Καπνός

Ο Άνσελμ Χόλαντ είχε έρθει στο Τζέφερσον πριν πολλά χρόνια. Κανείς δεν ήξερε από που. Αλλά τότε ήταν νέος και ικανός άνθρωπος, ή τουλάχιστον με επιβλητικό παράστημα, αφού μέσα σε τρία χρόνια είχε παντρευτεί τη μοναχοκόρη ενός ανθρώπου που είχε οκτώ χιλιάδες στρέμματα της καλύτερης γης στην περιοχή και πήγε να ζήσει στο σπίτι του-πεθερού του, όπου δύο χρόνια αργότερα η γυναίκα του γέννησε δίδυμα αγόρια και όπου λίγα ακόμη χρόνια μετά πέθανε ο πεθερός του και άφησε στον Χόλαντ όλη την περιουσία, που ήταν στο όνομα της γυναίκας του. Αλλά ακόμη και πριν συμβεί αυτό το γεγονός, εμείς στο Τζέφερσον τον είχαμε ακούσει να μιλά λιγάκι πιο δυνατά για «τη γη μου και τα σπαρτά μου» και όσων από μας που οι πατεράδες και οι παππούδες είχαν μεγαλώσει στην περιοχή, τον κοιτούσαμε κάπως λοξά και μ' ένα κάπως κρύο βλέμμα, έχοντας ακούσει γι' αυτόν (από λευκούς και νέγρους με τους οποίους είχε κάνει κατά καιρούς δουλειές) ότι είναι αδίστακτος και βίαιος. Αλλά, από σεβασμό στη γυναίκα του και στον πεθερό του, του συμπεριφερόμασταν με ευγένεια. Όταν πέθανε και η γυναίκα του, τα δίδυμα ήταν ακόμη μικρά, νομίζαμε όλοι πως αυτός ήταν υπεύθυνος και πως η ζωή της εξαντλήθηκε λόγω της βίαιης συμπεριφοράς του βάναυσου αυτού ξενόφερτου. Και όταν μια μέρα, πριν από έξι μήνες, τον βρήκαν νεκρό, με το πόδι πιασμένο στον αναβολέα της σέλας του αλόγου που καβαλούσε και με πολλά κατάγματα στο σώμα, γιατί το άλογο προφανώς τον είχε σύρει πάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές (το άλογο είχε ακόμη στην πλάτη και στις λαγόνες του τα σημάδια των χτυπημάτων από μια έκρηξη βίας του αφεντικού του), κανείς μας δεν τον λυπήθηκε, γιατί λίγο καιρό πριν είχε κάνει μια πράξη που για ανθρώπους αυτής της περιοχής, με τη συγκεκριμένη νοοτροπία, εκείνον τον συγκεκριμένο καιρό, αποτελούσε ασυγχώρητο έγκλημα. Τη μέρα που πέθανε μαθεύτηκε ότι είχε ανασκάψει τους τάφους στο οικογενειακό νεκροταφείο, όπου υπήρχαν οι σοροί των συγγενών της γυναίκας του, και ανάμεσά τους και τον τάφο όπου βρισκόταν για τριάντα χρόνια τώρα η γυναίκα του. Ετσι, ο τρελαμένος, γεμάτος μίσος, γέρος θάφτηκε ανάμεσα στους τάφους που είχε επιχειρήσει να συλήσει και μερικές μέρες αργότερα έγινε το άνοιγμα της διαθήκης του. Και, χωρίς καμιά έκπληξη, μάθαμε το περιεχόμενο της διαθήκης. Δεν μας εξέπληξε να μάθουμε ότι ακόμη και απ' τον τάφο είχε δώσει το τελευταίο χτύπημα στους μοναδικούς που μπορούσε πια να προσβάλλει: αυτούς που ήταν σάρκα και αίμα του.
Τον καιρό του θανάτου του πατέρα τους οι δίδυμοι ήταν σαράντα χρόνων. Ο νεότερος, ο Άνσελμ τζούνιορ, υποτίθεται πως ήταν ο ευνοούμενος της μητέρας του -ίσως επειδή έμοιαζε πιο πολύ στον πατέρα του. Πάντως, μετά το θάνατο της, όταν οι δίδυμοι ήταν ακόμη παιδιά, ακούγαμε για φασαρίες ανάμεσα στον γέρο Ανσε και τον Ανσε τζούνιορ, ενώ ο άλλος δίδυμος, ο Βιργίνιος, ανέλαβε το ρόλο του μεσολαβητή και άντεχε, τελικά, να τον βρίζουν οι άλλοι δύο. Ο Βιργίνιος ήταν περίεργος άνθρωπος. Και ο νέος Ανσε ήταν κάτι το ιδιαίτερο -στα είκοσι του έφυγε απ' το σπίτι και έλειψε δέκα χρόνια. Οταν γύρισε, ήταν άντρας πλέον και ζήτησε απ' τον πατέρα του επίσημα να διαιρεθεί η γη, που τώρα ανακαλύψαμε ότι ο γέρος Ανσε τη διαχειριζόταν μόνο ως εκπρόσωπος των παιδιών του, και να του δοθεί το μερίδιο του. Ο γέρος Ανσε αρνήθηκε βίαια. Ο τρόπος που το ζήτησε ήταν αναμφίβολα εξίσου βίαιος, γιατί οι δυο τους, ο γέρος και ο νέος Ανσε, έμοιαζαν τόσο πολύ. Το παράξενο ήταν ότι ο Βιργίνιος πήρε το μέρος του πατέρα του. Ετσι ακούσαμε τότε. Η γη, πάντως, παρέμεινε αδιαίρετη και, όπως μάθαμε εκ των υστέρων, στο μέσο μιας υπερβολικής βίαιης σκηνής, ακόμη και γι' αυτούς -μια τόσο βίαιη σκηνή που οι νέγροι υπηρέτες έφυγαν τρέχοντας απ' το σπίτι και κοιμήθηκαν αλλού εκείνο το βράδυ- ο νέος Ανσε έφυγε ξανά, παίρνοντας μαζί του ένα ζευγάρι μουλάρια που του ανήκε. Και από εκείνη την ημέρα μέχρι το θάνατο του πατέρα του, ακόμη και μετά που αναγκάστηκε και ο Βιργίνιος να εγκαταλείψει το σπίτι, ο Άνσελμ δεν ξαναμίλησε ποτέ, ούτε με τον πατέρα του ούτε με τον αδελφό του. Αυτή τη φορά, όμως, δεν έφυγε από την περιοχή. Πήγε στους λόφους (απ' όπου μπορεί να παρακολουθεί τι κάνουν ο γέρος και ο Βιργίνιος», σκεφτήκαμε όλοι μας και μερικοί δεν δίστασαν να το πουν δημόσια) και για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια έζησε μόνος του σε μια καλύβα με δύο δωμάτια και βρόμικο πάτωμα, σαν ερημίτης, μαγειρεύοντας μόνος του και κατεβαίνοντας στην πόλη πίσω απ' τα μουλάρια του, όχι συχνότερα από τέσσερις φορές το χρόνο. Λίγο νωρίτερα είχε συλληφθεί και δικαστεί για παραγωγή ουίσκι. Δεν υπερασπίστηκε καθόλου τον εαυτό του, αρνήθηκε να δηλώσει είτε αθώος είτε ένοχος, για την εν λόγω υπόθεση, αρνούμενος έστω και αυτή την ικανοποίηση του δικαστή. Του επιβλήθηκε πρόστιμο, και έγινε έξαλλος σαν τον πατέρα του όταν ο αδελφός του Βιργίνιος προσφέρθηκε να πληρώσει το πρόστιμο. Προσπάθησε να επιτεθεί στον Βιργίνιο μέσα στο δικαστήριο, ζήτησε ο ίδιος να πάει φυλακή και οκτώ μήνες αργότερα του δόθηκε χάρη λόγω καλής συμπεριφοράς. Ετσι γύρισε στην καλύβα του -ένας μελαψός, σιωπηλός άντρας, με σκαμμένο πρόσωπο, που τόσο οι γείτονες όσο και οι ξένοι τον απέφευγαν συστηματικά.
Ο άλλος δίδυμος, ο Βιργίνιος, παρέμεινε σπίτι και δούλευε τη γη που ο πατέρας του δεν την τίμησε όσο ζούσε. (Έλεγαν για τον γέρο Ανσε: «Απ' όπου και να ήρθε κι όπως και να μεγάλωσε, σίγουρα δεν ήταν αγρότης». Κι έτσι λέγαμε μεταξύ μας κάτι που πρέπει να ήταν η αλήθεια: «Αυτή είναι η μοναδική διαφορά ανάμεσα σ' αυτόν και τον νέο Ανσε: ότι ο τελευταίος βλέπει τον πατέρα του να κακομεταχειρίζεται τη γη που η μητέρα του είχε προορίσει γι' αυτόν και το Βιργίνιο».) Κι όμως, ο Βιργίνιος περέμεινε. Δεν πρέπει να ήταν πολύ διασκεδαστικό γι' αυτόν και λέγαμε αργότερα ότι ο Βιργίνιος όφειλε να ξέρει πως μια τέτοια συμφωνία δεν είχε μέλλον. Κι ακόμη αργότερα, λέγαμε «ίσως δεν ήξερε». Γιατί αυτός ήταν ο Βιργίνιος. Δεν γνώριζες ποτέ τι σκεφτόταν. Ο γέρος Ανσε και ο νέος Ανσε ήταν σαν το νερό. Σκοτεινό νερό, ίσως, αλλά οι άνθρωποι μπορούσαν να καταλάβουν με ποιους έχουν να κάνουν. Κανείς όμως δεν μπορούσε να ξέρει τι σκεφτόταν ή τι έπραττε ο Βιργίνιος, παρά μόνο εκ των υστέρων. Δεν μάθαμε τι είχε συμβεί ούτε τότε, όταν ο Βιργίνιος, που είχε για δέκα χρόνια αντέξει μόνος του, χωρίς τον νέο Ανσε, τελικά έφυγε κι αυτός. Δεν είπε τίποτα, ούτε καν στον Γκράνμπι Ντοντζ. Αλλά ξέραμε όλοι μας τον γέρο Ανσε και τον Βιργίνιο και μπορούσαμε να φανταστούμε τι είχε γίνει:
Για ένα περίπου χρόνο από τότε που ο νέος Ανσε είχε πάρει τα μουλάρια του και είχε πάει στους λόφους, βλέπαμε τον γέρο Ανσε να κατατρώγεται απ' το μίσος. Και μια μέρα ξέσπασε μάλλον κάπως έτσι: «Νομίζεις ότι τώρα που έφυγε ο αδελφός σου μπορείς να τεμπελιάζεις και να τα πάρεις όλα;»
«Δεν τα θέλω όλα» είπε ο Βιργίνιος. «Απλώς θέλω το μερίδιο μου».
«Αχ», είπε ο γέρος Ανσε. «Μήπως θα ήθελες να μοιραστεί τώρα ακριβώς; Οπως ήθελε και ο αδελφός σου, να διαιρεθεί όταν ενηλικιωθήκατε;» «Θα προτιμούσα να είχα λίγη γη και να τη δούλευα σωστά παρά να τη βλέπω στην κατάσταση που είναι τώρα», είπε ο Βιργίνιος, πάντοτε δίκαιος και ήπιος -κανείς στην περιοχή δεν τον είχε δει ποτέ να χάνει την ψυχραιμία του, ούτε καν να είναι εκνευρισμένος, ακόμη και τότε που ο Άνσελμ προσπάθησε να τον πολεμήσει στο δικαστήριο για εκείνο το πρόστιμο.
«Θα το ήθελες, ε;» είπε ο γέρος Ανσε. «Κι εγώ που τη δούλευα και πλήρωνα τους φόρους γι' αυτήν, ενώ εσύ και ο αδελφός σου βάζατε λεφτά στην άκρη, αφορολόγητα».
«Ξέρεις πολύ καλά ότι ο Ανσε δεν εξοικονόμησε ποτέ ούτε δεκάρα»,είπε ο Βιργίνιος. «Πες ό,τι θέλεις γι' αυτόν, αλλά μην τον κατηγορείς για απληστία». «Ναι, για τ' όνομα του Θεού! Ήταν αρκετά άντρας να εμφανιστεί και να απαιτήσει ό,τι νόμιζε δικό του και να εξαφανιστεί όταν δεν πήρε τίποτα. Αλλά εσύ, εσύ περιφέρεσαι εδώ γύρω, περιμένοντας να πεθάνω εγώ, μ' εκείνη την καταραμένη υποκρισία σου. Πλήρωσε μου τους φόρους για το μερίδιο σου από τότε που πέθανε η μάνα σου και πάρ' το».
«Όχι», είπε ο Βιργίνιος. «Δεν το κάνω αυτό».
«Όχι», είπε κι ο γέρος Ανσε. «Οχι. Και βέβαια όχι. Γιατί να ξοδέψεις τα λεφτά σου για το μισό όταν μπορείς να περιμένεις και να τα πάρεις όλα κάποια μέρα, χωρίς να έχεις ξοδέψει δεκάρα». Φανταζόμασταν τον γέρο Ανσε (μέχρι αυτό το σημείο τους βλέπαμε να κάθονται και να μιλάνε σαν πολιτισμένοι άνθρωποι) να σηκώνεται, με τα πλούσια μαλλιά και τα πυκνά φρύδια του. «Εξω απ' το σπίτι μου!» είπε. Αλλά ο Βιργίνιος δεν κουνήθηκε, δεν σηκώθηκε, απλώς παρακολουθούσε τον πατέρα του. Ο γέρος Ανσε τον πλησίασε, με το χέρι σηκωμένο. «Φύγε, Φύγε απ' το σπίτι μου. Μα τον Θεό, θα...»
Τότε έφυγε ο Βιργίνιος. Δεν βιαζόταν, ούτε έτρεχε. Μάζεψε τα πράγματά του (κάτι λίγα που είχε) και πήγε τέσσερα ή πέντε μίλια μακριά να ζήσει μ' έναν ξάδελφό του, γιο ενός μακρινού συγγενή της μητέρας του. Ο ξάδελφος ζούσε μόνος του, σε μια καλή φάρμα, αν και βαριά υποθηκευμένη τώρα, γιατί ούτε ο ξάδελφος ήταν αγρότης, αλλά μισός έμπορας και μισός ιεροκήρυκας -ήταν κοντός, απερίγραπτος άντρας, με πυρρόξανθα μαλλιά που μετά από μια ματιά κανείς δεν θα τον θυμόταν - και μάλλον δεν είχε επιτυχία ούτε σ' αυτές τις δύο δουλειές του. Ο Βιργίνιος έφυγε χωρίς βιασύνη, χωρίς να έχει τίποτε από την ηλίθια και βίαιη επιθετικότητα του αδελφού του -για την οποία, κατά έναν εντελώς περίεργο τρόπο, δεν είχαμε και άσχημη γνώμη. Η αλήθεια είναι πως τον Βιργίνιο πάντα τον κοιτούσαμε λοξά γιατί ήταν περισσότερο συγκρατημένος απ' ό,τι έπρεπε. Είναι στην ανθρώπινη φύση να εμπιστεύεσαι πιο γρήγορα αυτούς που δεν δείχνουν να πιστεύουν στον εαυτό τους. Λέγαμε πως ο Βιργίνιος είναι βαθύς τύπος. Δεν δοκιμάσαμε καμιά έκπληξη όταν μάθαμε πως ο γέρος Ανσε είχε αρνηθεί να πληρώσει φόρους για τη γη του και πως, δύο μέρες πριν λήξει η προθεσμία, ο σερίφης βρήκε στο ταχυδρομικό του κουτί, ανώνυμα, το ακριβές ποσό για τους φόρους των Χόλαντ.
«Εμπιστευθείτε τον Βιργίνιο», λέγαμε, γιατί πιστεύαμε ότι δεν χρειαζόταν όνομα γι' αυτά τα λεφτά. Ο σερίφης ενημέρωσε τον γέρο Ανσε.
«Βγάλτο για πούλημα και άντε στο διάολο», είπε ο γέρος Ανσε. «Αν νομίζουν ότι το παν που έχουν να κάνουν όλοι τους είναι να κάθονται και να περιμένουν, τα κουτσούβελα...»
Ο σερίφης έστειλε ειδοποίηση και στον νέο Ανσε. «Δεν είναι δική μου γη», απάντησε ο νέος Ανσε.
Ο σερίφης ενημέρωσε τον Βιργίνιο. Ο Βιργίνιος ήρθε στην πόλη και κοίταξε ο ίδιος τα βιβλία για τους φόρους. «Τώρα έχω μόνο ό,τι βλέπεις πάνω μου», είπε. «Φυσικά, αν την αφήσει, ελπίζω να μπορέσω να την πάρω. Αλλά δεν ξέρω. Ένα καλό αγρόκτημα σαν κι αυτό δεν θ' αντέξει για πολύ». Και αυτό ήταν όλο. Ούτε θυμός, ούτε έκπληξη, ούτε λύπη.Αλλά ο Βιργίνιος ήταν βαθύς τύπος. Κανείς μας δεν εξεπλάγη όταν μαθεύτηκε πως ο σερίφης δέχτηκε εκείνα τα λεφτά με το ανυπόγραφο σημείωμα: Χρήματα για τους φόρους του αγροκτήματος Ανσελμ Χόλαντ.Στείλτε απόδειξη στον Ανσελμ Χόλαντ Σίνιορ. «Εμπιστευθείτε τον Βιργίνιο», λέγαμε. Τον σκεφτόμασταν συχνά όλο τον επόμενο χρόνο, να είναι σ' ένα ξένο σπίτι, να δουλεύει ξένη γη και να παρακολουθεί το αγρόκτημα και το σπίτι όπου γεννήθηκε και που ήταν δικαιωματικά δικά του, να καταστρέφονται σιγά σιγά. Γιατί ο γέρος δεν ενδιαφερόταν πια για τίποτε: με κάθε χρόνο που περνούσε τα καλά χωράφια μετατρέπονταν όλο και περισσότερο σε μια ζούγκλα με χαντάκια, αν και ακόμη κάθε Ιανουάριο ο σερίφης έβρισκε στην αλληλογραφία του εκείνα τα ανώνυμα χρήματα και έστελνε την απόδειξη στον γέρο Ανσε, γιατί ο γέρος είχε σταματήσει να 'ρχεται στην πόλη πια και το σπίτι γκρεμιζόταν, χωρίς να σταματά κανείς ποτέ εκεί εκτός απ' τον Βιργίνιο. Πέντε ή έξι φορές το χρόνο ο Βιργίνιος ερχόταν στο σπίτι, αλλά έφτανε μόνο μέχρι την μπροστινή βεράντα, γιατί πάντα έβγαινε πρώτος ο γέρος, ουρλιάζοντας στο γιο του και χρησιμοποιώντας τις πιο άγριες βρισιές. Ο Βιργίνιος τα άντεχε όλα σιωπηλά, μιλούσε με τους λίγους νέγρους που είχαν μείνει και, έχοντας δει με τα μάτια του πως ο πατέρας του ήταν καλά, έφευγε. Και κανείς άλλος δεν πήγαινε ποτέ εκεί, αν και μερικές φορές έβλεπαν από μακριά τον γέρο στα θλιβερά του χωράφια να καβαλάει το γέρικο άσπρο άλογο, που τελικά τον σκότωσε.
Το περασμένο καλοκαίρι μάθαμε ότι άνοιγε τους τάφους στο κέδρινο άλσος όπου αναπαύονταν πέντε γενιές της οικογένειας της γυναίκας του. Ενας νέγρος το είχε αναφέρει και ο αρμόδιος υπάλληλος της διεύθυνσης υγείας της περιοχής πήγε εκεί πέρα, βρήκε το άσπρο άλογο δεμένο στο άλσος και τον γέρο να βγαίνει απ' το άλσος με μια καραμπίνα.
Ο υπάλληλος έφυγε και δύο μέρες αργότερα πήγε ένας εκπρόσωπος της εισαγγελίας εκεί και βρήκε τον γέρο ξαπλωμένο δίπλα στο άλογο, με το πόδι του πιασμένο στον αναβολέα και στο σώμα του αλόγου τα άγρια σημάδια του μπαστουνιού -όχι βέργα, αλλά μπαστούνι- που το είχε χτυπήσει ξανά και ξανά και ξανά.
Κι έτσι τον έθαψαν, ανάμεσα στους τάφους που είχε συλήσει.
Ο Βιργίνιος και ο ξάδελφος ήρθαν στην κηδεία. Αυτοί οι δύο αποτελούσαν, στην ουσία, όλη την κηδεία. Γιατί ο Ανσε τζούνιορ δεν ήρθε. Ούτε πλησίασε αργότερα το σπίτι του, όπου ο Βιργίνιος έμεινε αρκετό καιρό για να το κλειδώσει και να ξεπληρώσει τους νέγρους. Αλλά κι αυτός γύρισε μετά στου ξαδέλφου του και σε εύλογο χρονικό διάστημα η διαθήκη παρουσιάστηκε για επικύρωση στο δικαστή Ντιούκινφιλντ. Το περιεχόμενο της διαθήκης δεν αποτελούσε μυστικό και όλοι το μάθαμε. Ηταν κανονική και δεν μας δημιούργησε καμία έκπληξη ούτε η ακρίβειά της, ούτε το περιεχόμενό της, ούτε η διατύπωσή της:
...με εξαίρεση αυτά τα δύο κληροδοτήματα, δίνω και κληροδοτώ... την περιουσία μου στον μεγαλύτερό μου γιο Βιργίνιο, με την προϋπόθεση ότι θα αποδειχτεί μπροστά στον... κυβερνήτη ότι ήταν ο αναφερόμενος Βιργίνιος ο οποίος πλήρωνε τους φόρους της γης μου, ο... κυβερνήτης θα είναι ο μοναδικός και αναμφισβήτητος κριτής της απόδειξης.
Τα άλλα δύο κληροδοτήματα ήταν:
Στον νεότερο γιο μου Ανσελμ δίνω... δυο πλήρεις σειρές ιπποσκευών για μουλάρια, με την προϋπόθεση ότι αυτή... η ιπποσκευή να χρησιμο-οιηθεί από... τον Ανσελμ για μία επίσκεψη στον τάφο μου. Αλλιώς αυτή... η ιπποσκευή να γίνει και να παραμείνει μέρος... της περιουσίας μου όπως περιγράφτηκε πιο πάνω.
Στον ξάδελφό μου εξ αγχιστείας Γκράνμπι Ντοντζ δίνω... ένα δολάριο μετρητά, για να χρησιμοποιηθεί απ' αυτόν για την αγορά ενός βιβλίου ή βιβλίων ύμνων, ως ένδειξη της ευγνωμοσύνης μου για το ότι τάιζε και πρόσφερε στέγη στον γιο μου Βιργίνιο από τότε που... ο Βιργίνιος εγκατέλειψε το σπίτι μου.
Αυτή ήταν η διαθήκη. Κι εμείς παρακολουθούσαμε για να ακούσουμε ή να δούμε τι θα έλεγε ο νέος Ανσε. Και δεν ακούσαμε, ούτε είδαμε τίποτα. Μετά παρακολουθούσαμε να δούμε τι θα έκανε ο Βιργίνιος. Ούτε αυτός έκανε τίποτα. Ή δεν ξέραμε εμείς τι έκανε ή τι σκεφτόταν. Αλλά έτσι ήταν ο Βιργίνιος. Ετσι κι αλλιώς, η υπόθεση είχε τελειώσει.Το μόνο που είχε κάνει ο Βιργίνιος ήταν να περιμένει μέχρι να κυρώσει ο δικαστής Ντιούκινφιλντ τη διαθήκη και μετά μπορούσε να δώσει του Ανσε το μερίδιο του -αν είχε σκοπό να το κάνει. Πάνω στο θέμα αυτό ήμασταν χωρισμένοι σε δύο ομάδες. «Δεν είχε ποτέ προβλήματα με τον Ανσε», είπαν κάποιοι. «Αν κρίνεις απ' αυτό, θα πρέπει να μοιραστεί το αγρόκτημα του μ' όλους στην περιοχή». Αλλά ήταν ο Βιργίνιος που προσπάθησε τότε να πληρώσει το πρόστιμο του Ανσε», έλεγαν οι πρώτοι.«Και ήταν ο Βιργίνιος πάλι που πήγε με το μέρος του πατέρα του όταν ο νέος Ανσε ήθελε να διαιρέσει τη γη», έλεγαν οι δεύτεροι.
Κι έτσι περιμέναμε και παρακολουθούσαμε. Παρακολουθούσαμε το δικαστή Ντιούκινφιλντ τώρα. Ξαφνικά, όλη η υπόθεση βρισκόταν στα χέρια του, σαν να ήταν ένας θεός που στεκόταν πάνω από το εκδικητικό και αποδοκιμαστικό γέλιο του γέρου, που ακόμη και κάτω απ' τη γη δεν πέθαινε, και επίσης πάνω από αυτά τα δύο ασυμφιλίωτα αδέλφια που για δέκα χρόνια δεν ήθελε ο ένας να ξέρει τίποτε για τον άλλον. Και όλοι νιώθαμε ότι μ' αυτή την τελευταία του κίνηση ο γέρος Ανσε είχε παρατραβήξει το σκοινί. Επιλέγοντας το δικαστή Ντιούκινφιλντ η παραφροσύνη του γέρου είχε κάνει διάνα, γιατί πιστεύαμε ότι ο γέρος Ανσε είχε διαλέξει από μας τον μοναδικό με τόση εντιμότητα, τιμή και κοινή λογική -μ' εκείνο το είδος εντιμότητας και τιμής που ποτέ δεν είχε το χρόνο να συγχέεται και ν' αμφιβάλλει για τον εαυτό του, από το πολύ διάβασμα των νομικών. Το γεγονός και μόνο πως η επικύρωση ενός αρκετά απλού εγγράφου φαινόταν να του χρειάζεται υπερβολικό χρόνο, ήταν άλλη μια απόδειξη για μας ότι ο δικαστής Ντιούκινφιλντ ήταν ο μοναδικός από όλους μας που πίστευε ότι η δικαιοσύνη είναι κατά το ήμισυ γνώση των νόμων και κατά το άλλο ήμισυ τυφλή εμπιστοσύνη στον εαυτό σου και στο Θεό.
Καθώς πλησίαζε η λήξη της προθεσμίας που είχε οριστεί, παρακολουθούσαμε το δικαστή Ντιούκινφιλντ στην καθημερινή του βόλτα από το σπίτι στο γραφείο, στην αυλή του δικαστηρίου. Κινούνταν προσεκτικά και χωρίς βιασύνη -ένας χήρος πάνω απ' τα εξήντα, επιβλητικός, με άσπρα μαλλιά και μ' ένα όρθιο και αξιοπρεπές παράστημα που οι νέγροι ονόμαζαν «πισώπλατο». Είχε διοριστεί σύμβουλος πριν από δεκαεπτά χρόνια.
Είχε λίγες νομικές γνώσεις, αλλά μια μεγάλη δόση ακλόνητης κοινής λογικής και εδώ και δεκατρία χρόνια κανείς δεν διαφωνούσε με την επανεκλογή του. Ακόμη κι αυτοί που ήταν εξοργισμένοι από το πράο και συγκαταβατικό ύφος του, τον ψήφιζαν κατά καιρούς μ' ένα είδος παιδικής εμπιστοσύνης και πίστης. Κι έτσι τον παρακολουθούσαμε χωρίς ανυπομονησία, ξέροντας πως τελικά θα έκανε το σωστό, όχι επειδή ήταν αυτός που το έκανε, αλλά γιατί δεν επέτρεπε στον εαυτό του ή σ' οποιονδήποτε άλλον να κάνει τίποτα εκτός από το σωστό. Και κάθε πρωί τον βλέπαμε να διασχίζει την πλατεία ακριβώς στις οκτώ και δέκα και να πηγαίνει στα δικαστήρια, όπου ο νέγρος θυρωρός, για να του ανοίξει το γραφείο, τον περίμενε ακριβώς για δέκα λεπτά μόνο, με την ωρολογιακή ακρίβεια με την οποία το γνωστό μονότονο σινιάλο προδικάζει την άφιξη του τρένου. Ο δικαστής έμπαινε στο γραφείο και ο νέγρος έπαιρνε θέση σε μια πτυσσόμενη καρέκλα, επιδιορθωμένη με σύρμα, στον γεμάτο σημαίες διάδρομο που χώριζε το γραφείο από την αίθουσα δικαστηρίου, και εκεί καθόταν όλη την ημέρα ρεμβάζοντας, όπως το έκανε εδώ και δεκαεπτά χρόνια. Στις πέντε το απόγευμα ο νέγρος ξυπνούσε, έμπαινε στο γραφείο και μάλλον ξυπνούσε και τον δικαστή, ο οποίος είχε ζήσει αρκετά για να ξέρει ότι το βάρος της κάθε δουλειάς βρίσκεται συνήθως στα βιαστικά μυαλά εκείνων των θεωρητικών που δεν έχουν δική τους δουλειά. Μετά τους βλέπαμε να διασχίζουν ξανά τον δρόμο ο ένας πίσω απ' τον άλλον και να στρίβουν για το σπίτι τους, οι δυο τους, κοιτάζοντας εμπρός και με περίπου δεκαπέντε πόδια απόσταση μεταξύ τους, περπατώντας τόσο όρθιοι που οι δύο ρεντιγκότες φτιαγμένες απ' τον ίδιο ράφτη, στο μέγεθος του δικαστή, κρέμονταν από τους ώμους τους σαν μονοκόμματα σανίδια, χωρίς να διακρίνονται η μέση ή οι γοφοί.
Ένα απόγευμα, λίγο μετά τις πέντε, άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν ξαφνικά και να διασχίζουν την πλατεία για να φτάσουν στα δικαστήρια.Κάποιοι άλλοι τους είδαν κι άρχισαν κι αυτοί να τρέχουν με τα πόδια βαριά στο πλακόστρωτο, ανάμεσα στις άμαξες και στ' αυτοκίνητα, με τις φωνές τους τεταμένες και επίμονες: «Τι; Τι συμβαίνει;» «Ο δικαστής Ντιούκινφιλντ», απλώθηκαν οι λέξεις και οι άνθρωποι έτρεξαν και μπήκαν στο διάδρομο με τις σημαίες ανάμεσα στην αίθουσα του δικαστηρίου και το γραφείο, όπου ο γέρος νέγρος με την πολυφορεμένη του ρεντιγκότα καθόταν με τα χέρια ψηλά χτυπώντας τις παλάμες του. Πέρασαν από δίπλα του και έτρεξαν στο γραφείο. Ο δικαστής καθόταν στο τραπέζι, ελάχιστα μισοξαπλωμένος στην καρέκλα του, αρκετά άνετα. Τα μάτια του ήταν ανοικτά. Τον είχαν πυροβολήσει μια φορά ανάμεσα στα φρύδια και γι' αυτό το λόγο φαινόταν τώρα σαν να είχε τρία μάτια στη σειρά. Η σφαίρα υπήρχε, ήταν εκεί, παρ' όλο που εκείνη την ημέρα δεν υπήρχε κανείς στην πλατεία και ο γέρος νέγρος που καθόταν όλη την ημέρα στην καρέκλα στο διάδρομο δεν είχε ακούσει ήχο.
Ο Γκάβιν Στίβενς χρειάστηκε πολύ χρόνο, εκείνη την ημέρα -αυτός και το μικρό μπρούντζινο κουτί. Γιατί το ανώτατο ορκωτό δικαστήριο δεν μπορούσε στην αρχή να καταλάβει πού αποσκοπούσε- και δεν μπορούσαν να το καταλάβουν αυτό ούτε τα αδέλφια, ούτε ο ξάδελφος, ούτεο γέρος νέγρος. Τελικά, ο προϊστάμενος των ενόρκων τον ρώτησε απευθείας: «Ισχυρίζεσαι, Γκάβιν, ότι υπάρχει μια διασύνδεση μεταξύ της διαθήκης του κ. Χόλαντ και του φόνου του δικαστή Ντιούκινφιλντ;»
«Ναι» είπε ο εισαγγελέας της κομητείας. «Και θα υποστηρίξω κάτι παραπάνω απ' αυτό».
Ολοι τον παρακολουθούσαν: οι ένορκοι, τα δύο αδέλφια. Μόνο ο γέρος νέγρος και ο ξάδελφος δεν τον κοιτούσαν. Ο νέγρος φαινόταν να είχε γεράσει πενήντα χρόνια μέσα σε μια εβδομάδα. Είχε αναλάβει δημόσια θέση ταυτόχρονα με τον δικαστή και αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι είχε υπηρετήσει την οικογένεια του δικαστή παραπάνω απ' ό,τι θυμούνταν μερικοί από μας. Ηταν μεγαλύτερος απ' τον δικαστή, αν και μέχρι εκείνο το απόγευμα, πριν από μια εβδομάδα, φαινόταν σαράντα χρόνια νεότερος -μια μαραμένη φιγούρα, άμορφη στην ογκώδη ρεντιγκότα του, που έφτανε στο γραφείο δέκα λεπτά πριν από τον δικαστή, το άνοιγε, το σκούπιζε και ξεσκόνιζε το τραπέζι χωρίς ν' αλλάξει τη θέση κανενός απ' τα αντικείμενα που βρίσκονταν πάνω σ' αυτό. Τα έκανε όλα με μια φροντισμένη ανεμελιά, καρπός των δεκαεπτά χρόνων εξάσκησης, και μετά αποχωρούσε για ύπνο στην καρέκλα στο διάδρομο. Δηλαδή, έκανε πως κοιμάται (Ο μόνος άλλος δρόμος για να φτάσει κανείς στο γραφείο ήταν μέσω της στενής ιδιωτικής σκάλας που έβγαινε από την αίθουσα δικαστηρίου, η οποία χρησιμοποιούνταν μόνο απ' τον προεδρεύοντα δικαστή κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του δικαστηρίου, και πάλι έπρεπε να περάσει κανείς τον διάδρομο σε απόσταση οκτώ ποδιών από την καρέκλα του νέγρου, εκτός αν ακολουθούσε το διάδρομο μέχρι το σημείο που σχημάτιζε μια γωνία κάτω από το μοναδικό παράθυρο του γραφείου, και έμπαινε απ' το παράθυρο). Κανείς, άντρας ή γυναίκα, δεν είχε περάσει ποτέ δίπλα απ' αυτήν την καρέκλα χωρίς να δει τα ρυτιδωμένα βλέφαρα του κατόχου της ν' ανοίγουν αιφνίδια πάνω στα καφέ, αβαθή μάτια προχωρημένης ηλικίας. Καμιά φορά σταματούσαμε και του μιλούσαμε, για ν' ακούσουμε τη φωνή του να κυλάει με την υπερβολικά άσχημη προφορά της πομπώδους και ανούσιας νομικής φρασεολογίας που είχε αποκτήσει ασυνείδητα, σαν να είχε κολλήσει ένα μικρόβιο, και που αναπαρήγαγε με μια εξ-έδρας βαθύτητα, που μας έκανε να παρακολουθούμε τον ίδιον τον δικαστή με χαρούμενη και γεμάτη στοργή διάθεση. Ήταν όμως γέρος, ξεχνούσε τα ονόματά μας και καμιά φορά μας μπέρδευε. Και, μπερδεύοντας τα πρόσωπά μας και τις γενιές μας ακόμη,ξυπνούσε πού και πού απ' τον ύπνο του για να προκαλεί άτομα που δεν υπήρχαν και που είχαν πεθάνει πολύ πριν. Αλλά κανείς δεν κατάφερε ποτέ να περάσει από δίπλα του χωρίς να γίνει αντιληπτός.
Οι άλλοι στην αίθουσα παρακολουθούσαν τον Στίβενς -οι ένορκοι γύρω απ' το τραπέζι, τα δύο αδέλφια που κάθονταν στις απέναντι πλευρές του πάγκου, με τα ίδια σκούρα, αετίσια πρόσωπα και τα χέρια τους διπλωμένα με τον ίδιον τρόπο. «Ισχυρίζεστε ότι ο φονιάς του δικαστή Ντιούκινφιλντ βρίσκεται σ' αυτήν την αίθουσα;» ρώτησε ο προϊστάμενος των ενόρκων.
Ο εισαγγελέας της κομητείας τους κοίταξε, δηλαδή κοίταξε όλες τις φάτσες που τον παρακολουθούσαν. «Θα ισχυριστώ κάτι παραπάνω απ' αυτό», είπε.
«Να ισχυριστείτε» είπε ο Ανσελμ, ο μικρότερος δίδυμος.
Καθόταν μόνος του, στη δική του άκρη του πάγκου, μ' όλη την έκταση του πάγκου μεταξύ αυτού και του αδελφού του, που δεν του είχε μιλήσει για δεκαπέντε χρόνια, παρακολουθώντας τον Στίβενς με μια άγρια, επίμονη και συνεχή ματιά.
«Ναι» είπε ο Στίβενς. Καθόταν στην άκρη του τραπεζιού. Αρχισε να μιλάει, χωρίς να κοιτά κανέναν ιδιαίτερα, και μιλούσε με ελαφρύ τόνο σαν να έλεγε ανέκδοτα. ‘Ελεγε αυτά που ήδη γνωρίζαμε, ζητώντας μόνο μία τόσο επιβεβαίωση απ' τον άλλον δίδυμο, τον Βιργίνιο. Έλεγε για τον νέο Ανσε και τον πατέρα του. Ο τόνος της φωνής του ήταν ευθύς και ευχάριστος. Φαινόταν να παίρνει το μέρος των ζωντανών, λέγοντας πως ο νέος Ανσε είχε φύγει απ' το σπίτι οργισμένος, μια κατανοητή οργή που αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο ο πατέρας του μεταχειριζόταν τη γη που ανήκε κάποτε στη μητέρα του και που την εν λόγω στιγμή δικαιωματικά το μισό της ήταν δικό του. Ο τόνος ήταν σωστός, αληθοφανής, ειλικρινής και, ίσως, λίγο μεροληπτικός για τον Ανσελμ τζούνιορ. Αυτό ήταν. Εξαιτίας αυτής της φαινομενικής μεροληψίας, άρχισε ν' αναφαίνεται μια εικόνα του νέου Ανσε που τον καταδίκαζε για κάτι που τότε ακόμη δεν γνωρίζαμε. Ήταν καταδικασμένος από τη μεγάλη του επιθυμία για δικαιοσύνη και από την αγάπη για τη νεκρή μητέρα του, παραμορφωμένες από τη βία που είχε κληρονομήσει απ' τον ίδιο άνθρωπο που τον αδίκησε. Και τα δύο αδέλφια κάθονταν εκεί, μ' εκείνον τον εντελώς λείο πάγκο ανάμεσά τους, ο νεότερος παρακολουθώντας τον Στίβενς μ' εκείνο το βίαιο βλέμμα που μάταια προσπαθούσε να συγκρατήσει, και ο μεγαλύτερος μ' ένα εξίσου έντονο βλέμμα, αλλά με ανεξιχνίαστο πρόσωπο. Ο Στίβενς τώρα έλεγε πως ο νέος Ανσε είχε φύγει οργισμένος και πως, ένα χρόνο αργότερα, ο Βιργίνιος, ο πιο ήσυχος και ήρεμος, που είχε πάνω από μια φορά προσπαθήσει να τους συμφιλιώσει, αναγκάστηκε και αυτός με τη σειρά του να φύγει. Και ξανά ο Στίβενς ζωγράφισε μια αληθοφανή και ειλικρινή εικόνα: των δύο αδελφών, χωρισμένων όχι απ' τον εν ζωή πατέρα τους, αλλά απ' αυτό που είχε κληρονομήσει ο καθένας απ' αυτόν, κι επιπλέον αποκλεισμένων από τη γη που όχι μόνο δικαιωματικά ήταν δική τους, αλλά όπου βρίσκονταν και τα λείψανα της μητέρας τους.
«Ετσι ήρθαν τα πράγματα. Τα δύο αδέλφια παρακολουθούσαν εξ αποστάσεως την καλή τους γη που σιγά σιγά καταστρεφόταν, το σπίτι που γεννήθηκαν αυτοί και η μητέρα τους να γκρεμίζεται εξαιτίας ενός τρελαμένου γέρου που είχε ξεπεράσει τα όρια, που τους είχε διώξει απ' το σπίτι και που δεν έκανε τίποτα γι' αυτούς παρά να τους στερήσει τη γη τους για πάντα, θέλοντας να την πουλήσει για να γλιτώσει μερικούς φόρους.
Αλλά κάποιος του ανέτρεψε αυτά τα σχέδια, κάποιος με αρκετή προνοητικότητα και αρκετό αυτοέλεγχο για να επιμείνει στην άποψη του ότι το ζήτημα δεν αφορούσε κανένα άλλον τουλάχιστον για όσο καιρό πληρώνονταν οι φόροι. Αρα, ότι είχαν να κάνουν ήταν να περιμένουν να πεθάνει ο γέρος. Ετσι κι αλλιώς, γέρος ήταν, αλλά ακόμη και αν ήταν νέος, η αναμονή δεν θα ήταν πολύ δύσκολη για έναν άνθρωπο με τέτοιον αυτοέλεγχο, κι ας μην ήξερε το περιεχόμενο της διαθήκης του γέρου. Αντίθετα, η αναμονή δεν θα ήταν τόσο εύκολη για έναν ανυπόμονο, βίαιο άνθρωπο, ειδικά αν αυτός ο βίαιος άνθρωπος ήξερε ή υποψιαζόταν το περιεχόμενο της διαθήκης που τον ικανοποιούσε και, επιπλέον, θεωρούσε ότι είχε ανέκκλητα αδικηθεί, το να χάσει το καλό του όνομα και τα πολιτικά του δικαιώματα μέσω της δράσης ενός ανθρώπου που ήδη τον είχε απογυμνώσει και του είχε στερήσει τα καλύτερα χρόνια της ζωής του ανάμεσα σε ανθρώπους, αναγκάζοντας τον να ζει σαν ερημίτης σε μια καλύβα πάνω στο λόφο. Ενας τέτοιος άνθρωπος δεν θα είχε ούτε το χρόνο και ούτε την τάση ν' ασχολείται με το αν θα περιμένει κάτι τέτοιο ή όχι».
Τα δύο αδέλφια τον κοιτούσαν. Εκτός από τα μάτια του Ανσελμ, ολόκληρα τα σώματα τους φαίνονταν σαν σκαλισμένα σε βράχο. Ο Στίβενς μιλούσε ήρεμα, χωρίς να κοιτάζει κανέναν ιδιαίτερα. Ήταν εισαγγελέας της κομητείας περίπου για όσα χρόνια ήταν σύμβουλος ο δικαστής Ντιούκινφιλντ. Ηταν απόφοιτος του Χάρβαρντ: ένας άνθρωπος με χαλαρές αρθρώσεις και πυκνά ξεχτένιστα γκρίζα μαλλιά, που μπορούσε να συζητάει για τον Αϊνστάιν με καθηγητές κολεγίου, αλλά και που περνούσε ακόμη απογεύματα ολόκληρα με τους άστεγους που ακουμπούσαν στους τοίχους των επαρχιακών μαγαζιών, μιλώντας μαζί τους τη γλώσσα τους. Ολ' αυτά τα ονόμαζε διακοπές. «Αργότερα πέθανε ο πατέρας, όπως θα μπορούσε να είχε προβλέψει κάθε άνθρωπος με αυτοέλεγχο. Και η διαθήκη του παρουσιάστηκε για επικύρωση και ακόμη κι άνθρωποι μακριά πάνω στους λόφους έμαθαν τι έγραφε αυτή, έμαθαν ότι επιτέλους αυτή η ταλαιπωρημένη γη θα ανήκε πλέον στον δικαιωματικό της ιδιοκτήτη. Ή ιδιοκτήτες, εφόσον ο Ανσε Χόλαντ ξέρει όσο κι εμείς ότι ο Βιργίνιος δεν θα έπαιρνε παραπάνω από το μερίδιο του, άσχετα με τη διαθήκη, ούτε τώρα, ούτε ποτέ. Ο Ανσε το ξέρει αυτό επειδή ξέρει ότι και ο ίδιος στη θέση του Βιργινίου αυτό θα έκανε. Γιατί εκτός από παιδιά του Ανσελμ Χόλαντ, είναι και παιδιά της Κορνηλίας Μάρντις. Αλλά ακόμη και να μην το ήξερε αυτό ο Ανσε, θα ήξερε ότι η γη που ανήκε στη μητέρα του και όπου βρίσκονται τώρα τα λείψανα της θα ήταν πλέον σε καλά χέρια. Αρα ίσως εκείνη τη νύχτα, όταν έμαθε ότι ήταν νεκρός ο πατέρας του, ίσως πρώτη φορά από τότε που ήταν παιδί, πριν ακόμη πεθάνει η μητέρα του, που ανέβαινε η ίδια τη νύχτα για να δει αν κοιμάται, ίσως πρώτη φορά από τότε, ο Ανσε κοιμήθηκε. Γιατί, βλέπετε, όλα είχαν πια δικαιωθεί:η προσβολή, η αδικία, το χαμένο καλό όνομα και η κηλίδα της φυλακής -όλα σαν να ήταν μόνο ένα κακό όνειρο. Ξεχασμένο πια, γιατί τα πράγματα ήταν πάλι εντάξει. Στο μεταξύ, βλέπετε, ο Ανσε είχε συνηθίσει τη ζωή του ως ερημίτη, εξάλλου δεν μπορούσε πια να την αλλάξει, μετά από τόσα χρόνια. Ηταν πιο ευτυχισμένος εκεί έξω, μόνος του. Και τώρα να ξέρει πως όλα πέρασαν, σαν εφιάλτης, πως η γη, η γη της μητέρας του, η κληρονομιά της και το μαυσωλείο της βρίσκονται πλέον στα χέρια του μοναδικού ανθρώπου που μπορούσε να εμπιστευθεί, έστω κι αν δεν μιλιούνταν. Δεν το καταλαβαίνετε;»
Τον παρακολουθούσαμε καθώς βρισκόμασταν γύρω απ' το τραπέζι που δεν είχε διαταραχθεί από τη μέρα που πέθανε ο δικαστής Ντιούκινφιλντ, όπου ακόμη βρίσκονταν τα αντικείμενα που αποτελούσαν, μαζί με την κάννη του όπλου, την τελευταία θέα του δικαστή, και με τα οποία όλοι ήμασταν εδώ και χρόνια εξοικειωμένοι -τα χαρτιά, το βρόμικο μελανοδοχείο, το κοντόχοντρο στυλό που αγαπούσε ο δικαστής, το μικρό μπρούντζινο κουτί που με το βάρος του κρατούσε τα χαρτιά να μην τα σκορπίσει ο αέρας. Στις άκρες του ξύλινου πάγκου, οι δύο δίδυμοι παρακολουθούσαν τον Στίβενς, ακίνητοι και με διαπεραστικό βλέμμα.
«Οχι, δεν το καταλαβαίνουμε», είπε ο πρόεδρος. «Πού αποσκοπείτε; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα σ' όλα αυτά και τη δολοφονία του δικαστή Ντιούκινφιλντ;»
«Να σας το εξηγήσω» είπε ο Στίβενς. «Ο δικαστής Ντιούκινφιλντ σκοτώθηκε ενώ επικύρωνε τη διαθήκη. Ηταν μια παράξενη διαθήκη, αλλά όλοι το περιμέναμε αυτό απ' τον κ. Χόλαντ. Ηταν όμως νόμιμη και οι δικαιούχοι ήταν όλοι τους ικανοποιημένοι. Όλοι μας ξέρουμε ότι το μισό της γης θα δοθεί στον Ανσε την ίδια στιγμή που το θελήσει. Αρα δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Η επικύρωση της έπρεπε να ήταν καθαρά τυπικό ζήτημα. Κι όμως ο δικαστής Ντιούκινφιλντ την είχε σε εκκρεμότητα για πάνω από δύο εβδομάδες όταν πέθανε. Κι έτσι εκείνος ο άνθρωπος που νόμιζε ότι το παν που είχε να κάνει ήταν να περιμένει».
«Ποιος άνθρωπος;» είπε ο πρόεδρος.
«Περιμένετε» είπε ο Στίβενς. Το παν που είχε να κάνει εκείνος ο άνθρωπος ήταν να περιμένει. Αλλά δεν ήταν η αναμονή που τον ανησυχούσε, γιατί ήδη περίμενε δεκαπέντε χρόνια. Δεν ήταν αυτό. Ήταν κάτι άλλο που θυμήθηκε όταν ήταν πλέον αργά, κάτι που δεν έπρεπε να είχε ξεχάσει. Γιατί πρόκειται για άνθρωπο έξυπνο, με αυτοέλεγχο και προνοητικότητα. Με αρκετό αυτοέλεγχο για να περιμένει δεκαπέντε χρόνια την ευκαιρία του και με αρκετή προνοητικότητα για να έχει προετοιμαστεί για όλα τα απρόβλεπτα, εκτός από ένα: τη μνήμη του. Κι όταν ήταν πολύ αργά πια, θυμήθηκε ότι υπήρχε κι άλλος ένας άνθρωπος που θα θυμόταν αυτό που είχε ξεχάσει ο ίδιος. Κι αυτός ο άνθρωπος ήταν ο δικαστής Ντιούκινφιλντ. Και αυτό το κάτι που θα θυμόταν αυτός είναι ότι εκείνο το άλογο δεν μπορούσε να είχε σκοτώσει τον κ. Χόλαντ».
Όταν η φωνή του σιώπησε, δεν ακούστηκε ήχος σ' όλη την αίθουσα. Οι ένορκοι κάθονταν σιωπηλοί γύρω απ' το τραπέζι και κοιτούσαν τον Στίβενς. Ο Ανσελμ γύρισε την οργισμένη φάτσα του μια φορά στον αδελφό του και μετά ξαναγύρισε το βλέμμα του στον Στίβενς, μόνο που τώρα έγερνε λίγο μπροστά. Ο Βιργίνιος δεν είχε κινηθεί και δεν υπήρχε καμία αλλαγή στη σοβαρή έκφραση του. Ανάμεσα σ' αυτόν και τον τοίχο καθόταν ο ξάδελφος. Κρατούσε τα χέρια του ακουμπισμένα στα γόνατα και το κεφάλι του ήταν λίγο σκυμμένο, σαν να βρισκόταν στην εκκλησία. Γι' αυτόν ξέραμε μόνο ότι ήταν κάτι σαν πλανόδιος ιεροκήρυκας και ότι κάθε τόσο μάζευε σειρές από καχεκτικά άλογα και μουλάρια, και τα πήγαινε κάπου όπου τα αντάλλασσε ή τα πουλούσε. Ηταν άνθρωπος που δεν μιλούσε συχνά και που στις συναλλαγές του με άλλους ανθρώπους έδειχνε τόση ντροπαλότητα και έλλειψη αυτοπεποίθησης που όλοι τον λυπούμασταν, με το είδος εκείνο του οίκτου που νιώθει κανείς μπροστά σ' ένα ανάπηρο σκουλήκι. Φοβόμασταν ακόμη και να του δημιουργήσουμε το άγχος ν' απαντήσει με «ναι» ή «όχι» σε μια ερώτηση. Αλλά ακούγαμε πως, τις Κυριακές, στους άμβωνες επαρχιακών εκκλησιών, γινόταν άλλος άνθρωπος και η φωνή του άλλαζε σε πραγματική φωνή ιεροκήρυκα, με δύναμη και συγκίνηση.
«Φανταστείτε την αναμονή», είπε ο Στίβενς, «του ανθρώπου που ήξερε εκ των προτέρων τι θα γινόταν και που κατάλαβε τελικά ότι ο λόγος γιατί δεν γινόταν τίποτα, γιατί εκείνη η διαθήκη είχε μπει στο γραφείο του δικαστή Ντιούκινφιλντ και μετά προφανώς είχε χαθεί, ήταν επειδή είχε ξεχάσει κάτι που δεν έπρεπε να ξεχάσει. Δηλαδή, το γεγονός ότι ο δικαστής Ντιούκινφιλντ ήξερε κι αυτός ότι δεν ήταν ο κ. Χόλαντ που είχε χτυπήσει το άλογο. Ο άνθρωπος ήξερε ότι και ο δικαστής Ντιούκινφιλντ γνώριζε πως ο άνθρωπος που είχε κτυπήσει εκείνο το άλογο με το μπαστούνι τόσο δυνατά ώστε να του αφήσει τα σημάδια στην πλάτη ήταν αυτός που πρώτα σκότωσε τον κ. Χόλαντ και μετά του κρέμασε το πόδι σ' εκείνο τον αναβολέα και χτύπησε το άλογο για να αφηνιάσει. Αλλά το άλογο δεν αφήνιασε. Ο εν λόγω άνθρωπος το ήξερα αυτό εκ των προτέρων. Ήξερε πολύ καλά ότι το άλογο δεν θ' αφήνιαζε, αλλά το είχε ξεχάσει. Γιατί όταν ήταν ακόμη πουλάρι, το είχαν δείρει τόσο δυνατά μια φορά, ώστε από τότε και μόνο που έβλεπε τη βέργα στο χέρι του καβαλάρη ξάπλωνε στο έδαφος, όπως ακριβώς ήξερε ο κ. Χόλαντ και όπως ήξεραν όλοι του στενού κύκλου της οικογένειας Χόλαντ. Αρα το άλογο απλώς ξάπλωσε πάνω στο κορμί του κ. Χόλαντ. Αλλά κι αυτό ήταν εντάξει στην αρχή, κι αυτό καλό ήταν. Έτσι σκεφτόταν εκείνος ο άνθρωπος για περίπου μια εβδομάδα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του τα βράδια και περιμένοντας, όπως περίμενε εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Αλλά ούτε και τότε που ήταν πια αργά και συνειδητοποίησε ότι είχε κάνει ένα λάθος, ούτε τότε θυμήθηκε όλα αυτά που δεν έπρεπε να είχε ξεχάσει ποτέ. Μετά, όταν ήταν πια αργά, τα θυμήθηκε κι αυτά, όταν πλέον είχε ανακαλυφθεί το πτώμα και τα σημάδια πάνω στο άλογο, και ήταν πολύ αργά πια ν' αφαιρεθούν. Τη στιγμή που τα θυμήθηκε όλα αυτά, τα σημάδια θα είχαν εξαφανιστεί έτσι κι αλλιώς. Και υπήρχε μόνο ένας τρόπος για να εξαφανιστούν και απ' το μυαλό των ανθρώπων. Φανταστείτε τον εκείνη τη στιγμή, τον τρόμο του, την οργή του, την αίσθηση του, ότι τον κορόιδεψε κάποιος χωρίς να μπορεί να διορθώσει το λάθος, την οργισμένη του επιθυμία να γυρίσει για ένα λεπτό και μόνο το χρόνο πίσω, ν' ανατρέψει ή να αποτελειώσει κάτι όταν είναι πλέον αργά. Γιατί το τελευταίο πράγμα που θυμήθηκε όταν ήταν πια αργά ήταν πως ο κ. Χόλαντ είχε αγοράσει εκείνο το άλογο από το δικαστή Ντιούκινφιλντ, τον άνθρωπο που καθόταν εδώ, σ' αυτό το τραπέζι, ασχολούμενος με την ισχύ μιας διαθήκης που χάριζε σε κάποιον δύο χιλιάδες εκτάρια της καλύτερης γης αυτής της κομητείας. Κι εφόσον υπήρχε μόνο ένας τρόπος για ν' αφαιρεθούν εκείνα τα σημάδια, περίμενε, αλλά δεν έγινε τίποτα. Και ήξερε γιατί δεν έγινε τίποτα. Και περίμενο όσο μπόρεσε, μέχρι που πίστεψε ότι διακυβεύονται παραπάνω από κάποια στρέμματα γης. Αρα, τι άλλο μπορούσε να κάνει παρά αυτό που έκανε;»
Πριν ακόμη τελειώσει ο Στίβενς, μίλησε ο Ανσελμ. Η φωνή του ήταν σκληρή και απότομη. «Κάνετε λάθος», είπε.
Μεμιάς, τον κοιτάξαμε όλοι όπως έσκυβε μπροστά στον πάγκο, με τις
λασπωμένες μπότες του και την πολυφορεμένη φόρμα του, αγριοκοιτάζοντας τον Στίβενς. Ακόμη κι ο Βιργίνιος γύρισε και για μια στιγμή τον κοίταξε. Μόνο ο ξάδελφος και ο γέρος νέγρος δεν είχαν κουνηθεί καθόλου. Δεν φαίνονταν να παρακολουθούν. «Πού κάνω λάθος;» είπε ο Στίβενς.
Αλλά ο Άνσελμ δεν απάντησε. Αγριοκοίταζε τον Στίβενς. «Θα πάρει ο Βιργίνιος το σπίτι παρ' όλο που... που ...». «Παρ' όλο τι;» είπε ο Στίβενς.
«Εάν αυτός... ότι...»
«Εννοείς τον πατέρα σου; Αν πέθανε ή δολοφονήθηκε;»
«Ναι», είπε ο Ανσελμ.
«Ναι. Εσύ και ο Βιργίνιος παίρνετε τη γη είτε ισχύει είτε όχι η διαθήκη, δεδομένου, φυσικά, ότι ο Βιργίνιος τη μοιράζεται μαζί σου. Αλλά ο άνθρωπος που σκότωσε τον πατέρα σου δεν ήταν σίγουρος γι' αυτό και δεν τολμούσε να ρωτήσει. Επειδή δεν ήθελε να ισχύσει αυτή η διαθήκη».
«Κάνεις λάθος», είπε ο Άνσελμ, μ' εκείνη τη σκληρή, απότομη φωνή. «Εγώ τον σκότωσα» Αλλά όχι εξαιτίας του καταραμένου αγροκτήματος.Και τώρα φέρτε τον σερίφη».
Και τώρα ήταν ο Στίβενς που, κοιτάζοντας επίμονα το οργισμένο πρόσωπο του Άνσελμ, είπε ήρεμα: «Κι εγώ λέω πως εσύ κάνεις λάθος, Ανσε».
Για μια στιγμή, εμείς που παρακολουθούσαμε πέσαμε απ' τα σύννεφα, σε μια ονειρική κατάσταση, σαν να ξέραμε εκ των προτέρων τι θα γινόταν, ταυτόχρονα όμως γνωρίζοντας ότι δεν είχε καμιά σημασία γιατί θα ξυπνούσαμε σύντομα. Ηταν σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος, παρακολουθώντας τα γεγονότα απ' έξω, έξω και πέρα από το χρόνο, βλέποντας με άλλα μάτια τον Άνσελμ, σαν να μην τον είχαμε δει ποτέ πριν. Ακούστηκε ένας ήχος, ένας αργός, μακρόσυρτος ήχος, καθόλου δυνατός, ίσως ένας ήχος ανακούφισης -κάτι τέτοιο. Ισως σκεφτόμασταν όλοι πως ο εφιάλτης του Ανσε πρέπει να είχε τελειώσει. Ηταν σαν να είχαμε κι εμείς ανατρέξει ξαφνικά πίσω εκεί που το παιδί Ανσε ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι του και η μητέρα του, που έλεγαν ότι του είχε αδυναμία,της οποίας τόσο την κληρονομιά όσο και την τελευταία κατοικία έχασε, τώρα έμπαινε στο δωμάτιο να τον κοιτάξει για μια στιγμή πριν ξαναφύγει. Πολύ παλιές αναμνήσεις... Και το αγόρι που τότε ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, είχε πια εξαφανιστεί, όπως όλοι μας το παθαίνουμε αυτό, γιατί έτσι πρέπει πάντα να γίνει κι έτσι γίνεται. Εκείνο το αγόρι ήταν νεκρό πια, όσο ήταν και οι πρόγονοί του σ' εκείνο το συλημένο κέδρινο άλσος, ανάμεσα λοιπόν σ' αυτό το αγόρι και τον άντρα που κοιτούσαμε τώρα, με λύπη ίσως, αλλά όχι με οίκτο, υπήρχε ένα αγεφύρωτο χάσμα. Ετσι χρειάστηκε σε μας, όσο και στον Ανσε, αρκετή ώρα μέχρι να πιάσουμε το νόημα του τι έλεγε ο Στίβενς, ενώ αυτός απλώς επανέλαβε «κι εγώ λέω πως εσύ κάνεις λάθος, Ανσε».
«Τι;» είπε ο Ανσε. Έπειτα κινήθηκε. Δεν σηκώθηκε, παρ' όλα αυτά κάπως φαινόταν να ορμά μπροστά, βίαια: «Είσαι ψεύτης. Εσύ»
«Εσύ κάνεις λάθος, Ανσε. Δεν σκότωσες εσύ τον πατέρα σου. Ο άνθρωπος που σκότωσε τον πατέρα σου ήταν ο ίδιος που μπόρεσε να σχεδιάσει και να προγραμματίσει να σκοτώσει τον γέρο που καθόταν εδώ πέρα στο γραφείο καθημερινά, ανελλιπώς, μέχρι που ερχόταν ένας γέρος νέγρος, που τον ξυπνούσε και του έλεγε ότι ήρθε η ώρα να πηγαίνει σπίτι του -ένας άνθρωπος που ποτέ δεν έκανε σε άντρα, γυναίκα ή παιδί παρά μόνο καλό, γιατί πίστευε ότι ο Θεός τον βλέπει. Δεν σκότωσες εσύ τον πατέρα σου. Απαίτησες απ' αυτόν ό,τι πίστευες πως ήταν δικό σου κι όταν αυτός αρνήθηκε να σου το δώσει, έφυγες, πήγες μακριά, και δεν του μίλησες ποτέ ξανά. Μάθαινες πως παραμελούσε τη γη, αλλά κράτησες ειρηνική στάση, γιατί η γη δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά "εκείνο το καταραμένο αγρόκτημα". Κράτησες ειρήνη μέχρι που έμαθες πως ένας παρανοϊκός έσκαβε τους τάφους όπου βρίσκονται η σάρκα και το αίμα της μητέρας σου. Τότε, και μόνο τότε, πήγες σ' αυτόν για να διαμαρτυρηθείς. Αλλά εσύ δεν ήσουν ποτέ άνθρωπος που διαμαρτύρεται, και αυτός δεν ήταν ποτέ άνθρωπος που ν' ακούει. Τον βρήκες εκεί, στο άλσος, με την καραμπίνα του. Δεν νομίζω ότι έδωσες και ιδιαίτερη προσοχή στην καραμπίνα. Υπολογίζω ότι απλώς του την πήρες απ' τα χέρια, τον χτύπησες με τα δικά σου γυμνά χέρια και τον άφησες εκεί δίπλα στο άλογο. Ισως νόμισες ότι πέθανε. Επειτα κάποιος έτυχε να περάσει από κει, αφού εσύ είχες φύγει, και τον βρήκε. Ισως εκείνος ο κάποιος ήταν εκεί όλη την ώρα, παρακολουθώντας. Κάποιος που τον ήθελε επίσης νεκρό, όχι από θυμό και οργή, αλλά από ψυχρό υπολογισμό. Ίσως για κάποιο όφελος από μια διαθήκη. Αρα ήρθε εκεί, βρήκε ό,τι είχες αφήσει εσύ και το αποτελείωσε -κρέμασε το πόδι του πατέρα σου στον αναβολέα και προσπάθησε να χτυπήσει το άλογο για να φαίνεται πιστευτό, ξεχνώντας μέσα στη βιασύνη του κάτι που δεν έπρεπε να είχε ξεχάσει. Αλλά δεν ήσουν εσύ. Γιατί εσύ γύρισες σπίτι σου και όταν έμαθες πως τον βρήκαν, δεν είπες τίποτε. Γιατί τότε σκέφτηκες κάτι που δεν τόλμησες ούτε να το πεις δυνατά. Και όταν έμαθες τι έγραφε η διαθήκη, πίστεψες πως τώρα πια ξέρεις. Και χάρηκες. Γιατί είχες ζήσει μόνος μέχρι που τα νιάτα και οι επιθυμίες σ' εγκατέλειψαν και πλέον το μόνο που ήθελες ήταν να είσαι τόσο ήρεμος όσο ήρεμη είναι και η στάχτη της μητέρας σου. Και επιπλέον, τι θα μπορούσαν πια περιουσία και θέση στην κοινωνία να σημαίνουν για έναν άνθρωπο χωρίς πολιτικά δικαιώματα και μ' ένα κηλιδωμένο όνομα;»
Παρακολουθούσαμε σιωπηλά καθώς η φωνή του Στίβενς έσβηνε στο μικρό δωμάτιο όπου δεν σάλευε ούτε ο αέρας, λόγω της θέσης του κάτω από τον τοίχο του δικαστικού μεγάρου.
«Δεν σκότωσες εσύ ούτε τον πατέρα σου, ούτε τον δικαστή Ντιούκινφιλντ, Ανσε. Διότι αν ο άνθρωπος που σκότωσε τον πατέρα σου είχε θυμηθεί έγκαιρα ότι ο δικαστής Ντιούκινφιλντ κάποτε κατείχε αυτό το άλογο, ο δικαστής Ντιούκινφιλντ θα ήταν ζωντανός τώρα».
Ανασαίναμε ήρεμα, καθισμένοι στο τραπέζι όπου καθόταν ο δικαστής Ντιούκινφιλντ όταν αναγκάστηκε να κοιτάξει κατάφατσα την κάννη του πιστολιού. Το τραπέζι δεν το είχε αγγίξει κανείς. Πάνω του βρίσκονταν ακόμη τα χαρτιά, οι πένες, το μελανοδοχείο, το μικρό παράξενα σκαλισμένο μπρούντζινο κουτί, που του είχε φέρει η κόρη του από την Ευρώπη πριν από δώδεκα χρόνια -για ποιον λόγο δεν ήξερε ούτε αυτή, ούτε ο δικαστής, γιατί ήταν κατάλληλο μόνο για άλατα μπάνιου ή για καπνό, και ο δικαστής δεν χρησιμοποιούσε ούτε το ένα, ούτε το άλλο- και που το χρησιμοποιούσε σαν βάρος για να συγκρατεί χαρτιά, αλλά και αυτό ήταν περιττό, εφόσον στο δωμάτο δεν φυσούσε ούτε αεράκι. Κι όμως το είχε εκεί στο τραπέζι, όλοι μας το ξέραμε, τον είχαμε δει πολλές φορές να παίζει μ' αυτό ενώ μιλούσε, ν' ανοίγει το καπάκι με το ελατήριο και με το παραμικρό άγγιγμα αυτό να κλείνει μ' έναν δυνατό ξηρό κρότο.
Όταν το σκέφτομαι όλα αυτά, καταλαβαίνω ότι το υπόλοιπο δεν έπρεπε να μας κοστίσει τόσο χρόνο. Τώρα πια μου φαίνεται ότι το ξέραμε από την αρχή. Ακόμη και τώρα νιώθω εκείνη την αηδία χωρίς οίκτο που συνήθως μεταφράζεται σε λύπη, σαν να βλέπεις ένα σκουλήκι σουβλισμένο σε μια βελόνα και νιώθεις μια αηδιαστική αναγούλα -και θέλεις να το αποτελειώσεις ακόμη και με γυμνό χέρι, αν δεν έχεις τίποτε άλλο, και σκέφτεσαι: «Ελα. Πολτοποίησέ το. Πάτησε το να λιώσει, να τελειώνουμε μ' αυτό». Αλλά δεν ήταν αυτό το σχέδιο του Στίβενς. Διότι είχε ένα σχέδιο και καταλάβαμε εκ των υστέρων ότι, εφόσον δεν μπορούσε να καταδικάσει τον δράστη, έπρεπε να καταδικαστεί ο ίδιος ο δράστης, να πιαστεί σε παγίδα. Ήταν λίγο άδικος ο τρόπος του Στίβενς και αργότερα του το είπαμε. («Αα», είπε. «Δεν είναι η δικαιοσύνη πάντα άδικη; Δεν αποτελείται πάντα από άνισα μέρη αδικίας, τύχης και κοινοτοπίας;»).
Τέλος πάντων, τότε δεν μπορούσαμε ακόμη να καταλάβουμε πού αποσκοπούσε, όταν άρχισε πάλι να μιλά σ' εκείνο τον τόνο -ελαφρό, σαν να μας έλεγε ένα ανέκδοτο, και με το χέρι του τώρα στο μπρούντζινο κουτί. Αλλά οι άνθρωποι συγκινούνται τόσο εύκολα από προκαταλήψεις. Δεν είναι η πραγματικότητα και οι συνθήκες της που μας εκπλήσσουν, αλλά η ξαφνική συνειδητοποίηση ενός πράγματος που έπρεπε να ξέρουμε, αν δεν ήμασταν τόσο απασχολημένοι να πιστεύουμε κάτι, που αργότερα αποδεικνύεται ότι αποτελούσε αλήθεια μόνο και μόνο επειδή κάποια στιγμή έτυχε να το πιστεύουμε. Ο Στίβενς μιλούσε πάλι για το κάπνισμα, για το πώς ένας άνθρωπος δεν απολαμβάνει πραγματικά τον καπνό, παρά μόνο όταν αρχίζει να πιστεύει ότι τον βλάπτει, και πως οι μη καπνιστές χάνουν μία απ' τις μεγαλύτερες απολαύσεις της ζωής ενός ανθρώπου με ευαισθησίες: τη γνώση ότι υποκύπτει σ' ένα βίτσιο που μπορεί να τον σκοτώσει.
«Καπνίζεις, Ανσε;» είπε.
«Οχι», απάντησε ο Ανσε.
«Ούτε συ, έτσι δεν είναι, Βιργίνιε;»
«Οχι», είπε ο Βιργίνιος. «Κανείς από μας δεν κάπνισε ποτέ του -ο μπαμπάς, ο Ανσε ή εγώ. Μάλλον κληρονομικό είναι».
«Ενα οικογενειακό χαρακτηριστικό», είπε ο Στίβενς. «Συμβαίνει το ίδιο και στην οικογένεια της μητέρας σας; Στον δικό σας κλάδο, Γκράνμπι;»
Ο ξάδελφος κοίταξε τον Στίβενς για λιγότερο από μια στιγμή. Χωρίς να κινηθεί φαινόταν να τρέμει ελάχιστα μέσα στο φτηνό αλλά καθαρό κοστούμι του. «Οχι, κύριε. Δεν κάπνιζα ποτέ».
«Ισως επειδή είσαι ιεροκήρυκας», είπε ο Στίβενς. Ο ξάδελφος δεν απάντησε. Κοίταξε ξανά τον Στίβενς με την ήπια, αλλά σαν χαμένη, φάτσα του. «Εγώ πάντα κάπνιζα», είπε ο Στίβενς. «Από τότε που τελικά συνήλθα από το πρώτο τσιγάρο στην ηλικία των δεκατεσσάρων χρόνων. Είναι αρκετός χρόνος για να γίνει κανείς σχολαστικός με τον καπνό.Οπως είναι οι περισσότεροι καπνιστές, ανεξάρτητα απ' τον τυποποιημένο καπνό και απ' ό,τι λένε οι ψυχολόγοι. Ή, μάλλον μόνο τα τσιγάρα είναι τυποποιημένα. Ή είναι τυποποιημένα μόνο για τους ανίδεους, τους μη-καπνιστές. Παρατήρησα ότι οι μη-καπνιστές είναι ικανοί να γίνουν έξαλλοι εξαιτίας του καπνού, όπως κάνουμε όλοι μας για πράγματα που δεν χρησιμοποιούμε, με τα οποία δεν έχουμε εξοικειωθεί, γιατί ο άνθρωπος κυριαρχείται από προκαταλήψεις ή εσφαλμένες αντιλήψεις. Πάρτε, για παράδειγμα, έναν που πουλάει καπνό ενώ ο ίδιος δεν καπνίζει, που βλέπει άπειρους πελάτες να σχίζουν το πακέτο και ν' ανάβουν τσιγάρο μπροστά του. Τον ρωτάτε αν όλοι οι καπνοί μυρίζουν το ίδιο και αν μπορεί να τους ξεχωρίσει απ' τη μυρωδιά. Ή ίσως να φταίει το σχήμα και το χρώμα του πακέτου, γιατί ούτε οι ψυχολόγοι δεν μας ξεκαθάρισαν μέχρι τώρα πού ακριβώς σταματά η όραση και αρχίζει η όσφρηση, ή πού σταματά η ακοή και αρχίζει η όραση. Αυτά μπορεί να σας τα εξηγήσει κάθε δικηγόρος».
Ο πρόεδρος τον σταμάτησε ξανά. Είχαμε παρακολουθήσει αρκετά σιωπηλά μέχρι αυτό το σημείο, αλλά πιστεύω πως όλοι νιώθαμε ότι το να κρατάς τον δολοφόνο συγχυσμένο ήταν μια στρατηγική, αλλά να κρατάει κι εμάς τους ενόρκους, ήταν κάτι διαφορετικό. «Επρεπε να κάνετε όλη αυτή την έρευνα πριν μας καλέσετε», είπε ο πρόεδρος. «Αλλά ακόμη κι αν αποτελούν απόδειξη αυτά, σε τι θα ωφελήσουν αν δεν συλληφθεί ο δολοφόνος; Οι εικασίες είναι καλές -»
«Εντάξει», είπε ο Στίβενς. «Αφήστε με λίγο ακόμη να κάνω εικασίες, και αν δεν προχωρήσουμε καθόλου, μου το επισημαίνετε, σταματώ και συνεχίζουμε όπως θέλετε εσείς. Προφανώς σκέφτεστε ότι με βάση μόνο εικασίες παίρνω πολλές ελευθερίες. Αλλά τον δικαστή Ντιούκινφιλντ τον βρήκαμε νεκρό, πυροβολημένο ανάμεσα στα μάτια, στην καρέκλα του, εδώ, σ' αυτό το γραφείο. Αυτό δεν είναι εικασία. Και ο θείος Τζομπ καθόταν όλη την ημέρα στην καρέκλα στο διάδρομο, και οποιοσδήποτε έμπαινε σ' αυτό το δωμάτιο (εκτός αν κατέβαινε την ιδιωτική σκάλα από την αίθουσα και έμπαινε απ' το παράθυρο) έπρεπε να περάσει σε απόσταση τριών ποδιών απ' αυτόν. Επί δεκαεπτά χρόνια δεν πέρασε άνθρωπος δίπλα απ' τον θείο Τζομπ χωρίς να τον αντιληφθεί. Αυτό δεν είναι εικασία».
«Τότε ποια είναι η εικασία σας;»
Αλλά ο Στίβενς μιλούσε πάλι για καπνό και κάπνισμα. «Την προηγούμενη εβδομάδα σταμάτησα στο κατάστημα του Ουέστ για να πάρω καπνό και ο ιδιοκτήτης μου είπε για κάποιον που ήταν επίσης απαιτητικός σ' ό,τι αφορά το κάπνισμα του. Καθώς έβγαζε τον καπνό μου από το κουτί, μου έδωσε κι ένα κουτί τσιγάρα. Ήταν σκονισμένο, ξεβαμμένο, σαν να το είχε κρατήσει πολύ καιρό και μου είπε ότι ένας τυμπανιστής του είχε αφήσει δύο πακέτα χρόνια πριν. «Έχετε καπνίσει ποτέ τέτοια;» με ρώτησε. «Όχι», είπα. «Πρέπει να είναι από μεγαλούπολη». Επειτα μου είπε πως είχε πουλήσει το άλλο πακέτο ακριβώς εκείνη την ημέρα.Είπε επίσης πως βρισκόταν πίσω απ' τον πάγκο, μισοδιαβάζοντας εφημερίδα και προσέχοντας ταυτόχρονα το μαγαζί, γιατί ο υπάλληλος είχε πάει για φαγητό. Και είπε ότι ούτε είδε, ούτε άκουσε τον άντρα που μπήκε, μέχρι που σήκωσε το κεφάλι και τον είδε μπροστά του, τόσο κοντά που τρόμαξε. Ένας μικρόσωμος, άνθρωπος της πόλης, όπως έκρινε ο Ουέστ απ' τα ρούχα που φορούσε, και που ζήτησε μια μάρκα τσιγάρων που ο Ουέστ δεν είχε ακούσει ποτέ. «Δεν τα έχω αυτά», είπε ο Ουέστ. «Δεν τα εμπορεύομαι». «Γιατί δεν τα εμπορεύεστε;» ρώτησε ο άντρας. «Δεν πουλιούνται», είπε ο Ουέστ. Και μου έλεγε για τα ρούχα που φορούσε, για το πρόσωπο του σαν ξυρισμένη κέρινη κούκλα, για τα ακίνητα μάτια του και για τον νεκρό τόνο της φωνής του. Οταν ο Ουέστ κοίταξε τα ρουθούνια του, κατάλαβε τι δεν πήγαινε καλά μ' αυτόν τον άντρα. Πρέπει να ήταν ντοπαρισμένος με κάτι. «Δεν έχω παραγγελίες γι' αυτά», είπε ο Ουέστ. «Κι εγώ τι κάνω;» είπε ο άλλος. «Σου πουλάω μυγοπαγίδα;» Τελικά, αγόρασε το άλλο πακέτο τσιγάρα και έφυγε. Και ο Ουέστ είπε ότι ήταν έξαλλος, ίδρωνε και σαν να του ήρθε να κάνει εμετό. Με ρώτησε, «αν ήθελα να κάνω καμιά διαβολιά και φοβόμουν να την κάνω ο ίδιος, ξέρετε τι θα μπορούσα να έκανα; Θα του έδινα εκείνου του τύπου δέκα δολάρια, θα του έλεγα πού είναι η διαβολιά, να την κάνει και να μη μου μιλήσει ποτέ ξανά. Κάπως έτσι αισθάνθηκα, όταν έφυγε. Σαν να έπρεπε να ξεράσω».
Ο Στίβενς σταμάτησε για μια στιγμή και μας κοίταξε. Εμείς τον παρακολουθούσαμε. «Εκείνος ο άνθρωπος της πόλης ήρθε εδώ από κάπου μ' ένα αυτοκίνητο, ένα μεγάλο ανοιχτό διθέσιο αυτοκίνητο. Ένας άνθρωπος της πόλης που του είχαν τελειώσει τα τσιγάρα της μάρκας του». Σταμάτησε πάλι και έπειτα γύρισε το κεφάλι του αργά προς τον Βιργίνιο Χόλαντ και τον κοίταξε. Μας φάνηκε πως αλληλοκοιτάζονταν για ένα ολόκληρο λεπτό.
«Κι ένας νέγρος μου είπε ότι το μεγάλο αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο στην αποθήκη του Βιργινίου Χόλαντ τη νύχτα πριν από το φόνο του δικαστή Ντιοΰκινφιλντ». Και πάλι τους παρακολουθούσαμε πως αλληλοκοιτάζονταν σταθερά, χωρίς αλλαγή έκφρασης στα πρόσωπά τους. Ο Στίβενς μιλούσε σ' έναν ήρεμο, σκεπτικό, σχεδόν ρεμβαστικό τόνο. «Κάποιος προσπάθησε να τον εμποδίσει να 'ρθει εδώ μ' εκείνο το μεγάλο αυτοκίνητο, που ο καθένας που θα το είχε δει μια φορά θα το θυμόταν και θα το αναγνώριζε. Ισως κάποιος να ήθελε να του απαγορεύσει να 'ρθει μ' αυτό και να τον απείλησε. Μόνο που ο άνθρωπος στον οποίον ο Ουέστ πούλησε τα τσιγάρα δεν θα ανεχόταν καμιά απειλή».
«Με το "κάποιος" προφανώς εννοείτε εμένα», είπε ο Βιργίνιος. Δεν κινήθηκε και δεν γύρισε το βλέμμα του απ' το πρόσωπο του Στίβενς. Ο Ανσελμ, όμως, κουνήθηκε. Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε τον αδελφό του. Επικρατούσε αρκετή σιωπή, παρ' όλα αυτά όταν άρχισε να μιλάει ο ξάδελφος, δεν μπορέσαμε αμέσως να τον καταλάβουμε. Από τότε που είχαμε μπει στο δωμάτιο και ο Στίβενς είχε κλειδώσει την πόρτα, μίλησε μόνο μια φορά. Η φωνή του ήταν αδύνατη. Αν και ήταν ακίνητος, είχαμε πάλι την εντύπωση ότι έτρεμε ελαφρά. Μιλούσε μ' εκείνη την πτοημένη δειλία, μ' εκείνη τη βασανιστική επιθυμία ν' ανοίξει η γη να τον καταπιεί με την οποία ήμασταν όλοι εξοικειωμένοι.
«Ο τύπος για τον οποίον μιλάτε, εμένα ήρθε να δει», είπε ο Ντοντζ.«Σταμάτησε να με δει. Οταν σταμάτησε στο σπίτι, είχε αρχίσει να νυχτώνει. Ελεγε ότι προσπαθούσε να αγοράσει όλα τα μικρόσωμα άλογα που χρησιμοποιούν για κείνο το -το παιχνίδι-».
«Πόλο;» ρώτησε ο Στίβενς. Ο ξάδελφος δεν κοιτούσε κανέναν ενώ μιλούσε. Ηταν σαν να μιλούσε στα χέρια του, που κουνιούνταν ελάχιστα πάνω απ' τα γόνατα του.
«Μάλιστα, κύριε. Ήταν και ο Βιργίνιος εκεί. Μιλούσαμε για άλογα. Το επόμενο πρωί μπήκε στο αυτοκίνητο του και έφυγε. Δεν είχαμε τίποτ' άλλο μαζί. Δεν ξέρω ούτε από πού ήρθε, ούτε πού πήγε».
«Ή ποιον άλλον ήρθε να δει», είπε ο Στίβενς. «Ή τι άλλο ήρθε να κάνει. Δεν το ξέρετε».
Ο Ντοντζ δεν απάντησε. Δεν ήταν απαραίτητο, πάλι είχε κρυφτεί πίσω από τη δειλία του σαν μικρό, αδύναμο άγριο πλάσμα σε μια φωλιά.
«Αυτή είναι η εικασία μου», είπε ο Στίβενς.
Και τότε έπρεπε να καταλάβουμε. Ήταν εκεί, ολοφάνερο, σαν γυμνό χέρι. Επρεπε να τον είχαμε νιώσει -κάποιον σ' εκείνο το δωμάτιο που αισθανόταν κάτι που ο Στίβενς είχε ονομάσει τρόμο, οργή, άγρια επιθυμία να γυρίσει το χρόνο για ένα δευτερόλεπτο πίσω, ν' ανακαλέσει, να διορθώσει. Αλλά ίσως αυτός ο κάποιος δεν το είχε ακόμα αισθανθεί,δεν είχε νιώσει ακόμη το χτύπημα, τη σύγκρουση, σαν άνθρωπος που για ένα - δύο δευτερόλεπτα δεν συνειδητοποιεί ότι έχει πυροβοληθεί. Γιατί τώρα ήταν ο Βιργίνιος που μίλησε, απότομα και σκληρά. «Πώς θα το αποδείξετε αυτό;».
«Ν' αποδείξω τι, Βιργίνιε;» είπε ο Στίβενς. Πάλι αλληλοκοιτάζονταν, ήρεμα, σκληρά, σαν δυο πυγμάχοι. Όχι ξιφομάχοι, αλλά πυγμάχοι ή, το πολύ, σαν μονομάχοι με πιστόλια. «Ποιος ήταν που πλήρωσε αυτόν τον γορίλα, τον μπράβο, να 'ρθει εδώ απ' το Μέμφις; Δεν πρέπει ν' αποδείξω τίποτα πάνω σ' αυτό. Το είπε ο ίδιος. Στο γυρισμό του για το Μέμφις χτύπησε ένα παιδί με το αυτοκίνητο, στο Μπάτενμπεργκ (ήταν ακόμη κάτω απ' την επίδραση ναρκωτικού, μπορεί να πήρε άλλη μια δόση αφού τελείωσε τη δουλειά του εδώ). Τον έπιασαν, τον φυλάκισαν και, όταν το ναρκωτικό άρχισε να χάνει τη δράση του, τους είπε πού ήταν, ποιον είχε πάει να δει. Καθόταν εκεί στο κελί, τιναζόταν και γρύλιζε, αφού πρώτα του είχαν πάρει το πιστόλι με τον σιγαστήρα».
«Α», είπε ο Βιργίνιος. «Ωραία. Αρα μένει μόνο ν' αποδείξετε ότι εκείνη την ημέρα μπήκε σ' αυτό το δωμάτιο. Και πώς θα το κάνετε αυτό;Δίνοντας του γέρου νέγρου άλλο ένα δολάριο για να ξαναθυμηθεί;».
Αλλά ο Στίβενς δεν φαινόταν να παρακολουθεί. Στεκόταν στην άκρη του τραπεζιού, ανάμεσα στις δύο ομάδες, και ενώ μιλούσε πάλι σε εκείνον τον ελαφρό, ρεμβαστικό τόνο, κρατούσε στα χέρια του το μπρούντζινο κουτί, το κοιτούσε και το γύριζε απ' όλες τις πλευρές. «Ολοι ξέρετε το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτού του δωματίου. Πως δεν φυσάει ποτέ ούτε αεράκι εδώ μέσα. Πως, όταν καπνίζει κανείς εδώ μέσα, το Σάββατο ας πούμε, ο καπνός θα είναι ακόμη εδώ τη Δευτέρα όταν ο θείος Τζομπ ανοίξει την πόρτα, ακουμπώντας στον πίνακα ανακοινώσεων σαν κοιμισμένο σκυλί. Αυτό είναι κάτι που όλοι το νιώσατε κάποια φορά».
Τώρα πια σκύβαμε όλοι λίγο μπροστά, σαν τον Ανσε, παρακολουθώντας τον Στίβενς.
«Ναι», είπε ο πρόεδρος. «Το ξέρουμε αυτό».
«Ναι», είπε ο Στίβενς και ακόμη φαινόταν σαν να μην παρακολουθεί, στριφογυρίζοντας το κουτί στα χέρια του. «Ζητήσατε την εικασία μου.Αυτή είναι. Αλλά γι' αυτήν χρειάζεται ένας άνθρωπος που να ξέρει να κάνει υποθέσεις -ένας άνθρωπος που μπόρεσε να εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά σ' έναν καταστηματάρχη, που καθόταν πίσω απ' τον πάγκο του, με το ένα μάτι στην εφημερίδα και το άλλο στην πόρτα, χωρίς να τον καταλάβει ο καταστηματάρχης. Ένας άνθρωπος της πόλης, που ζητούσε τσιγάρα που πουλιούνται στην πόλη. Αυτός ο άνθρωπος έφυγε απ' το ντράγκστορ, διέσχισε την πλατεία, μπήκε στα δικαστήρια και ανέβηκε τις σκάλες, όπως όλοι. Ισως να τον είδαν μια ντουζίνα άνθρωποι, ίσως άλλοι είκοσι δεν τον πρόσεξαν καθόλου, επειδή υπάρχουν δύο μέρη όπου δεν κοιτάμε τα πρόσωπα των άλλων: στον ναό του αστικού δικαίου και στις δημόσιες τουαλέτες. Κι έτσι μπήκε στην αίθουσα δικαστηρίου, κατέβηκε την ιδιωτική σκάλα, μπήκε στο διάδρομο και είδε τον θείο Τζομπ να κοιμάται στην καρέκλα του. Έπειτα ακολούθησε το διάδρομο και σκαρφάλωσε απ' το παράθυρο πίσω απ' τον δικαστή Ντιούκινφιλντ. Ή πέρασε δίπλα απ' τον θείο Τζομπ, ερχόμενος από πίσω, βλέπετε. Και να περάσει σε απόσταση οκτώ ποδιών από έναν άνθρωπο που κοιμάται στην καρέκλα του δεν πρέπει να είναι πολύ δύσκολο για κάποιον που μπορεί να εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά σ' έναν καταστηματάρχη που στέκεται πίσω απ' τον πάγκο του μαγαζιού του. Ισως άναψε και το τσιγάρο απ' το πακέτο που του είχε πουλήσει ο Ουέστ πριν καταλάβει την παρουσία του ο δικαστής Ντιούκινφιλντ. Ή μπορεί να κοιμόταν ο δικαστής, όπως καμιά φορά συνήθιζε. Ισως ο άνθρωπος στεκόταν εκεί και κάπνιζε το τσιγάρο του, παρακολουθώντας τον καπνό να απλώνεται αργά πάνω απ' το τραπέζι και να μαζεύεται προς την πλευρά του τοίχου, σκεπτόμενος τα εύκολα χρήματα, τα εύκολα ψιλά, πριν ακόμη τραβήξει το πιστόλι. Και το πιστόλι πρέπει να έκανε λιγότερο θόρυβο απ' το άναμμα του σπίρτου προηγουμένως, γιατί είχε προφυλαχθεί τόσο πολύ για θόρυβο που ξέχασε τη σιωπή. Επειτα γύρισε όπως ήρθε, και η ντουζίνα άνθρωποι και οι άλλοι είκοσι τον είδαν και ταυτόχρονα δεν τον έβλεπαν, και στις πέντε εκείνο το απόγευμα μπήκε ο θείος Τζομπ να ξυπνήσει το δικαστή και να του ανακοινώσει πως ήρθε η ώρα να γυρίσει σπίτι. Ετσι δεν είναι, θείε Τζομπ;».
Ο γέρος νέγρος σήκωσε το βλέμμα του. «Τον πρόσεχα, όπως είχα υποσχεθεί στην κυρία», είπε. «Και ανησυχούσα γι' αυτόν, όπως είχα υποσχεθεί στην κυρία. Και μπαίνω εδώ μέσα και στην αρχή νόμισα ότι κοιμόταν, όπως καμιά φορά — ».
«Περίμενε», είπε ο Στίβενς. «Μπήκες και τον είδες στην καρέκλα του, όπως πάντα, και, καθώς πλησίαζες, πρόσεξες τον καπνό πίσω απ' το τραπέζι, μπροστά απ' τον τοίχο. Αυτό δεν μου είπες;».
Καθισμένος στην επιδιορθωμένη καρέκλα του, ο γέρος νέγρος άρχισε να κλαίει. Εμοιαζε με γέρικη μαϊμού, κλαίγοντας αδύναμα με μαύρα δάκρυα, σκουπίζοντας το πρόσωπο του με το ροζιασμένο χέρι του που έτρεμε λόγω ηλικίας. «Μπαίνω εδώ μέσα πολλές φορές κάθε πρωί, για να καθαρίσω. Όταν υπήρχε καπνός στο δωμάτιο και έμπαινε ο δικαστής, που δεν έχει τραβήξει ούτε τζούρα στη ζωή του, και εισέπνεε τον καπνό μ' εκείνη τη μεγάλη μύτη του, μου έλεγε, "Λοιπόν, Τζομπ, ξετρυπώσαμε όλα τα τρωκτικά του δικαστικού σώματος με καπνό χθες βράδυ"».
«Οχι», είπε ο Στίβενς. «Πες μας για τον καπνό εκείνο το απόγευμα όταν μπήκες να τον ξυπνήσεις για να πάει σπίτι, εκείνη την ημέρα που δεν είχε περάσει κανείς από δίπλα σου εκτός απ' τον κύριο Βιργίνιο Χόλαντ εκεί πέρα. Και ο κ. Βιργίνιος δεν καπνίζει, και ούτε ο δικαστής κάπνιζε. Κι όμως, υπήρχε καπνός εδώ μέσα. Πες τους τι μου είπες».
«Υπήρχε καπνός. Κι εγώ νόμιζα ότι ο δικαστής κοιμόταν ως συνήθως,και πλησίασα να τον ξυπνήσω-».
«Και αυτό το μικρό κουτί βρισκόταν στην άκρη του τραπεζιού, όπου το είχε βάλει, γιατί όση ώρα μιλούσε με τον κ. Βιργίνιο το έπαιζε στα χέρια του, και όταν άπλωσες το χέρι σου να τον ξυπνήσεις».
«Ναι, κύριε. Πετάχτηκε απ' το τραπέζι κι εγώ νόμισα πως κοιμόταν ».
«Το κουτί πετάχτηκε απ' το τραπέζι. Κι έκανε θόρυβο κι εσύ αναρωτήθηκες πώς δεν ξύπνησε ο δικαστής και κοίταξες κάτω όπου βρισκόταν το κουτί μες στον καπνό, με το καπάκι ανοικτό, και νόμισες ότι είχε σπάσει. Και άπλωσες το χέρι σου κάτω για να δεις, γιατί ο δικαστής το αγαπούσε το κουτί, γιατί του το είχε φέρει η δεσποινίς Έμμα από την άλλη πλευρά του ωκεανού, αν και δεν το χρειαζόταν για να κρατάει τα χαρτιά στο γραφείο του. Αρα έκλεισες το καπάκι και το έβαλες πίσω στο τραπέζι. Και μετά ανακάλυψες ότι ο δικαστής δεν κοιμόταν».
Έπαψε να μιλάει. Αναπνέαμε σιωπηλά, ακούγοντας τις αναπνοές μας. Ο Στίβενς φαινόταν να παρακολουθεί το χέρι του καθώς αυτό στριφογύριζε το κουτί. Είχε γυρίσει λίγο την πλάτη του προς το τραπέζι την ώρα που μιλούσε με τον γέρο νέγρο, έτσι ώστε τώρα κοιτούσε περισσότερο τον πάγκο παρά το τραπέζι όπου κάθονταν οι ένορκοι. «Ο θείος Τζομπ το λέει αυτό χρυσό κουτί. Είναι εξίσου καλό όνομα με οποιοδήποτε άλλο. Καλύτερο από πολλά άλλα. Γιατί όλα τα μέταλλα είναι περίπου ίδια, απλώς τυχαίνει μερικοί να προτιμήσουν το ένα στη θέση του άλλου. Κι όμως όλα τα μέταλλα έχουν κάποια γενικά χαρακτηριστικά, που είναι παρόμοια. Ένα απ' αυτά είναι το γεγονός ότι οτιδήποτε κλεισμένο σε μεταλλικό κουτί θα παραμείνει για περισσότερο καιρό αμετάβλητο, παρά σε ξύλινο ή χάρτινο κουτί. Μπορείς να κλείσεις καπνό, για παράδειγμα, σ' ένα μεταλλικό κουτί μ' ένα σφιχτό καπάκι σαν κι αυτό, και μια εβδομάδα αργότερα θα είναι ακόμη εκεί. Και επιπλέον, ένας χημικός ή ένας καπνιστής ή ένας πωλητής καπνού σαν τον δόκτορα Ουέστ μπορεί να πει από τι προέρχεται ο καπνός, από τι είδος καπνού, ιδιαίτερα αν πρόκειται για σπάνια μάρκα, που δεν πουλιέται στο Τζέφερσον και που έτυχε ο ίδιος να έχει δύο πακέτα και θυμάται σε ποιον πούλησε το ένα απ' αυτά».
Δεν κινηθήκαμε καθόλου. Απλώς καθόμασταν εκεί όταν ακούσαμε γρήγορα βήματα στο πάτωμα και μετά είδαμε κάποιον να χτυπά το χέρι του Στίβενς που κρατούσε το κουτί. Ακόμη και τότε δεν παρακολουθούσαμε προσεκτικά τον δράστη. Όπως κι εκείνος, είδαμε το καπάκι ν' ανοίγει απότομα και το κουτί να γίνεται σαν δύο κομμάτια και από μέσα του να βγαίνει ένας εξασθενημένος καπνός που διαλυόταν νωθρά. Σκύψαμε όλοι πάνω απ' το τραπέζι, κοιτάξαμε κάτω και είδαμε την απελπιστική μετριότητα του κεφαλιού του Γκράνμπι, Ντοντζ, που γονάτιζε στο πάτωμα και κυνηγούσε τον καπνό που εξασθένιζε με τα χέρια του.
«Ακόμη δεν μπορώ να...» είπε ο Βιργίνιος. Ημασταν έξω πια, στην αυλή του δικαστικού μεγάρου, οι πέντε μας, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια σαν να είχαμε μόλις βγει από μια σπηλιά.
«Εκανες μια διαθήκη, έτσι δεν είναι;» είπε ο Στίβενς. Ο Βιργίνιος έμεινε ακίνητος, κοιτώντας τον Στίβενς.
«Ω», είπε τελικά.
«Μία από εκείνες τις απλές αμοιβαίες διαθήκες τύπου συμβολαίου εμπιστοσύνης που γίνονται ανάμεσα σε δύο συνεταίρους», είπε ο Στίβενς. «Εσύ και ο Γκράνμπι, ο καθένας δικαιούχος και ταυτόχρονα εκτελεστής για τον άλλον, με σκοπό την αμοιβαία προστασία της περιουσίας.Αυτό είναι απλό. Ο Γκράνμπυ πρέπει να ήταν αυτός που το πρότεινε αρχικά, λέγοντας ότι σ' έκανε κληρονόμο του. Αρα, καλύτερα να σχίσεις το δικό σου αντίγραφο. Βάλε τον Ανσε κληρονόμο σου, αν πρέπει οπωσδήποτε να κάνεις μια διαθήκη».
«Δεν θα χρειαστεί να περιμένει τόσο πολύ», είπε ο Βιργίνιος. «Η μισή γη είναι δική του».
«Μεταχειρίσου την σωστά, όπως ξέρει ο ίδιος ότι θα κάνεις», είπε ο Στίβενς. «Του Ανσε δεν του χρειάζεται η γη».
«Ναι», είπε ο Βιργίνιος και κοίταξε αλλού. «Αλλά θα ήθελα...».
«Μεταχειρίσου την σωστά. Ξέρει πως αυτό θα κάνεις».
«Ναι», είπε ο Βιργίνιος. Κοίταξε πάλι τον Στίβενς. «Λοιπόν, νομίζω ότι εγώ... ότι και οι δυο μας σου χρωστάμε...».
«Περισσότερα απ' ό,τι νομίζεις», είπε ο Στίβενς. Μιλούσε αρκετά σοβαρά. «Και σ' εκείνο το άλογο. Μια εβδομάδα μετά που πέθανε ο πατέρας σου, ο Γκράνμπι αγόρασε ποντικοφάρμακο αρκετό να σκοτώσει τρεις ελέφαντες, μου είπε ο Ουέστ. Αλλά μετά θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει για κείνο το άλογο και φοβήθηκε να σκοτώσει τα ποντίκια του πριν κανονιστεί εκείνη η διαθήκη. Γιατί είναι άνθρωπος έξυπνος και ταυτόχρονα χαζός: ένας επικίνδυνος συνδυασμός. Αρκετά χαζός ώστε να πιστεύει ότι ο νόμος είναι κάτι σαν δυναμίτης: επιβάλλει τα συμφέροντα οποιουδήποτε προλάβει να τον αρπάξει στα χέρια του πρώτος, αν και πάντοτε υπάρχει κίνδυνος να του σκάσει στα χέρια, και αρκετά έξυπνος ώστε να πιστεύει ότι οι άνθρωποι ωφελούνται απ' το νόμο και προσφεύγουν σ' αυτόν μόνο για προσωπικούς σκοπούς. Το ανακάλυψα αυτό όταν το περασμένο καλοκαίρι έστειλε έναν νέγρο να με δει και να με ρωτήσει αν ο τρόπος που πεθαίνει κάποιος μπορεί να επηρεάσει την επικύρωση της διαθήκης του. Ηξερα ποιος είχε στείλει τον νέγρο κι επίσης ήξερα ότι οποιαδήποτε πληροφορία και αν γυρνούσε στον άνθρωπο που τον είχε στείλει, ήδη ο εν λόγω άνθρωπος είχε αποφασίσει να μην πιστέψει την πληροφορία, γιατί προερχόταν από έναν υπηρέτη του νόμου, δηλαδή από τον δυναμίτη. Αρα, αν εκείνο το άλογο ήταν ένα φυσιολογικό άλογο, ή αν ο Γκράνμπι το είχε θυμηθεί έγκαιρα, τώρα θα ήσουν νεκρός. Ο Γκράνμπι, μπορεί να μην ήταν καθόλου καλύτερα απ' ό,τι είναι τώρα, αλλά εσύ θα ήσουν νεκρός».
«Ω», είπε ο Βιργίνιος ήρεμα, με σοβαρότητα. «Νομίζω πως σου είμαι υποχρεωμένος». «Ναι», είπε ο Στίβενς. «Ανέλαβες πολύ μεγάλη υποχρέωση. Χρωστάς κάτι στον Γκράνμπι». Ο Βιργίνιος τον κοίταξε. «Του χρωστάς για εκείνους τους φόρους που πλήρωνε εδώ και δεκαπέντε χρόνια». «Ω», είπε ο Βιργίνιος. «Νόμιζα ότι ο πατέρας μου... Περίπου κάθε Νοέμβριο ο Γκράνμπι δανειζόταν χρήματα από μένα και ποτέ το ίδιο ποσό. Για να αγοράσει εμπόρευμα, έλεγε. Μου επέστρεφε πάντα ένα ποσό. Ακόμη μου χρωστάει... όχι. Εγώ του χρωστάω τώρα». Ήταν πολύ σοβαρός, πολύ βαρύς. «Οταν ένας άνθρωπος αρχίσει να κάνει κακό, δεν έχει τόση σημασία τι κάνει, αλλά τι αφήνει πίσω του».
«Αλλά είναι αυτό που κάνει για το οποίο πρέπει να τιμωρηθεί από τρίτους. Γιατί οι άνθρωποι που βλάπτονται απ' αυτό που αφήνει δεν θα τον τιμωρήσουν. Άρα είναι καλό για τους υπόλοιπους από μας ότι αυτό που κάνει τον απομακρύνει απ' αυτούς που έβλαψε. Τώρα, σας τον πήρα εγώ από τα χέρια σας, Βιργίνιε, αίμα σου ή μη».
«Καταλαβαίνω», είπε ο Βιργίνιος. «Ετσι κι αλλιώς δεν θα...». Ξαφνικά κοίταξε τον Στίβενς. «Γκάβιν», είπε.
«Τι;» ρώτησε ο Στίβενς.
Ο Βιργίνιος τον κοιτούσε. «Μιλήσατε πολύ έξυπνα εκεί μέσα για χημεία και άλλα τέτοια, για τον καπνό. Πίστεψα μερικά απ' αυτά και άλλα όχι. Και σκέφτομαι ότι αν σας έλεγα ποια πίστεψα και ποια όχι, θα γελούσατε μαζί μου». Η έκφραση του ήταν πολύ σοβαρή. Και η έκφραση του Στίβενς ήταν σοβαρότατη. Κι όμως υπήρχε κάτι στα μάτια του Στίβενς, στο βλέμμα του, κάτι ανυπόμονο, ενθουσιώδες, και χωρίς καθόλου σαρκασμό. «Αυτό έγινε πριν από μία εβδομάδα. Αν είχατε ανοίξει εκείνο το κουτί για να δείτε αν υπήρχε ακόμη καπνός μέσα, θα είχε βγει. Και αν δεν υπήρχε καθόλου καπνός σ' εκείνο το κουτί, ο Γκράνμπι δεν θα είχε προδοθεί. Και αυτά έγιναν πριν από μία εβδομάδα. Πώς ξέρατε ότι υπήρχε αρκετός καπνός εκεί μέσα;».
«Δεν το ήξερα», είπε ο Στίβενς. Το ξεφούρνισε γρήγορα, ζωηρά, χαρούμενα, σχεδόν ευτυχισμένα, λάμποντας από ικανοποίηση. «Δεν το ήξερα. Περίμενα όσο το δυνατόν περισσότερα πριν μπείτε όλοι στο δωμάτιο. Γέμισα το κουτί με καπνό πίπας και το έκλεισα. Αλλά δεν ήξερα τι θα γινόταν. Ημουν πολύ πιο φοβισμένος απ' τον Γκράνμπι Ντοντζ.Αλλά πήγαν όλα καλά. Ο καπνός παρέμεινε στο κουτί σχεδόν μια ώρα».

Γουίλιαμ Φόκνερ
Γουίλιαμ Φόκνερ (1897 - 1962)

αμερικανός συγγραφέας, που βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1949. («Η βουή και το Πάθος»)

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ