Ηγετική και συνάμα τραγική μορφή της Εθνικής Αντίστασης κατά την περίοδο της γερμανοϊταλικής κατοχής, υποστράτηγος του ΕΛΑΣ και σημαίνον στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να διχάζει με τη δράση του. Για τους Αριστερούς είναι ο ήρωας, που ενσάρκωσε τα προδομένα οράματα της παράταξης και για τους Δεξιούς ένας βίαιος εγκληματίας και σφαγέας αθώων πολιτών.
Ο Αθανάσιος Κλάρας, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 27 Αυγούστου 1905 στη Λαμία. Ο πατέρας του Δημήτριος ήταν δικηγόρος και η μητέρα του Αγλαΐα Ζέρβα καταγόταν από οικογένεια συμβολαιογράφου και πιθανώς να είχε μακρινή συγγένεια με τον Ναπολέοντα Ζέρβα, τον ορκισμένο εχθρό του κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ο αδελφός του ήταν ο διακεκριμένος δημοσιογράφος Μπάμπης Κλάρας (1910-1987).
Σε ηλικία 14 ετών αποβλήθηκε από το Γυμνάσιο λόγω κακής διαγωγής και γράφτηκε στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή της Λάρισας, από την οποία αποφοίτησε το 1922. Μετά από μία σύντομη καριέρα δημοσίου υπαλλήλου στη Δράμα και τα Τρίκαλα, κατέβηκε στην Αθήνα το 1924, οπότε και εντάχθηκε στην κομμουνιστική νεολαία και κατόπιν στο ΚΚΕ.
Το 1925 κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και λόγω των γνώσεών του έγινε δεκανέας Πυροβολικού. Μόλις έγινε γνωστή η κομμουνιστική του δράση καθαιρέθηκε και στάλθηκε σε μονάδα ανεπιθυμήτων στο Καλπάκι. Μετά την απόλυσή του αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στον αγώνα για τη διάδοση των αρχών του κομουνισμού με το ψευδώνυμο «Μιζέριας».
Φυλακίστηκε επανειλημμένα και εξορίστηκε πολλές φορές έως το 1940 για την πολιτική του δράση. Το 1936 καταδικάστηκε σε τετραετή φυλάκιση από τη δικτατορία Μεταξά για παράβαση το νόμου 117/36 «Περί μέτρων προς καταπολέμησιν του κομμουνισμού και των εκ τούτου συνεπειών». Τον Ιούλιο του 1939 αποφυλακίστηκε από τις φυλακές της Κερκυρας, αφού προηγουμένως είχε υπογράψει «δήλωση μετανοίας», αποκηρύσσοντας τον κομουνισμό και το ΚΚΕ, ενέργεια ατιμωτική για ένα κομμουνιστή, που θα τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή.
Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου υπηρέτησε στη Μακεδονία ως στρατιώτης του πυροβολικού στο 3ο Σύνταγμα. Μετά την κατάρρευση του μετώπου επέστρεψε στην Αθήνα.
Η αντιστασιακή δράση του άρχισε τον Μάιο του 1942, όταν συγκρότησε ομάδα από 15 άνδρες και άρχισε τον αγώνα από το χωριό Δομνίστα της Ευρυτανίας στις 7 Ιουνίου, όπου διακήρυξε πως ο αγώνας γίνεται και κατά των ντόπιων συνεργατών του κατακτητή. Την περίοδο εκείνη απέκτησε και το ψευδώνυμο Άρης Βελουχιώτης, από τον Άρη, τον θεό του πολέμου και το βουνό Βελούχι (Τυμφρηστός η επίσημη ονομασία του).
Με τις πρώτες του πράξεις έχει δημιουργήσει την εικόνα του σκληρού, μα δίκαιου τιμωρού των προδοτών, όπως έλεγε, του έθνους. Στις 9 Ιουνίου, επιτέθηκε με τους άνδρες του στο τσιφλίκι του Μαραθέα, στο Νέο Μοναστήρι Δομοκού. Ο Μαραθέας είχε τη φήμη σκληρού τσιφλικά και συνεργάτη των Ιταλών. Σε πρόσφατη αναταραχή, που δημιουργήθηκε από τους κολίγους που δούλευαν για λογαριασμό του, κάλεσε τους ιταλούς φίλους του και σκότωσαν δέκα από αυτούς, χωρίς άλλη διαδικασία. Οι ένοπλοι αντάρτες σκότωσαν το Μαραθέα και πήραν τα παιδιά του ως ομήρους. Η πρωτοβουλία αυτή του Άρη που θεωρήθηκε από πολλούς ακραία, αντιμετωπίστηκε από τους κατοίκους της περιοχής μάλλον με θετικό τρόπο.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1942 το τμήμα του Άρη δίνει την πρώτη μάχη στη χαράδρα της Ρεκάς στην Γκιώνα κατά ιταλικού αποσπάσματος και στις 29 Οκτωβρίου αντιμετωπίζει με επιτυχία ένα ιταλικό λόχο στο Κρίκελο της Ευρυτανίας. Η φήμη του εδραιώθηκε μετά την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου (25-26 Νοεμβρίου 1942), η οποία πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία αντάρτικών ομάδων του ΕΛΑΣ υπό τον Βελουχιώτη και του ΕΔΕΣ υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα και άγγλων αξιωματικών. Ακολούθησε στις 18 Δεκεμβρίου 1942 η επιτυχία του κατά τη σύγκρουσή του με ιταλικό σύνταγμα στο Μικρό Χωριό Ευρυτανίας.
Μετά την επιτυχία που είχε η συνεργασία των αντάρτικων ομάδων στην ανατίναξη του Γοργοποτάμου, καταβλήθηκε προσπάθεια για την εδραίωση της συνεργασίας των αντιστασιακών οργανώσεων και ομάδων. Οι προσπάθειες αυτές δεν καρποφόρησαν και η αποτυχία επισφραγίστηκε ύστερα από μία άκαρπη συνάντηση του Βελουχιώτη με τον Ζέρβα και τον υπαρχηγό της Βρετανικής Αποστολής Κρις Γούντχαουζ στη Ροβελίστα της Ηπείρου τον Δεκέμβριο του 1942.
Η αποτυχία αυτή είχε ως επακόλουθο την ένταση μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων και αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των αντάρτικων ομάδων, αποκορύφωμα των οποίων ήταν η στυγνή σφαγή του συνταγματάρχη Δημητρίου Ψαρρού, συνιδρυτή της αντιστασιακής οργάνωσης (σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων), ΕΚΚΑ (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση), από άνδρες του Βελουχιώτη στις 17 Απριλίου 1944 στο Κλήμα Φωκίδας. Για το έγκλημα αυτό θεωρήθηκε από πολλούς υπεύθυνος ο Άρης, αν και είναι βέβαιο ότι ο ίδιος προσωπικά δεν ήταν παρών στη δολοφονία.
Από τη Ρούμελη ο Βελουχιώτης στάλθηκε στην Πελοπόννησο και πολέμησε ως επικεφαλής του ΕΛΑΣ της περιοχής εναντίον των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας, που αποτελούσαν τις δυνάμεις ασφαλείας της κατοχικής κυβέρνησης Ράλλη. Ιδιαίτερα αιματηρές για τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν οι συγκρούσεις που έγιναν σε πολλές πόλεις της Πελοποννήσου μετά τον Σεπτέμβριο του 1944, όταν άρχισαν να αποχωρούν οι Γερμανοί. Η Μάχη του Μελιγαλά (13-15 Σεπτεμβρίου 1944) και η επακολουθήσασα σφαγή «επί δικαίων και αδίκων» από τους άνδρες του Άρη εξακολουθεί να διχάζει μέχρι σήμερα.
Στις πόλεις που καταλαμβάνονταν από τον ΕΛΑΣ άρχισαν να λειτουργούν «λαϊκά δικαστήρια» και με συνοπτική διαδικασία εκτελέστηκαν πολλοί, ανάμεσα στους οποίους και αρκετοί αθώοι, που εκτελέστηκαν απλώς για τις πολιτικές τους αντιλήψεις ή την κοινωνική τους τάξη. Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1944, ο Βελουχιώτης, με τη μεσολάβηση του υπουργού της εξόριστης κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας Παναγιώτη Κανελλόπουλου, δέχθηκε να αναστείλει τη λειτουργία των έκτακτων στρατοδικείων του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο κι έφυγε για τη Ρούμελη τον επόμενο μήνα, τις μέρες της αποχώρησης των Γερμανών από την Ελλάδα. Αποχαιρετώντας τους Μοραΐτες καπετάνιους του ΕΛΑΣ, τους ευχήθηκε «Καλή αντάμωση στα γουναράδικα», μια φράση που επανήλθε πρόσφατα στην επικαιρότητα από τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Βαγγέλη Διαμαντόπουλο.
Τον Νοέμβριο του 1944 σε σύσκεψη καπετάνιων του ΕΛΑΣ πρότεινε να ετοιμαστεί ο ΕΛΑΣ για την αναμενόμενη σύγκρουση με τους Άγγλους, αντικρούστηκε όμως από τον καπετάνιο της Ομάδας Μεραρχιών της Μακεδονίας Μάρκο Βαφειάδη και τελικά ο Βελουχιώτης δεν έλαβε μέρος στα «Δεκεμβριανά».
Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουάριου 1945), υπέγραψε με τον στρατιωτικό αρχηγό του ΕΛΑΣ, Στέφανο Σαράφη, την αποστράτευση των αντάρτικων ομάδων, κατηγόρησε όμως με δριμύτητα την πολιτική ηγεσία του ΕΑΜ για την εσφαλμένη τακτική της, που κατά την άποψή του οδηγούσε στην εγκαθίδρυση των Άγγλων στην Ελλάδα και στη δίωξη των αγωνιστών του ΕΑΜ. Ο ίδιος ήταν από τους πιο επίμονους υπέρμαχους για τη μετατροπή του αντιστασιακού αγώνα σε κοινωνικό - πολιτικό και την επιβολή «λαοκρατικού» καθεστώτος. Έτσι, στο Γαρδίκι, παρά την αρχική αποδοχή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, διακήρυξε την ανάγκη να συνεχιστεί ο αγώνας εναντίον «του νέου ζυγού», η ενέργειά του όμως αυτή προκάλεσε την αντίδραση όχι μόνο της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Στις 16 Ιουνίου 1945 το κόμμα του τον αποκήρυξε και τον διέγραψε με δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη», την ίδια ημέρα που ο ίδιος αποφάσισε να τερματίσει τη ζωή του, όταν βρέθηκε περικυκλωμένος από παραστρατιωτικές ομάδες και μονάδες του Στρατού στη Μεσούντα της Άρτας.
Το πτώμα του αποκεφαλίστηκε από τους άνδρες των παραστρατιωτικών ομάδων και κρεμάστηκε μαζί με του συντρόφου του Τζαβέλα σε κεντρικό φανοστάτη των Τρικάλων. Ακολούθησε τρικούβερτο γλέντι από τους διώκτες του, που κράτησε μέχρι πρωίας. Σε ερώτησε στη Βουλή των Κοινοτήτων από βουλευτές του Εργατικού Κόμματος για το «βάρβαρο της πράξης», ο αρμόδιος υπουργός απάντησε ότι αυτό αποτελεί «αρχαιοελληνικό πολεμικό έθιμο».
Τα κατοπινά χρόνια, δύο φορές το ΚΚΕ απεκατέστησε πολιτικά τον Άρη Βελουχιώτη, στις 20 Ιουνίου 1962 και στις 16 Ιουλίου 2011.