Ο Μορισέι (Morrissey) είναι από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του λεγόμενου ανεξάρτητου ροκ (indie rock), είτε με τους The Smiths, το συγκρότημα με το οποίο έγινε γνωστός, είτε ως σόλο καλλιτέχνης. Συχνά προκαλεί την προσοχή των μέσων μαζικής ενημέρωσης με τις δηλώσεις του για τη συνηγορία της χορτοφαγίας και των δικαιωμάτων των ζώων, αλλά και με κάποιες άλλες περισσότερο αμφιλεγόμενες (όπως π.χ. για τη βρετανικότητα, τους μετανάστες, και τον αντιευρωπαϊσμό του), που χαρακτηρίζονται ως ρατσιστικές και ακροδεξιές. Πάντως, τη δεκαετία του ‘80 ήταν δεινός επικριτής της Θάτσερ και της βασιλείας με τραγούδια, όπως «Margaret on the Guillotine» (1988) και «The Queen is Dead» (1986).
Είναι όμως ένας χαρισματικός καλλιτέχνης, με τη βαρύτονη φωνή και τη θεατρικότητά του επί σκηνής, που συνεγείρει τους πολυάριθμους θαυμαστές του. Η ξεχωριστή στιχουργική του επαναλαμβάνει συχνά θέματα, όπως η συναισθηματική απομόνωση, η ερωτική λαχτάρα και η αυτοκαταστροφή, ενώ χαρακτηρίζεται από μαύρο χιούμορ και αντικατεστημένες απόψεις.
Πόσοι καλλιτέχνες μπορούν να υπερηφανεύονται ότι έχουν γράψει διαμάντια, όπως τα «Everyday Is Like Sunday» (1988), «Suedehead» (1988), «The Last Of The Famous International Playboys» (1990), «Our Frank» (1991), «The More You Ignore Me» (1994), «The Closer I Get» (1994), Boxers» (1994), «Irish Blood, English Heart» (2004), «First Of The Gang To Die» (2004), «I Have Forgiven Jesus» (2004), «We Hate It When Our Friends Become Successful» (2005), «You Have Killed Me» (2006) και «That’s How People Grow Up» (2008).
Ο Στίβεν Πάτρικ Μορισέι (Μόρισι η ορθή προφορά του επωνύμου του) γεννήθηκε στις 22 Μαΐου 1959 στο Μάντσεστερ της Αγγλίας από γονείς ιρλανδούς μετανάστες. Από μικρός ενδιαφέρθηκε για τη λογοτεχνία, αλλά και για τη μουσική. Οι λογοτεχνικές του επιρροές κυμαίνονταν από τον Όσκαρ Ουάιλντ έως τον Γκαίτε, ενώ μουσικά του είδωλα ήταν ο Ντέιβιντ Μπόουι, ο Ρέι Ντέιβις, ο Μαρκ Μπόλαν και το συγκρότημα «The New York Dolls».
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 ηγήθηκε του πανκ συγκροτήματος «The Nosebleeds» με μικρή επιτυχία και στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη μουσική δημοσιογραφία. Έγραψε αρκετά βιβλία για τη μουσική και τον κινηματογράφο, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το βιβλίο για το κινηματογραφικό του ίνδαλμα, τον ηθοποιό Τζέιμς Ντιν, με τίτλο «James Dean Is Not Dead» (1983).
Το 1982 ο Μορισέι με τον συντοπίτη του κιθαρίστα Τζόνι Μαρ σχημάτισαν το συγκρότημα «The Smiths», που στην πεντάχρονη μουσική του διαδρομή ηγήθηκε του ανεξάρτητου ροκ της δεκαετίας του ‘80. Τη σύνθεση του συγκροτήματος συμπλήρωναν οι συμμαθητές του Μαρ, Άντι Ρουρκ (μπάσο) και Μάικ Τζόις (ντραμς).
Οι Smiths κυκλοφόρησαν τέσσερα άλμπουμ – «The Smiths» (1984), «Meat is Murder» (1985), «The Queen is Dead» (1986), «Strangeways, Here We Come» (1987) – και αρκετά επιτυχημένα σινγκλ, όπως τα «What Difference Does It Make?» (1984), «Heaven Knows I'm Miserable Now» (1984), «Barbarism Begins at Home» (1985), «That Joke Isn't Funny Anymore» (1985), «The Boy with the Thorn in His Side» (1986), «Bigmouth Strikes Again» (1986), «Girlfriend in a Coma» (1987), «I Started Something I Couldn't Finish» (1987), «Last Night I Dreamt That Somebody Loved Me» (1987) και «Stop Me If You Think You've Heard This One Before» (1987).
Το συγκρότημα είχε κριτική αποδοχή, τόσο στην Αγγλία, όσο και στις ΗΠΑ, και αγκαλιάστηκε από ένα πιστό κοινό. Ο Μαρ ήταν ο συνθέτης των τραγουδιών τους κι έδινε γενικά τη μουσική κατεύθυνση του γκρουπ, αλλά ο Mορισέι προσέλκυε την προσοχή με το χαρακτηριστικό του κούρεμα, αλλά και τον πνευματώδη και σαρδόνιο στίχο του. Αποφεύγοντας σκόπιμα τον ανδρισμό του ροκ, καλλιέργησε την εικόνα μιας σεξουαλικά διφορούμενης περσόνας. Οι Smiths διαλύθηκαν το 1987, λόγω της σύγκρουσης δύο διαφορετικών και ισχυρών προσωπικοτήτων, όπως ήταν ο Μαρ και ο Μορισέι.
Το 1988 ο Μόρισεϊ ξεκίνησε τη σόλο καριέρα του με το άλμπουμ «Viva Hate». Αυτό το άλμπουμ κι αυτά που ακολούθησαν – «Kill Uncle» (1991), «Your Arsenal» (1992), και «Vauxhall and I» (1994) – πούλησαν αρκετά και δημιούργησαν πολλά επιτυχημένα σινγκλ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η εικόνα του άρχισε να μετατοπίζεται σ’ ένα πρόσωπο που έπαιζε με το πατριωτικό φαντασιακό και την αρρενωπότητα της εργατικής τάξης. Ο μεγαλύτερος θρίαμβός του ήταν το άλμπουμ «Your Arsenal», που ήταν υποψήφιο για το Γκράμι του καλύτερου εναλλακτικού άλμπουμ. Στην επιτυχία του καθοριστική ήταν η συμβολή του Μικ Ρόνσον, πρώην κιθαρίστα του Ντέιβιντ Μπόουι.
Τα δυο άλμπουμ που έκλεισαν την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα ήταν τα «Southpaw Gramma» (1995) και «Maladjusted» (1997), που δεν είχαν αναλογικά την επιτυχία των προηγουμένων. Η μετεγκατάστασή του στο Λος Άντζελες δημιούργησε ένα μουσικό κενό από το 1998 έως το 2003, προτού κυκλοφορήσει το επιτυχημένο άλμπουμ της επιστροφής, «You Are the Quarry», το 2004.
Τα επόμενα χρόνια κυκλοφόρησε τα άλμπουμ «Ringleader of the Tormentors» (2006), «Years of Refusal» (2009), «World Peace is None of your Business» (2014), «Low in High School» (2017), «California Son» (2019) και «Ι Am Not a Dog on a Chain» (2020), την «Aυτοβιογραφία» του (2013) και το πρώτο του μυθιστόρημα «List of the Lost» (2015).
Ο Μορισέι είναι ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό της ροκ μουσικής και το πιστοποιούν οι εμφανίσεις του στη χώρα μας (1999, 2002, 2006, 2012, 2014).
- Διαβάστε: Μορισέι - Αποφθέγματα