Στις 31 Οκτωβρίου 1517, ο γερμανός θεολόγος και ιερωμένος Μαρτίνος Λούθηρος (1483-1546), αναρτά στην είσοδο της εκκλησίας των Αγίων Πάντων της Βιτεμβέργης ένα χαρτί με 95 θέσεις – επαναστατικές απόψεις του, που θα αποτελέσουν την αφετηρία της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης.
Ο Λούθηρος υπήρξε μία από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες της Χριστιανοσύνης, με επιρροή που ξεπερνά τα όρια της θρησκείας. Πρωτοστάτησε στη θρησκευτική Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα στη Δυτική Χριστιανοσύνη, η οποία μορφοποιήθηκε στον Προτεσταντισμό (Διαμαρτύρηση), το θρησκευτικό εκείνο δόγμα που αμφισβήτησε την πρωτοκαθεδρία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και του Πάπα στους κόλπους του Χριστιανισμού.
Το 1512 ο Μαρτίνος Λούθηρος διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης, όπου δίδασκε την ερμηνεία της Βίβλου. Στον άνεμο της ανανέωσης που φυσούσε στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, ηγήθηκε στην εφαρμογή ενός νέου προγράμματος για την αντικατάσταση του Αριστοτέλη και του Σχολαστικισμού από ένα χριστιανικό ανθρωπισμό, βασισμένου στην απευθείας μελέτη της Βίβλου και στους πρώτους Πατέρες της Εκκλησίας, με έμφαση στον Αυγουστίνο.
Η τακτική μελέτη της Αγίας Γραφής, η αγνή θρησκευτικότητά του και η προσήλωσή του στη διδασκαλία του Ιησού, τον έπεισαν ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είχε διαστρεβλώσει το νόημα του Χριστιανισμού. Ιδιαίτερα αντιτάχθηκε στην παπική διδασκαλία για τα συγχωροχάρτια, τα οποία αγοράζουν οι αμαρτωλοί προκειμένου να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους και υποστήριξε ότι είναι πράξη ανήθικη που αντιβαίνει το νόημα και τη διδασκαλία του χριστιανισμού.
Την περίοδο εκείνη περιφερόταν στη Γερμανία ένας μοναχός ονόματι Γιόχαν Τέτσελ, εξουσιοδοτημένος από το Πάπα Λέοντα Ι και τον Αρχιεπίσκοπο του Μάιντς να μοιράζει συγχωροχάρτια για την ανακαίνιση του Αγίου Πέτρου της Ρώμης. Οι παράλογες απαιτήσεις του εμπόρου συγχωροχαρτιών έπεισαν τον Λούθηρο να δράσει κι έτσι στις 31 Οκτωβρίου 1517 θυροκόλλησε στην εκκλησία των Αγίων Πάντων τις περίφημες «95 θέσεις» για «να φέρει στο φως την αλήθεια». Στο κείμενό του αυτό καταφερόταν εμμέσως εναντίον του Πάπα, τον οποίο κατηγορούσε ότι νοθεύει τη χριστιανική διδασκαλία.
Οι αντιδράσεις υπήρξαν άμεσες τόσο στην τοπική εκκλησία όσο και στο Βατικανό. Στις 25 Απριλίου 1518 απαλλάχθηκε από τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα και στις 3 Ιανουαρίου 1521 ο Πάπας Λέων I' (καταγόμενος από την οικογένεια των Μεδίκων) τον αφόρισε. Και σαν να μην έφτανε η εκκλησιαστική καταδίκη, στις 15 Απριλίου του ίδιου χρόνου κλήθηκε να παρουσιαστεί ενώπιον του αυτοκρατορικού συμβουλίου της Βορμς, προκειμένου να απολογηθεί για τα κηρύγματά του. Αρνήθηκε, όμως, λέγοντας πως τότε μόνο θα παραδεχθεί ότι έχει άδικο και πως αυτά που υποστηρίζει είναι λαθεμένα, αν του φέρουν αποδείξεις από την Αγία Γραφή.
Στις 26 Μαΐου 1521 ο γερμανός αυτοκράτορας Κάρολος Ε’ με το έδικτο της Βορμς τον κήρυξε παράνομο, αιρετικό και απαγόρευσε την κυκλοφορία των έργων του. Με το διάταγμα αυτό δόθηκε η δυνατότητα στον καθένα να τον σκοτώσει χωρίς συνέπειες. Προστασία βρήκε στον πύργο του πρίγκηπα Φρειδερίκου, Εκλέκτορα της Σαξωνίας, όπου τα επόμενα δέκα χρόνια μετέφρασε τη Βίβλο στα γερμανικά.