Γαλήνη

Η Μαρία κατάλαβε πως δεν μπορούσε πια να βαστηχτεί· θα ξεφώνιζε σα σκύλα. Τα μάτια της κοίταζαν τρομαγμένα και παρακαλεστικά τους επιβάτες του λεωφορείου. Όλοι πήγαιναν στη Ραφήνα για να πάρουν το βαποράκι της Τήνου.
Το λεωφορείο, μέσα στο πρωινό του Αυγούστου, έτρεχε χωρίς προσπάθεια, περνώντας από μέρη γεμάτα μπαξέδες, ελαιώνες και πεύκα. Αλλά στα μάτια της Μαρίας όλα τούτα γίνονταν κίτρινες πλάκες, πράσινες ή γαλάζιες, πέφταν πάνω της, τσακίζονταν στο κούτελό της κι ύστερα ξανακολλημένες μ’ απίστευτη γρηγοράδα στοιβάζονταν πάνω στο στήθος της. Ο πόνος, από τη μέση και πάνω, την έσφιγγε σα σιδερένιος μπούστος, ενώ μια πυρωμένη τσιμπίδα της μασούσε τα πρησμένα βυζιά.
Όταν έκανε πως ανασηκώνεται, θυμήθηκε το μωρό που κοιμόταν πάνω στα γόνατά της. Το πήρε στα χέρια. «Πώς δε μου ’πεσε», είπε και δάγκωσε τα χείλια για να μην αποσώσει: «το καταραμένο, το σπόρι του Σατανά!»
Στο λεωφορείο γίνηκε κάποια κίνηση.
«Εδώ θα κατεβείς;» τη ρώτησε ο εισπράκτορας.
«Ναι», του έκανε εκείνη με το κεφάλι.
«Δεν πας στην Τήνο;» ρώτησε εκείνος απορημένος.
«Όχι», έκανε η Μαρία και νόμισε πως μέσα στο κεφάλι της μια μολυβένια μπάλα πήγαινε κι ερχόταν με βρόντο. Η ανασεμιά έβγαινε απ’ τα ρουθούνια της καυτή.
Ο εισπράκτορας δεν την πίστευε:
«Εδώ στην ερημιά θα κατεβείς; Πες μου πού θες να πας».
Η Μαρία με τα μάτια γύρεψε βοήθεια από τους επιβάτες. Κάποιος πήρε το μέρος της.
«Τι τη στενοχωράς τη γυναίκα; Δικαίωμά της να κατέβει όπου θέλει. Κάνε στάση, να τελειώνουμε».
Χρειάστηκε όμως να πειστεί κι οδηγός, πως στ’ αλήθεια κάποιος ήθελε να κατεβεί εκεί πέρα- ο εισπράχτορας είχε εκνευριστεί· μερικοί επιβάτες δίναν δίκιο στον οδηγό. Τέλος το λεωφορείο σταμάτησε.
«Θες τίποτα βοήθεια;» τη ρώτησε ένας με μαύρα μουστάκια και ζωηρό μάγουλο.
Η Μαρία του έβαλε το μωρό στα χέρια. Κατέβηκε πιάνοντας την πόρτα κι απ’ τις δυο μεριές και βγάζοντας ένα μικρό μουγκρητό. Ύστερα στράφηκε και ξαναπήρε το παιδί. Την τύλιξε ένα σύννεφο από σκόνη και καυσαέρια.

Ο τόπος λεγόταν Γαλίνι, μα ο καθένας με το δίκιο του, άκουε: γαλήνη, και ρίχνοντας μια ματιά γύρω, συγκατάνευε: μάλιστα, Γαλήνη.
Ήταν ένας μικρός λόφος σταχτοκίτρινος, αραιοφυτεμένος μ’ ελιές. Κοντές αττικές ελιές μ’ ασημένιο φύλλωμα και λεπτούς μαύρους κορμούς απελπιστικά στριμμένους. Πιο ψηλά, εκεί που τελειώναν τα χώ­ματα, ήταν κάμποσες λεύκες στη σειρά, ολόρθες, μ’ ασβεστωμένους κορμούς, και βαστούσαν όλη την παρυφή του λόφου. Ανάμεσά τους φαινόταν ο ουρανός. Κι από το χρώμα του μάντευες πως από κάτω του ήταν η θάλασσα.
Ο αυγουστιάτικος ήλιος φώτιζε δυνατά, χωρίς ακόμα να καίει. Ένα αεράκι φυσούσε πίσω από το λόφο, έκανε τις λεύκες να θροούν, οι φούντες τους σκύβαν, κι αυτό περνούσε πάνω απ’ τις ελιές. Η άμμος καθρέφτιζε το φως και το σκορπούσε γύρω. Τα φύλλα των ελιών ανατρίχιαζαν, κάναν ασημένια κύματα, πότε αστραφτερά και πότε πιο σκούρα, και τα ρίχναν· κάναν κύματα και τα ρίχναν. Οι λεύκες ξετρελαμένες από τ’ αεράκι κι από το φως τίναζαν σύγκορμες το φύλλωμά τους, λαμπάδιαζαν μονομιάς, γέρναν μπρος πίσω κι ήταν εκεί πάνω σαν ένα μεγάλο μετα­ξωτό σεντόνι ανοιχτοπράσινο μ’ ασημένια ξεφτίδια, που αεριζόταν.
Ένα αιθέριο στρώμα αργυρής ουσίας πήγαινε κι ερχόταν μαλακά πάνω σ’ όλο το τοπίο σα να το έπλενε. Γύρω δε φαινόταν ψυχή. Μόνο ένας γάιδαρος, ψαρής, λίγο πιο πέρα, έμενε ασάλευτος στα πόδια του λόφου.
Η Μαρία γύρεψε τόπο για ν’ ακουμπήσει. Οι ελιές ήταν κοντές και άβολες. Είδε τις λεύκες κι είπε ν’ ανεβεί. Μα ο πόνος την έσφιξε πάλι, αβάσταχτος. Άσπρα τάσια τη χτυπούσαν κατακέφαλα, της σκίζανε τα στήθια. Έγειρε το κεφάλι πίσω και ξεφώνισε. Το μωρό τρόμαξε κι άρχισε να κλαίει.
Με τεντωμένα χέρια, για να βαστάει το μωρό μακριά από τους μαστούς της, η γυναίκα ανέβαινε και ούρλιαζε, μα ο δρόμος της φάνηκε ατέλειωτος, κατάλαβε πως δε θα φτάσει ποτέ ως τις λεύκες. Γονάτισε, απίθωσε το παιδί και στρώθηκε ανάσκελα.
Βογγούσε, πνιγόταν. Ξέσκισε την τραχηλιά και πέταξε έξω τα στήθια της. «Παναγίτσα μου», φώναξε, «βοήθεια!»
Σα να μην έφτανε, ήρθε κι ο ήλιος και της μπούκωνε με καυτό φως ρουθούνια, στόμα κι αυτιά, πληθαίνοντας αυτό που της πέτρωνε τα βυζιά. Η Μαρία σπαρταρούσε σαν ψάρι κάτω από τον ήλιο, σπάραζε. Μεγάλοι δίσκοι φωτεινοί λαμποκοπούσαν πάνω της και γέμιζαν τον ουρανό, σκουντρούσαν, γκρεμίζονταν. Άξαφνα, σαν το ασημένιο νόμισμα που γυρίζει, γυρίζει και χαμηλώνει για να κάτσει πλάκα πάνω στο μάρμαρο, ο ουρανός έπιασε να κατεβαίνει. Τα χέρια της μαράθηκαν, ο αέρας λιγόστεψε φοβερά.
«Παναγίτσα μου», φώναξε, «αμάρτησα η αφορεσμένη. Στείλε και πάρε με. Δεν μπορώ πια».

Κι ο αρχάγγελος Γαβριήλ κατέβηκε φρουμάζοντας. Τα κάτασπρα φτερά του τάραξαν τον αέρα, γέμισαν τον τόπο. Ένα κάτασπρο φως τρικυμιζόταν εκτυφλωτικά. Φραγμένος από την κορυφή ως τα νύχια με την ασημένια του πανοπλία ήρθε και στάθηκε ο Γαβριήλ. Με το τακούνι και με τα σπιρούνια βάλθηκε να της πιλατεύει τα βυζιά. Η φοβερή σπάθα του στριφογύριζε πάνω από το κεφάλι της σφυρίζοντας.
«Άγγελέ μου Γαβρίλη, πάρε με πια, μη με τυραννάς!»
Εκείνος όμως χτυπούσε τις μεγάλες του φτερούγες, κουνούσε τη σπάθα, πηδούσε πάνω της κι έβγαζε φωνές.
«Παναγίτσα μου», ξανάπε η δυστυχισμένη γυναίκα, «αμάρτησα η αφορεσμένη. Μα δε φτάνει, όσο με παίδεψαν δικοί μου και ξένοι; Τι μου τον έστειλες και τούτο τον παλικαρά;»
Μια φλόγα της καψάλισε τα στήθια. «Μάνα μου, μανούλα», ούρλιαζε η Μαρία, που νόμισε πως την τρυπούσε ο άγγελος με τη σπάθα του. Βούλιαξε μέσα σ’ ένα καταρράχτη από φωνές κι ασημένιες λεπίδες.
Ο αρχάγγελος συνέχιζε να την παιδεύει. Μα τώρα είχε γονατίσει στο πλευρό της και με τα χέρια της ζύμωνε τα βυζιά. Τ’ αργυρά του γάντια ήταν ασήκωτα.
Ο πόνος, σα γουδοχέρι το σκόρδο μέσα στο γουδί, της έλιωνε τα σω­θικά. Πίεζε ο Γαβρίλης με το γουδοχέρι κάνοντας κύκλο γύρω από κάθε βυζί, κι ο πόνος έκανε κύκλους, και το φως στριφογύριζε. Σε κάθε κλείσιμο του κύκλου ο άγγελος σταματούσε και τότε σαν ιδρώτας, σαν υποψία δροσιάς, λίγη ανακούφιση ανάβρυζε. Και πάλι, και ξανά, και πάλι, ώσπου το φως μαλάκωσε και μαζί μαλάκωσαν τα βογγητά της και γινήκαν παράπονο.

Μισάνοιξε τα μάτια και τον είδε. Ο αρχάγγελος άλλαζε, μεταμορφωνόταν συνέχεια. Έβγαζε την περικεφαλαία και φορούσε το φύλλωμα μιας ελιάς, ύστερα σαλτάριζε μακριά και γινόταν λεύκα, ύστερα γινόταν γαϊδουράκι κι έγερνε από πάνω της. Είχε γαλανά μάτια και φωνή βρέφους.
Κι η ανακούφιση απλωνόταν, γινόταν βρύση δροσερή κι έτρεχε από τις ρώγες της και της έβρεχε το στήθος. Ο Γαβρίλης είχε βγάλει πια τα γάντια και τη ζουλούσε τώρα με χέρια γυμνά. Και δεν άλλαζε, έμενε πια ο ίδιος: ένα τυραννισμένο πρόσωπο που χαμογελούσε δειλά. Ξαφνικά η Μαρία συμμάζεψε τα λογικά της: ένας άντρας! Ένας σαραντάρης, με ψαρά μαλλιά και γαλανά μάτια έσκυβε από πάνω της και τη
γιατροκομούσε. Μήτε Γαβρίλης μήτε άλλος κανείς. Η γυναίκα ντράπηκε, θέλησε να σκεπάσει τη γύμνια της. Μα θυμήθηκε πόσο καυτός ήταν ο πόνος και προτίμησε να κάνει ακόμα τη λιπόθυμη. Παραδόθηκε στ’ άγνωστα χέρια που συνέχιζαν το πιλάτεμα. Ένα κύμα ευδαιμονίας χτυπούσε μαλακά ξεσφίγγοντας τους αρμούς, ισιώνοντας τη ζαρωμένη πλάτη, λασκάροντας το βιδωμένο σβέρκο, γεμίζοντας δροσιά και σκότος το κεφάλι της.
Όταν ξύπνησε είδε το γάιδαρο και κατάλαβε αμέσως γιατί στεκόταν πλάι της: έκανε σκιά. Η Μαρία έβαλε το χέρι στην τραχηλιά: ήταν συγυρισμένη με παραμάνες. Με την παλάμη ψηλάφησε γύρω το χώμα: το μωρό της ήταν εκεί. Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε τον άντρα.
«Πώς σε λένε;» ρώτησε.
«Ιωσήφ».
«Την ευχή του Χριστού και της Παναγιάς».
Εκείνος χαμήλωσε τα μάτια σα να ντρεπόταν να δεχτεί την υπέρογκη αμοιβή. Μα η Μαρία ανήσυχη:
«Εβραίος είσαι;»
«Ε, ναι, μα δεν πειράζει», της είπε σηκώνοντας αργά το ψαρό κεφάλι.
«(Δεν το κατάλαβα», είπε η Μαρία και χαμογέλασε.
Της χαμογέλασε κι εκείνος κι έμεινε αμίλητος, όλος αμηχανία. Της έφερε πιο κοντά το παιδί.
«Πώς το λένε;»
«Χρήστο».
«Γιατί Χρήστο;»
«Έτσι μου ήρθε».
«Είναι ήσυχο και γλυκό», είπε ο Ιωσήφ χαδεύοντας το κεφαλάκι του μωρού. «Πού είναι ο πατέρας του;»
Στα μάτια της Μαρίας άστραψε μια σκληρή σπίθα.
«Δεν έχει πατέρα», είπε.
«A», έκανε στεναχωρημένος ο Εβραίος, μα δεν μπόρεσε να κρατηθεί και ξαναρώτησε: «Γονείς δεν έχεις;»
«Με διώξανε», είπε αδιάφορα η Μαρία κι έκανε πως σηκώνεται για να τελειώνει με την ανάκριση. Μα ο άντρας τη σταμάτησε.
«Περίμενε λίγο. Ξεκουράσου. Δεν κάνει αμέσως».
Η γυναίκα υπάκουσε. Ο Ιωσήφ κάθισε δίπλα της. Άπλωσε το δεξί και τ’ ακούμπησε στο κεφαλάκι του Χρήστου. Η Μαρία πήγε να το φιλήσει, μα εκείνος το τράβηξε.
«Πού έμαθες;» τον ρώτησε.
«Η μάνα μου η μακαρίτισσα... Γήτευε και το μαγουλά, έκοβε τη χρυσή...»
«Ν’ αγιάσει η ψυχούλα της», είπε με δάκρυα η Μαρία. «Έχεις γυναίκα, παιδιά;»
«Όχι», της λέει.
«Τι δουλειά κάνεις;»
Ο Ιωσήφ με το δάχτυλο έδειξε το γάιδαρο και πιο πέρα μια στοίβα με τόπια, μπόγους, κασετίνες και κουτιά που δεν τα ’χε δει ως εκείνη τη στιγμή η Μαρία. Ύστερα έβγαλε από την τσέπη του ένα καμπανάκι και το κουδούνισε.
« Αργκιφίλο...»
Η Μαρία θυμήθηκε τον αρχάγγελο Γαβριήλ. Γέλασε. Μαζί της γέλασε κι ο Ιωσήφ που βιάστηκε να προστέσει.
«Πρέπει να ξέρεις όμως... Πώς σε λένε;»
«Μαρία».
«Πρέπει να ξέρεις, Μαρία, πως εγώ ήθελα πάντα να γίνω μαραγκός.
Μ’ αρέσει να μαστορεύω, η μυρουδιά του ξύλου με τρελαίνει».
«Και γιατί δεν γίνεσαι μαραγκός;»
«Γιατί πρέπει πρώτα κάπου να ριζώσεις, να έχεις κάποιον να σου φροντίζει το σπίτι. Εγώ γυρίζω, γυρίζω, σαν την άδικη κατάρα. Εβραίος που λένε. Πότε στη Φλώρινα με βρίσκεις, πότε στην Κομοτηνή, πότε στο Βόλο, πότε εδώ, στα πανηγύρια τέλος πάντων».
«Και γιατί δεν κάνεις πρώτα το μαραγκούδικο», γυρίζει και του λέει η Μαρία. «Η γυναίκα έρχεται πιο εύκολα όταν ξέρει πού θα καθίσει».
«Εσύ νομίζεις. Τι είναι πιο καλό: να κάθομαι να την περιμένω ή να περπατώ για να τη βρω;»
Σώπασε. Κατάλαβε πως θα έλεγε πράματα τολμηρά και κοκκίνισε. Κι η Μαρία δεν ήξερε πώς να ξαναδέσει την κουβέντα. Το τοπίο γύρω έπαιρνε κανελιές αποχρώσεις. Οι καλαμιές χρύσιζαν όλο το λόφο. Ο ουρανός πίσω απ’ τις λεύκες γινόταν ρόδινος. Οι ίδιες μπλάβιζαν κομμάτι. Μα το χρώμα που κυριαρχούσε ήταν το καφετί των ελιών. Το φύλλωμά τους είχε πάρει το σκοτωμένο τόνο των μαλλιών του Ιωσήφ. Τότε έπεσε πλάι τους ένα χοντρό βότσαλο. Σηκώθηκαν απάνω τρομαγμένοι. Στην άκρη του δρόμου ένας περβολάρης με τον παραγιό του τους πετροβολούσε.
«Ξεδιάντροποι», τους φώναξε. «Σας είδε το παιδί!»
Ο Ιωσήφ πήγε να εξηγήσει μα η φωνή του μπερδευόταν από την αγανάχτηση.
«Πάμε», του είπε μαλακά η Μαρία, πιάνοντάς του το χέρι. Ο Ιωσήφ αμέσως υποχώρησε. Σέλωσε το γάιδαρο, ανέβασε τη Μαρία, της έδωσε το Χρήστο, εκείνος φορτώθηκε στην πλάτη τους μπόγους, τα τόπια, τις κασέλες και τα κουτιά. Έπιασε το χαλινάρι του ζώου. Δεν ήξερε καθόλου πού θα πήγαιναν. Μα τον τραβούσε η Ανατολή, του φαινόταν γουρλίδικη.

Στρατής Τσίρκας
Στρατής Τσίρκας (1911 - 1980)

φιλολογικό ψευδώνυμο του Γιάννη Χατζηαντρέα, έλληνας συγγραφέας. («Ακυβέρνητες Πολιτείες»)

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ