Βαν Μόρισον

Ο βορειοϊρλανδός τραγουδοποιός Βαν Μόρισον (Van Morrison) αναδείχθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 μέσα από το μπλουζ-ροκ συγκρότημα των Them (πιο γνωστό τραγούδι τους το «Gloria»), για ν’ ακολουθήσει έκτοτε μία επιτυχημένη σόλο καριέρα, που τον κατέστησε έναν από τους πιο σημαντικούς και ξεχωριστούς τραγουδοποιούς στο χώρο της ροκ μουσικής.

Ο «Van the Man», όπως έχει αποκληθεί, είναι ένας από τους πραγματικούς καινοτόμους της δημοφιλούς μουσικής, ένας ανήσυχος αναζητητής του οποίου τα συναρπαστικά φωνητικά και η αλχημική σύντηξη ριθμ εντ μπλουζ, τζαζ, μπλουζ και κέλτικης μουσικής δημιούργησαν αυτό που θεωρείται ίσως το πιο πνευματικά υπερβατικό έργο στον κανόνα του ροκ εντ ρολ.

Ο Τζορτζ Άιβαν Μόρισον γεννήθηκε στις 31 Αυγούστου 1945 στο Μπέλφαστ της Βορείου Ιρλανδίας, στους κόλπους μια εργατικής προτεσταντικής οικογένειας. Ο πατέρας του δούλευε ως ηλεκτρολόγος σε τοπικό ναυπηγείο και η μητέρα του ήταν πρώην τραγουδίστρια και χορεύτρια. Έχοντας εντρυφήσει από τα παιδικά του χρόνια στο μπλουζ και την τζαζ μέσα από την πλούσια δισκοθήκη του πατέρα του κι έχοντας μάθει σαξόφωνο, κιθάρα και φυσαρμόνικα, άρχισε να παίζει σε συγκροτήματα από τα εφηβικά του χρόνια.

Ο Βαν Μόρισον με τους «Them»Όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη βρετανική τηλεόραση το 1965 με τους Them, ερμηνεύοντας το κομμάτι του Μπιγκ Τζο Γουίλιαμς «Baby, Please Don't Go», ήταν σαφές ότι ήταν ένας διαφορετικός καλλιτέχνης. Σε αντίθεση με τον Μικ Τζάγκερ ή τον Έρικ Μπάρτον, φάνηκε απρόθυμος να φλερτάρει με το κοινό. Το πάθος του πίσω από τη σκληρή, τραυλιστική ερμηνεία του ήταν εμφανές ότι θα τον οδηγήσει σε άλλα μονοπάτια.

Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, ο Μόρισον σηματοδότησε τη μετάβαση του ροκ τραγουδιστή από απλό διασκεδαστή σε κάτι πιο σκοτεινό, πιο σύνθετο και λιγότερο χειραγωγίσιμο από τους μηχανισμούς της μουσικής βιομηχανίας. Θαύμαζε την ακεραιότητα των παλιών μπλούζμεν και το πείσμα των ποιητών, ενώ η απέχθειά του για την ευνοιοκρατία παρείχε ένα χρήσιμο πρότυπο για μεταγενέστερες μουσικούς όπως ο Έλβις Κοστέλο και ο Τζον Μέλενκαμπ, που κινούνται σε παρόμοια μουσικά μονοπάτια.

Κέρδισε επίσης ένα μικρό, αλλά αφοσιωμένο κοινό, όταν έγινε φανερό ότι παρά την επιτυχία του τραγουδιού «Brown Eyed Girl» – ένα γρήγορο κομμάτι ριθμ εντ μπλουζ που ήταν το πρώτο του σόλο μετά την αποχώρησή του από τους Them το 1967 και τη μετακόμισή του στις ΗΠΑ – τα συνήθη κριτήρια για μια λαμπερή καριέρα δεν θα εφαρμόζονταν στην περίπτωσή του. Πράγματι, στην επιτυχία του αυτή δεν έδωσε συνέχεια.

Αντ’ αυτής ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε το «Astral Weeks», ένα άλμπουμ εκπληκτικής πρωτοτυπίας που διεύρυνε τα όρια της ροκ μουσικής. Ήταν ένα κύκλος εκτεταμένων ημι-αυτοσχέδιων τραγουδιών, τα οποία υποστήριζε μία ακουστική μπάντα, που περιλάμβανε βιμπράφωνο, φλάουτο, κιθάρα, μπάσο, ντραμς κι ένα μικρό τμήμα εγχόρδων.

Ο Βαν Μόρισον σε συναυλία στη Βοστόνη το 1968Ο δίσκος δεν ήταν ούτε ροκ, ούτε φολκ, ούτε τζαζ, και όμως ήταν κάτι και από τα τρία. Σχεδόν αγνοημένο εκείνη την εποχή, το «Astral Weeks» έχει αναγνωριστεί ως ένα από τα πιο συναρπαστικά ποιητικά έργα στην ιστορία του ροκ, ειδικά για το κλασικό κομμάτι του δίσκου, το εννιάλεπτο «Madame George», στο οποίο ο Μόρισον επιτυγχάνει ένα είδος ποιητικής έκστασης εντελώς πρωτόγνωρης για τη ροκ μουσική.

Η τεχνοτροπία του αυτή, επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από την ποίηση των Τζον Νταν, Γουίλιαμ Μπλέικ και Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, την ανακαλύπτουμε και σε επόμενα τραγούδια του, όπως τα «Listen to the Lion» (από τον δίσκο του 1972 «Saint Dominic's Preview») και «Vanlose Stairway (από τον δίσκο του 1982 «Beautiful Vision»). H μελλοντική του μουσική κατεύθυνση υποδηλώθηκε με μεγαλύτερη σαφήνεια από το «Moondance» (1970), το άλμπουμ που διαδέχθηκε το αποτυχημένο εμπορικά «Astral Weeks», στο οποίο πρωταγωνιστούσε μια ζωηρή μικρή μπάντα ριθμ εντ μπλουζ πίσω από τα σφιχτά δομημένα τραγούδια του δίσκου.

Ο Μόρισον εγκατέλειψε την αφηρημένη φολκ/τζαζ του «Astral Weeks» και ενσωμάτωσε στοιχεία της σόουλ, της τζαζ, της ποπ και της ιρλανδέζικης λαϊκής μουσικής. Το τραγούδι του τίτλου ήταν το πιο προφανές παράδειγμα, αλλά και τα κομμάτια «Wild Night» (από το άλμπουμ του 1971 «Tupelo Honey») και «Jackie Wilson Said» (από το άλμπουμ του 1972 «Saint Dominic’s Preview»), με τα οποία αναζήτησε ένα στιλ που επηρέασε το έργο των Τιμ Μπάκλεϊ και Μπρους Σπρίνγκστιν, μεταξύ άλλων.

Κινούμενος μεταξύ Καλιφόρνιας, Ιρλανδίας και Λονδίνου, ο Μόρισον φάνηκε να αγνοεί το κοινό γούστο. Το ενδιαφέρον του για την κέλτικη μουσική εκδηλώθηκε μέσα από τη συνεργασία του με το εμβληματικό συγκρότημα των The Chieftains, όπως και η αγάπη του για την τζαζ με εμφανίσεις στο ονομαστό Ronnie Scott's Club του Λονδίνου. Συνέχισε να γράφει τραγούδια στο δικό του όλο και πιο σύνθετο ύφος, που αναδείκνυαν μία βαθιά και ανεκπλήρωτη πνευματική λαχτάρα, κυκλοφορώντας άλμπουμ σε σχεδόν κάθε χρόνο και απολαμβάνοντας την αγάπη και εκτίμηση των πιστών οπαδών του και των μουσικών του.

Το 1993 έγινε δεκτός στο Πάνθεον του Ροκ εντ Ρολ («Rock and Roll Hall of Fame»), αν και αρνήθηκε να παραστεί στην τελετή υποδοχής του. Το 2015 του απονεμήθηκε ο τιμητικός τίτλος του «σερ».

Με την έναρξη της πανδημίας του covid-19, o Βαν Μόρισον εντάχθηκε στο αντιεμβολιαστικό κίνημα, δυσαρεστώντας μεγάλη μερίδα πιστών φίλων της μουσικής του. Κυκλοφόρησε μία σειρά τραγουδιών με φορτισμένα πολιτικά μηνύματα κατά του λοκντάουν, της κοινωνικής απόστασης και της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, τα οποία εντάχθηκαν στον διπλό δίσκο «Latest Record Project, Vol. 1», που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2021, με χαρακτηριστικούς τίτλους «Why Are You on Facebook?», «They Own The Media» και «Western Man».

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ