Οικονομολόγος, πανεπιστημιακός δάσκαλος και πολιτικός, με πλούσιο συγγραφικό έργο και πολύχρονη ενεργό συμμετοχή στον δημόσιο βίο της Ελλάδας.
Ο Ιωάννης (Γιάγκος) Πεσμαζόγλου γεννήθηκε την 1η Μαρτίου 1918 στη Χίο. Η καταγωγή της οικογένειάς του ήταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας και το αρχικό της επώνυμο ήταν Πεσμάς. Απόφοιτος της Βαρβακείου Σχολής, σπούδασε Νομικά, Οικονομικές και Πολιτικές Επιστήμες στη Νομική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία και βραβεύθηκε το 1939 για την εργασία του «Η υποκειμενική θεωρία τής αξίας».
Από το 1940 έως το 1944 άσκησε τη δικηγορία στην Αθήνα. Το 1945 αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Νομικής Σχολής με τη διατριβή του «Αγορά εργασίας και εργατική απασχόλησις» και τον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε τη Μιράντα Οικονόμου, με την οποία απέκτησε δύο γιους, τον πανεπιστημιακό Στέφανο Πεσμαζόγλου (γ.1949) και τον πανεπιστημιακό και λογοτέχνη Βασίλη Πεσμαζόγλου (γ.1952). Μέσα στο 1945 μετέβη στην Αγγλία για μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, από το οποίο αναγορεύθηκε διδάκτωρ Οικονομικών το 1949.
Το 1950 εξελέγη υφηγητής και το 1967 καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά μετά από λίγο τέθηκε σε διαθεσιμότητα από το δικτατορικό καθεστώς. Παράλληλα με την επιστημονική και ακαδημαϊκή δραστηριότητά του ανέλαβε καίριες θέσεις στον διοικητικό και κυβερνητικό μηχανισμό και ανέλαβε κρίσιμες αποστολές στο εξωτερικό. Διετέλεσε γενικός διευθυντής τού Υπουργείου Συντονισμού (1951-1955), οικονομικός σύμβουλος της Τραπέζης της Ελλάδος (1955¬1960) και υποδιοικητής της από το 1960, θέση από την οποία παραιτήθηκε στις 3 Αυγούστου 1967.
Υπήρξε αρχηγός της ελληνικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις για τη σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) κατά τα έτη 1958-1961, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή και διετέλεσε πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Ευρωπαϊκής Συνεργασίας (1962-1965). Έλαβε μέρος σε κυβερνητικές οικονομικές αποστολές και στις ετήσιες συνελεύσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (1955-1967). Το 1958 υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του Βασιλικού Ιδρύματος Ερευνών (νυν Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών).
Τον Μάιο του 1970 αποχώρησε από το πανεπιστήμιο και το 1971 ανέλαβε την προεδρία της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων (ΕΜΕΠ). Τον επόμενο χρόνο η εταιρεία διαλύθηκε από το δικτατορικό καθεστώς και ο πρόεδρος και τρία μέλη τού συμβουλίου της εξορίστηκαν. Ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου παρέμεινε εξόριστος από τις 10 Μαΐου ως τις 19 Δεκεμβρίου 1972 στη Δεσκάτη Γρεβενών και στο Θέρμο Τριχωνίδος. Συνελήφθη εκ νέου από τη Γενική Ασφάλεια (20-21 Μαρτίου 1973) και πάλι από την Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία, οπότε κρατήθηκε σε απομόνωση από τις 24 Απριλίου έως τις 23 Αυγούστου 1973.
Μετά τη Μεταπολίτευση συμμετείχε στην υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ως υπουργός Οικονομικών μέχρι τις 9 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1974 εξελέγη βουλευτής Α' Αθηνών την Ένωση Κέντρου - Νέες Δυνάμεις (ΕΚΝΔ) και διετέλεσε πρόεδρος της Διακομματικής Αντιπροσωπείας της Βουλής των Ελλήνων στη Μικτή Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ελλάδος - ΕΟΚ (1975). Το 1977 εξελέγη βουλευτής με την Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου (ΕΔΗΚ, διάδοχο σχήμα της ΕΚΝΔ), αλλά τον επόμενο χρόνο ανεξαρτητοποιήθηκε.
Το 1979 ίδρυσε το Κόμμα του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (ΚΟΔΗΣΟ), με το οποίο εξελέγη ευρωβουλευτής το 1981. Το 1985 συνεργάστηκε με τη Νέα Δημοκρατία κι εξελέγη βουλευτής Α' Αθηνών και ευρωβουλευτής το 1989.
Το 1992 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1995 Πρόεδρός της. Τιμήθηκε με πολλά παράσημα, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, ενώ άφησε πίσω του πλούσιο συγγραφικό έργο.
Ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου πέθανε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2003, σε ηλικία 85 ετών.