Ο Γεωργάκης Ολύμπιος υπήρξε κλεφταρματολός της Θεσσαλίας και μια από τις ηρωϊκές μορφές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 στη Μολδοβλαχία.
Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1772 στο Βλαχολίβαδο (σημερινό Λιβάδι Ελασσόνας), όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα. Αρχικά ασχολήθηκε με τη γεωργία, αλλά αναγκάστηκε να πάρει τα βουνά, όταν εξοντώθηκαν από ανθρώπους του Αλή Πασά, οι συγγενείς του Λαζαίοι, που ήταν αρματολοί του Ολύμπου.
Η δράση του ανάγκασε τον Αλή να του παραχωρήσει το αρματολίκι του Ολύμπου, από το οποίο πήρε και τ’ όνομά του (Ολύμπιος). Το 1799 ήρθε σε ρήξη με τον πασά κι έγινε κλέφτης στην ίδια περιοχή. Όταν η καταδίωξη από τον Αλή εντάθηκε, έφυγε από τον Όλυμπο για τη Σερβία, όπου βοήθησε τον αδελφό του Καραγεώργη (της Σερβίας) στον αγώνα για την αποτίναξη τοy οθωμανικού ζυγού. Οι δεσμοί του με τη Σερβία δυνάμωσαν, όταν παντρεύτηκε με τη Στάνα, χήρα του σέρβου οπλαρχηγού Βέλκου.
Από τη Σερβία πήγε στο Βουκουρέστι το 1803 και υπηρέτησε στο «Ελληνικό Σύνταγμα της Οδησσού» που είχε ανασυσταθεί τότε από τον τσάρο Αλέξανδρο Α’. Πήρε μέρος στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1805 και απέκρουσε στο Βιδίνιο προσπάθεια του τουρκικού στρατού να εισβάλει στη Βλαχία. Για την ανδρεία του, ο στρατηγός Μιχαήλ Κουτούζοφ τον ονόμασε συνταγματάρχη, ενώ ο τσάρος τού απένειμε το παράσημο της Αγίας Άννας και τον χρησιμοποίησε σε διάφορες εμπιστευτικές αποστολές.
Υπηρέτησε τους Ρώσους με τιμιότητα και αφοσίωση, πιστεύοντας ότι υπηρετεί τους φυσικούς προστάτες των Ελλήνων. Θα μπορούσε να πάρει μεγάλες θέσεις στον ρωσικό στρατό, αν ήθελε. Πίστευε όμως ότι αν απομακρυνόταν από τη Μολδοβλαχία, δεν θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος στην πατρίδα του την Ελλάδα, όταν θα ερχόταν η ώρα του ξεσηκωμού.
Αφού πήγε και πάλι για λίγο στη Σερβία, επέστρεψε στο Βουκουρέστι κι επί ηγεμόνος Αλεξάνδρου Σούτσου, διορίστηκε αρχηγός μικρού σώματος και αργότερα διοικητής του πυροβολικού. Εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο το 1819, και προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στη διάδοση των ιδεών της. Μετά τη δολοφονία του Καραγεώργη, επικοινώνησε με τον νέο ηγεμόνα της Σερβίας Μίλος Οβρένοβιτς, στο πλαίσιο της προσπάθειας για ελληνοσερβική στρατιωτική συνεργασία.
Κατά την προετοιμασία της εξέγερσης στη Μολδοβλαχία, υπήρξε από τους πιστότερους και ικανότερους συνεργάτες του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Με εντολή του μύησε στη Φιλική Εταιρεία τον Βλάχο οπλαρχηγό Θεόδωρο Βλαδιμηρέσκου και τον βοήθησε να οργανώσει τον ξεσηκωμό του ντόπιου πληθυσμού.
Μαζί κατέλαβαν το Βουκουρέστι και όταν ο Υψηλάντης έφτασε εκεί, τον βοήθησε να επιβάλει την εξουσία του. Στις 27 Απριλίου απέκρουσε απόπειρα των Τούρκων να περάσουν τον Δούναβη, οι δυνάμεις του όμως ήταν ανίσχυρες να αποτρέψουν την μαζική εισβολή τουρκικού στρατού στη Μολδοβλαχία λίγο αργότερα. Όταν ο Βλαδιμηρέσκου άρχισε να δρα ανεξάρτητα και να δημιουργεί
προβλήματα, ο Ολύμπιος τον συνέλαβε και τον παρέδωσε στον Υψηλάντη για
ν’ απολογηθεί και στη συνέχεια να θανατωθεί (26 Μαΐου 1821).
Πήρε μέρος στη μάχη του Δραγατσανίου (7 Ιουνίου 1821) και χάρη στην επέμβασή του έσωσε αρκετούς Ιερολοχίτες. Μετά την οριστική αποτυχία της εξέγερσης στη Μολδοβλαχία δεν ακολούθησε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στην Αυστρία, αλλά αποφάσισε να καταφύγει στη Βεσσαραβία (περιοχή που σήμερα ανήκει στη Μολδαβία και την Ουκρανία) και από εκεί στην επαναστατημένη Πελοπόννησο. Μαζί με τον Γιάννη Φαρμάκη κατευθύνθηκαν από τη Βλαχία στη Μολδαβία, προκαλώντας βαριές απώλειες στους Τούρκους που τον καταδίωκαν. Όμως πολλοί στρατιώτες του λιποτάκτησαν και περί τα μέσα Αυγούστου είχαν μείνει περίπου τετρακόσιοι, ενώ ο ίδιος αρρώστησε σοβαρά.
Για λίγο διάστημα σταμάτησε στη Μονή Σέκου, με σκοπό να προχωρήσει στη Βεσσαραβία. Η βαθιά θρησκευτική του πίστη όμως τον έκανε να πιστέψει την
υστερόβουλη πρόταση του επισκόπου Ρομάνο, που ήταν άνθρωπος των
Τούρκων, να μείνει και να υπερασπίσει το μοναστήρι. Στις 8 Σεπτεμβρίου
1821 τους περικύκλωσαν 6.000 Τούρκοι υπό τον Σαλίχ πασά.
Η κατάσταση των πολιορκημένων δυσκολεύτηκε περισσότερο, όταν οι Τούρκοι κατέστρεψαν το υδραγωγείο. Ο Ολύμπιος με έντεκα συντρόφους του ανέβηκε στο καμπαναριό της μονής και λίγο πριν τους φτάσουν οι Τούρκοι έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ανατινάχθηκαν όλοι στον αέρα. Ο Γιάννης Φαρμάκης παραδόθηκε λίγο αργότερα και θανατώθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Ο θάνατος του Γεωργάκη Ολύμπιου, ενός άνδρα με ακέραιο χαρακτήρα, μεγάλες στρατιωτικές ικανότητες και υψηλό πατριωτικό φρόνημα, θεωρήθηκε σημαντική απώλεια για την εξέλιξη της Επανάστασης. Με τη θυσία του έγραψε την τελευταία σελίδα στην ιστορία του ξεσηκωμού στη Μολδοβλαχία, ενώ αν ζούσε, ίσως να ήταν διαφορετική η εξέλιξη του Αγώνα κυρίως στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία.