Το σπανάκι (Spinacea Olarecea η επιστημονική του ονομασία) δεν είναι μόνο ένα νόστιμο λαχανικό, που τρώγεται μαγειρεμένο (σπανακόρυζο) ή ωμό σε σαλάτες, αλλά και χρήσιμο στον ανθρώπινο οργανισμό λόγω της υψηλής περιεκτικότητός του σε σίδηρο και βιταμίνες Α και C.
Πιστεύεται ότι το σπανάκι έλκει την καταγωγή του από την αρχαία Περσία και τις γύρω περιοχές. Οι άραβες έμποροι το έφεραν στην Ινδία και στη συνέχεια πέρασε στην Κίνα στα μέσα του έβδομου αιώνα. Στις μέρες μας η Κίνα είναι η μεγαλύτερη παραγωγός σπανακιού, με το 92% της παγκόσμιας παραγωγής (περίπου 25 εκ. τόνοι). Η Ελλάδα με 37.000 τόνους βρίσκεται στην 20ή θέση και η Κύπρος στην 51η με 500 τόνους.
Στην Ευρώπη, το σπανάκι εισήχθη πρώτα στη Σικελία από τους Σαρακηνούς (Αραβομουσουλμάνους) τον 9ο αιώνα και μέχρι τον 15ο αιώνα είχε κατακτήσει τη Δυτική Ευρώπη. Η αντοχή του στα ψυχρά κλίματα και η συγκομιδή του στις αρχές της άνοιξης, όταν τα άλλα λαχανικά σπάνιζαν, το κατέστησαν απαραίτητο έδεσμα στη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Το σπανάκι κέρδισε πολύ σε κύρος, όταν η Αικατερίνη των Μεδίκων έγινε βασίλισσα της Γαλλίας το 1547. Με καταγωγή από τη Φλωρεντία, διέταξε τους σεφ της Αυλής να συνοδεύουν κάθε γεύμα της με σπανάκι. Ακόμα και σήμερα πολλά πιάτα που παρασκευάζονται με σπανάκι ονομάζονται «Φλωρεντινά».
Τη δεκαετία του 1930, η εμφάνιση του Ποπάι, του ήρωα των κόμιξ που τρώει σπανάκι για ν’ αποκτήσει υπεράνθρωπες ιδιότητες, έδωσε νέα ώθηση στο λαχανικό με τα πλατιά πράσινα φύλλα. Τουλάχιστον στις ΗΠΑ η κατανάλωσή του αυξήθηκε ραγδαία, με αποτέλεσμα οι σπανακοπαραγωγοί να του στήσουν άγαλμα στο Κρίστι Σίτι, μια πόλη του Τέξας που ζει κυρίως απ' το σπανάκι.