηναν να πιουν νερό, τους έκαναν "ασκήσεις»". Καταλάβαμε ότι κάτι νέο συμβαίνει.

Και πραγματικά, έπειτα από μερικές μέρες, κάλεσαν πολλούς απ' αυτούς και τους πήραν σε καταναγκαστικά έργα σε διάφορα μέρη της Ελλάδα», έλεγε και θυμόταν πως από τότε και για τους επόμενους δυο μήνες, οι εχθρικές προς τους Εβραίους ενέργειες διαδέχονταν η μία την άλλη. «Όρισαν πέντε περιοχές στην πόλη στις οποίες επιτρέπονταν να κατοικούν οι Εβραίοι (γκέτο), μας υποχρέωσαν να ράψουμε στο αριστερό μέρος των ρούχων μας ένα κίτρινο αστέρι, μας διέταξαν να σημαδέψουμε τα σπίτια και τα καταστήματά μας, απαγόρευσαν στους Εβραίους μαθητές να πάνε στα σχολεία, ανακοίνωσαν ότι θα μεταφέρουν τους Εβραίους στην Πολωνία...».

Η ζωή στο Άουσβιτς

Στις 15 Μαρτίου 1943 έφευγε το πρώτο τρένο θανάτου για τα στρατόπεδα των Ναζί. Ο Μοσέ Αελιόν και η οικογένειά του έμελλε να κάνουν το μακρύ ταξίδι τον επόμενο μήνα – ένα ταξίδι, κάθε λεπτό του οποίου ήταν πάντα ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη του. «Έξι μέρες και έξι νύχτες ήμασταν κλεισμένοι μέσα στα βαγόνια, ώσπου φτάσαμε στον τελικό προορισμό. Η κατάσταση στα βαγόνια ήταν πολύ δύσκολη: στο βαγόνι μας ήμασταν περισσότεροι από 80 άνθρωποι. Το μόνο φως έμπαινε από δύο μικρά παράθυρα στις δύο άκρες του βαγονιού. Για αποχωρητήριο χρησίμευε ένα βαρέλι κομμένο στα δυο, δεν γινόταν διανομή φαγητού, κάθε 2-3 μέρες σταματούσε το τρένο σε κάποιον απομονωμένο σταθμό και μας άφηναν να κατεβούμε και να γεμίζουμε νερό. Τότε άδειαζαν το βαρέλι... Αν κάποιος πέθαινε, τον άφηναν έξω από το βαγόνι και υποχρέωναν την οικογένειά του να συνεχίσει το ταξίδι. Όλα αυτά δεν ήταν καλοί οιωνοί αλλά ελπίζαμε πως σύντομα θα περάσουν».

Τα άσχημα όχι μόνο δεν πέρασαν, αλλά τα όσα βίωσαν στη συνέχεια είναι απ' αυτά που δεν χωρά ο ανθρώπινος νους. Όταν κατά τα μεσάνυχτα της έκτης ημέρας έφτασαν στον τελικό σταθμό νόμιζαν ότι ήταν στην Κρακοβία, όπως τους είχαν πει. Όταν άρχισαν να βλέπουν τους ανθρώπους «με τα ρούχα με τις λωρίδες», όπως τους περιέγραφε, και να τους χωρίζουν βίαια σε ομάδες, κατάλαβε πως τα πράγματα ήταν διαφορετικά.

«Στην οικογένειά μας χωριστήκαμε, όπως μας διέταξαν. Ο θείος μου κι εγώ σε μια ομάδα, ο παππούς μου με τους γέρους και οι γυναίκες μαζί. Μόνο για την αδελφή μου, που ήταν ενάμιση χρόνο νεότερη από εμένα, ήμασταν διστακτικοί. Στο τέλος είπαμε να πάει με τις άλλες γυναίκες της οικογένειας, χωρίς να ξέρουμε ότι την καταδικάσαμε, με την απόφασή μας αυτή, σε άμεσο θάνατο», εξιστορούσε ο ίδιος ο Μοσέ Αελιόν. «Τις οικογένειές μας τις θανάτωσαν και τις έκαψαν τη νύχτα που φτάσαμε», του έλεγε δυο μήνες αργότερα ένας συμμαθητής του, που πριν από το Άουσβιτς, όπου και αντάμωσαν, είχε μείνει στο Μπιρκενάου.

Το τραγούδι για τη νεκρή αδελφή

Ο πατέρας του είχε πεθάνει το 1941, λίγες μέρες μετά την είσοδο των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη, και ο Μοσέ Αελιόν έχανε τότε την πολυαγαπημένη του μητέρα και την αδελφή του, η απώλεια της οποίας έμελλε να σημαδέψει τον ρου της ζωής του. Σαν σαράκι ο καημός, του έτρωγε τα σωθικά ώσπου ο θρήνος έγινε τραγούδι- ένα τραγούδι στα Λαντίνο (ισπανοεβραϊκά), με τίτλο «La Djovinika al Lager» (Η Κοπέλα στο Λάγκερ), για την αδελφή του, «που άνθρωποι θηρία, στο Λάγκερ σαν τη 'φέραν, την έκαψαν στις φλόγες».

Εκεί, μιλά για μια «όμορφη κοπέλα, κορούλα αγαπημένη/ που οι γονείς της είχαν, στα πούπουλα βαλμένη, την ντύναν με μετάξι, τη στόλιζαν χρυσάφι, μακριά την εκρατούσαν από κακό κι αγκάθι». Περιγράφει το δύσκολο ταξίδι με τα τρένα του θανάτου -«Οι Γερμανοί μια μέρα, απ τη φωλιά την πήραν/ Με μάνα και πατέρα, στο λάγκερ την εσύραν/ Ημέρες, νύχτες έξι, τους κράτησαν κλεισμένους/ Σε σκοτεινά βαγόνια, και απομονωμένους»- αλλά και την τραγική της κατάληξη: «Μα σαν στο Μπιρκενάου, το λάγκερ του θανάτου/ Τη βάλαν, ένα δύο, η τύχη της αλλάχθει/ Χωρίς να καταλάβει, αυτά που της συμβαίνουν/ Γυμνή στο μπάνιο είναι, και την απολυμαίνουν/ Κραυγάζουν και τη δέρνουν, πρωί και μεσημέρι/ Το όνομά της τώρα, ο αριθμός στο χέρι».

Και μπορεί να αφιέρωσε μεγάλο μέρος της συγγραφικής του δραστηριότητας στα Λαντίνο, μετά την απελευθέρωση, αλλά στο Άουσβιτς δίδαξε ελληνικά σε έναν Πολωνό κατάδικο, «πολύ σπουδαίο πρόσωπο, καλόγερο, που ήξερε και δίδασκε τα αρχαία λατινικά και τα λατινικά». Στο νοσοκομείο όπου βρέθηκε για μια επέμβαση στο αυτί, γνώρισε αυτόν τον Πολωνό, ο οποίος του ζήτησε να του μάθει νέα ελληνικά. «Εδώ, στο Λάγκερ;», είχε απορήσει ο Μοσέ Αελιόν, αλλά ο Πολωνός διψούσε για μάθηση κι έτσι επί ενάμιση χρόνο συνεχίστηκαν τα μαθήματα, στο τέλος των οποίων του έδινε ένα κομμάτι ψωμί ή κάποιου άλλου είδους τροφή.

Ένα τέτοιο κομμάτι ψωμί έδωσε και στον θείο του, στην προσπάθειά του να τον κρατήσει στη ζωή, καθώς εκείνος, όταν έμαθε ότι οι Ναζί είχαν θανατώσει τη γυναίκα και το παιδί του έπεσε σε κατάθλιψη, αλλά η προσπάθειά του ήταν μάταιη. Σε λίγο καιρό, ο νεαρός τότε Μοσέ είχε μείνει μόνος απ όλη την οικογένεια...

Κατάφερε να βγει ζωντανός από την «πορεία θανάτου» που τους υποχρέωσαν οι Ναζί, στα τέλη Ιανουαρίου του 1945, πέρασε από το Μαουτχάουζεν και το Μελκ για να βρεθεί στο Έμπενζεε, εκεί όπου η κατάσταση ήταν τέτοια που «το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορούσε να φανταστεί χειρότερη» αλλά κι εκεί απ όπου έμελλε, λίγο αργότερα, να απελευθερωθεί.

Θυμόταν ως το τέλος της ζωής του εκείνη την ημέρα που «όλοι έτρεχαν στα τανκς και ήθελαν να τα αγγίξουν» κι έτρεξε κι αυτός όπως μπορούσε... «Στην κεραία ενός τανκ βλέπω μια μικρή σημαία. Ένας από το πλήρωμα ήταν ελληνικής καταγωγής. Πολλοί Έλληνες συγκεντρωθήκαμε γύρω απ' αυτό και σε μια στιγμή ακούστηκε αίφνης ο ελληνικός ύμνος. Αν και σε πολύ δύσκολη σωματική κατάσταση, ήμασταν ελεύθεροι!».

Αγώνας για να μείνουν οι μνήμες ζωντανές

Μετά τη θηριωδία των στρατοπέδων -κολαστηρίων του Γ' Ράιχ, ξεκίνησε μια νέα ζωή στο Ισραήλ. Στην Ελλάδα επέστρεψε για επίσκεψη μόλις το 1987, ενώ στο μεταξύ διάστημα ήταν ιδιαίτερα απρόθυμος να μιλήσει για το Ολοκαύτωμα ακόμα και στον στενό οικογενειακό του κύκλο. Όταν, όμως, αποφάσισε τελικά να «σπάσει» το φράγμα της σιωπής, έδινε καθημερινές μάχες να μην σκεπάσει η σκόνη της λήθης τη μνήμη.

Το 2013 είχε έρθει στη γενέτειρά του, Θεσσαλονίκη, προκειμένου να βροντοφωνάξει «Ποτέ Ξανά» μαζί με όλους όσοι είχαν πάρει μέρος σε εκείνη την πρώτη πορεία μνήμης στην πόλη για τα θύματα του Ολοκαυτώματος. Επέστρεψε το 2018 δίνοντας και πάλι το «παρών» στο ετήσιο αυτό ραντεβού μνήμης, με βαθιά πίστη πως «η ανθρωπότητα πρέπει να ξέρει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί πάλι οπουδήποτε, γι' αυτό και θα πρέπει να είναι αποφασισμένη να το αποφύγει με όλη της τη δύναμη, με κάθε τρόπο».

Ο Μοσέ Αελιόν απεβίωσε την 1η Νοεμβρίου 2022, σε ηλικία 97 ετών.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ