Δεν πέθανες! Στην κάμαραν ακόμα τ’ άρωμά σου
είναι απλωμένο ως τώρα δα να μ’ άφησες, κι απάνω
στον καναπέ ατέλειωτο μένει το κέντημά σου
και το κομμάτι πού ’παιζες είναι ανοιχτό στο πιάνο.
Απάνω στο τραπέζι μου πάντα η δική σου εικόνα,
που πάντα με την ήρεμη ματιά της με κοιτάζει,
και δεν είναι ο άνεμος, μα είσαι εσύ, την πόρτα
που μισανοίγεις για να μπεις την ώρα που βραδυάζει.
Δεν πέθανες. Είσαι παντού και είσαι μέσα σ’ όλα:
στων ρόδων το ξεφύλλισμα, στο στεναγμό του αγέρα,
στα νέφη που χρυσίζουνε σαν πάει να σβήσει η μέρα
κι ως και τις νύχτες δίπλα μου σε νοιώθω ξαπλωμένη...
Δεν πέθανες. Αδιάφορο οι μήνες κι αν περνάνε:
τότε οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε!