Ρεμβασμοί στο σκοτάδι

Ο παλιός σκοπός άναψε το τσιγάρο του, σφίχτηκε μες στη χλαίνη κι αποχαιρέτησε τον άλλο φαντάρο που ήρθε και τον άλλαξε:
«Μωρέ θα ξεπαγιάσεις, φιλόσοφε», του είπε. «Θα κόψεις καρφιά με την ψυχή σου, αλλά τι να σου κάμω κι εγώ ο έρμος... Ένα σου λέω μόνο - προσαρμόσου! Γίνε κι εσύ άγριος, βλαστήμα, μούτζωνε και με τα πόδια, βρίζε τα πάντα - και θα ζεσταθείς λιγουλάκι... Λοιπόν, σε καληνύχτισα!»
Κι αμολήθηκε κατά το θάλαμο σκυφτός και γρήγορος σα μίκυ-μάους.
Το κουβούκλιο της σκοπιάς είναι σανιδένιο, με τρύπια λαμαρίνα από πάνω. Ο αέρας το πιάνει από παντού. Το μέρος γουλί μπροστά, ούτε δέντρα, ούτε σπίτια, ο αέρας άλλοτε φέρνει βροχή κι άλλοτε ψιλό χιόνι - και πάει όπου θέλει. Καβαλάει τις σκεπές των στρατώνων, βροντάει τα καζάνια στα μαγειρεία, τις λαμαρίνες, τα ξεκάρφωτα σανίδια στ’ αποχωρητήρια. Αφήνει πίσω τις βρύσες να σφυράν κι έρχεται πετροβολώντας τη σκοπιά. Εκεί ακονίζει την κόψη του στις χαραματιές και πέφτει μέσα σαν Τούρκος με γιαταγάνι από ψηλό τειχί. Οι φαντάροι τον αντιμετωπίζουν όρθιοι μες στην παλιοχλαίνη, αγουροξυπνημένοι, τρελοί για ζέστα και για ύπνο. Δίχως κι ένα τσιγάρο και δίχως και κουβέντα. 'Ετσι αμίλητοι κι ακούνητοι, παλληκάρια είκοσι χρονών, όρθια κόκκαλα μ ’ εφόπλου λόγχη.
Αυτός δεν βλαστημούσε. Δεν είχε τίποτα με τους αγίους, κι αγνοούσε τους διαόλους και το ορδί τους. Κρύωνε, τον τάραζε το κρύο. Στις πατούσες έβγαλε χιονίστρες όπως κι άλλοι γιάννηδες, η επιδερμίδα του προσώπου και των χεριών ξερόσκαγε και με το κρύο έτσουζε. Κάτω από τα μαλλιαρά κοκκαλιασμένα ρούχα το σώμα ήταν μαλακό ακόμη, άψητο.
Αδιαφορούσε όμως και γι’ αυτό. Του έφτανε ότι κάτω από το παγωμένο περίβλημα η ψυχή κρατιόταν ζεστή σα σπόρος στο χώμα. Ότι αυτός και μέσα σε τούτη δω την Αλάσκα διατηρούσε ήμερες και γελαστές σκέψεις. Τις άπλωνε κάθε νύχτα μέσ’ από την κατεψυγμένη σκοπιά σα ν’ άπλωνε γιοφύρια. Και περνούσε πέρα αλαφρύς σαν πουλί κι αθόρυβος σα ρεμβασμός.
Κανείς δεν είχε πάρει είδηση ότι έκανε τέτοια πράματα.
Γύρω ήταν νέκρα, δε βλογούσε ψυχή, ούτε κανένα μάτι έβλεπε. Μόνο ο αέρας. Αλλά ο αέρας δεν είχε κίνδυνο. Επικίνδυνοι ήταν οι άντρες της Στρατιωτικής Αστυνομίας ή ο αξιωματικός της Εφόδου, αν θα πλάκωνε κι αυτός σε μια στιγμή αθόρυβος κι απαρατήρητος.
Το κρύο κι ο αέρας ας κάναν λοιπόν τη δουλειά τους, αυτόν δεν τον εμπόδιζαν.
...Ο παλιός σκοπός είχε χωθεί πια στο θάλαμο, ίσως και στο σκέπασμά του. Στο προαύλιο δεν ήταν κανείς, αριστερά κανείς, δεξιά επίσης. Ενώ μπροστά απλωνόταν αυτή η κρύα και σκοτεινή ερημιά κι ο στρατιώτης δίνοντας μια με το μαγικό ραβδί τη μεταμόρφωσε αμέσως σε πλήθη ακροατές έτοιμους να τον ακούσουν.
Χτύπησε κάτω μαλακά τον υποκόπανο και προειδοποίησε να γίνει ησυχία.
Αυτοί που ήταν εμπρός έπαψαν και του αφοσιώθηκαν. «Σςςς! Σιωπή!» είπαν και στους άλλους.
Βγήκε λιγάκι, έτσι συμβολικά, μια πιθαμή μόλις πιο εμπρός κι ανάγγειλε:
«Η Σατραπεία!»
Περίμενε να καταλαγιάσουν οι φωνές και να υψωθεί το ενδιαφέρον. Και στάθμισε καλά τη φωνή του κι άρχισε:

Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και τα μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνση κι επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν εντελείς συνήθειες
και μικροπρέπειες κι αδιαφορίες...

Παύση-αναπνοή. Προσπάθησε και να βολιδοσκοπήσει την εντύπωση από την έκφραση των ακροατών.
Ε, διάφοροι άνθρωποι τον άκουαν!
Ήταν πολλοί που δεν είχαν αντιληφθεί την ουσία, τα παίρναν όλα τοις μετρητοίς. Τον παρακολουθούσαν μ ’ ένα ύφος που έδειχνε ότι τον συμπαθούν, αφού έχει ατυχίες στη ζωή, αλλά μια φορά η υπόθεση αυτή τους ίδιους δεν τους αφορά. Άλλοι, αντίθετα, τον ατένιζαν μυημένα - τα βλέμματά τους δέθηκαν μάνι μάνι με το δικό του βλέμμα και συγκοινωνούσαν σα φλέβες όπου μέσα τους ρέει το ίδιο αίμα. Αυτά τα βλέμματα τον ηλέκτριζαν, του δίναν έμπνευση. Και παρόλο που δεν είχε χαρακτήρα ηρωικό, ένιωσε ξαφνικά μια περηφάνια κάνοντας τη σκέψη ότι αυτή τη στιγμή φτιάχνει κάτι και για λογαριασμό άλλων.
Ανάσανε καλά κι είπε να συνεχίσει.
Τότε μες στο πλήθος πήρε είδηση και τους άλλους. Αυτοί τον κοιτούσαν αλλιώς - κάτι παράξενα βλέμματα, πολύ περίεργες φάτσες...
Ήταν οι άνθρωποι των στρατώνων! Έστεκαν σχετικά σιμά, λιγάκι στην άκρη. Μ’ όλο που η απόσταση ήταν λιγοστή, δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα στα πρόσωπά τους. Καμία έκφραση, καμία απήχηση! Ακούνητοι όλοι σα μάσκες της μεταθάνατο ζωής, σιωπηλοί, ψυχρότατοι. Μα βέβαια, τώρα έκανε την ανακάλυψη - αποκεί ερχόταν το κρύο! Από αυτά τα χιονισμένα μάτια, από αυτά τα επιτύμβια γλυπτά που παριστάνουν πρόσωπα...
Τα κεφάλια των στρατιωτικών ήταν σε τάξη πυραμίδας, με στρωμένη ιεραρχία όπως παντού στις σατραπείες. Απάνου ένα και μοναδικό ξέπεχε το κεφάλι του αρχισατράπη - κι αποκεί φυσούσε τον περίδρομο! Εκεί ήταν ο κρατήρας, αποκεί ροβολούσε κάτω όλη αυτή η λάβα του ψύχους και της σιωπής. Ε, αλίμονο, φίλοι - τι ωφελούν τα λόγια, τι να σου κάνουν τα ποιήματα!
Τον πήρε η απελπισία κι είπε να κάνει κράτει στην ποίηση. Αλλά στράφηκε και είδε ότι οι άλλοι ακροατές, εκείνοι οι καημένοι οι ομόκαπνοι προπαντός, περίμεναν κι αδημονούσαν: «Μα τι κάνεις;» έλεγαν με τα βλέμματά τους. «Γιατί σώπασες; Κοίταξε πόσοι είμαστε εδώ και σ’ ακούμε, εμπρός!»
Ο στρατιώτης έγινε κομμάτι ζεστότερος. Κι αποφάσισε να υψώσει τόνο και να τα πει τολμηρότερα:

Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κ' ενδίδεις)
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σσύσα,
και πηαίνες στον μονάρχη Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή τον,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.

Είδε με την άκρη του ματιού ότι ταράχτηκε η πυραμίδα των κεφαλών! Το ένα κεφάλι γύρισε στ’ άλλο, σάλεψαν νευρικά τα μουστάκια, κροτάλισαν ένα βουνό σαγόνια, ο κρατήρας έπαθε μικρό τικ. «Τι λέει, ρε, αυτός; Κάτι μουρμούρισε περί σατραπείας και τέτοια, σαν τ ’ ήθελε δηλαδή να μας πει;». Τα όρθια αυτιά με το δασύ τρίχωμα εμπήκαν σε γοργή κίνηση, ίδρωναν να ταξινομούν τους ήχους κατά συλλαβές, τις συλλαβές κατά ήχους. Όλες οι παρακατιανές κεφαλές γύρισαν ψηλά στον κρατήρα. «Μωρέ, τι τα ψιλολογάμε. Ναν του κόψουμε τη λαλιά με το σπαθί μας, τι το ’χουμε και κρέμεται; Μας προστάζεις ναν του πάρουμε το λειρί, ναν του αφαιρέσουμε αναίμακτα τη σκέψη;»
Ο στρατιώτης τους άφησε να λένε κι άλλα τέτοια. Τους προσπέρασε μ’ ένα χαμόγελο. Δίχως κακία, με την ανωτερότητα που χαρίζει η πεποίθηση και το ηθικό ύψος.
Βάθυνε κι άλλο τη φωνή του κι είπε σαν να ’λεγε με δυο λόγια το παράπονο όλης της ζωής κι όλη τη μοίρα του;

Άλλα ζητά η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει
τον έπαινο τον δήμον και τοσν σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε ·
Την Αγορά, το Θέατρο και...

«...τους Στεφάνους» δεν πρόλαβε να τους πει. Ένας ίσκιος έπεσε κολλητά πάνω του κι έφραξε το άνοιγμα της σκοπιάς. Πάνω στο χέρι του έπεσε το άλλο χέρι - και τ’ όπλο του έκανε φτερά. Άφησε τους στεφάνους, τινάχτηκε.
«Κοιμάσαι, βρε, κοιμάσαι;»
«Όχι», πήγε να πει...
«Ε, μήπως πάγωσες;»
Τέντωσε κάτω τα χέρια, στάθηκε προσοχή.
«Όχι, κύριε υπολοχαγέ...»
«Μα τότε πώς διάολο, μωρέ παιδί μου! Εγώ σου πήρα το όπλο, δε βλέπεις; Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Δε με κατάλαβες λοιπόν διόλου που ερχόμουν; Τι έκανες; Σκεφτόσουν;»
«Μάλιστα...»
Ο αξιωματικός Εφόδου στάθηκε λίγο αμίλητος κι αναποφάσιστος. Άφησε ύστερα το όπλο στα χέρια του στρατιώτη κι αναστέναξε:
«Διανοούμενος είσαι;»
«Διανοούμενος...»
«Διανοούμενος», αναστέναξε πάλι ο αξιωματικός.
Κατόπιν χτύπησε το στρατιώτη δυο τρεις μαλακά στον ώμο:
«Έλα, δώσ’ μου το βιβλίο Εφόδου. Τυχερός είσαι, πολύ τυχερός μάλιστα που βρέθηκα εγώ, συνάδελφός σου εν όπλοις και εν πάθεσι κατά κάποιο τρόπο, γιατί αν ήταν κανένας άλλος... Από πού είσαι;»
«Από τον Καρδαμά».
«Τι εστί Καρδαμάς;»
«Ένα χωριό κοντά στην Αμαλιάδα».
«Α, πάμε στην Αμαλιάδα - να φάμ’ Αλιάδα!» Ο αξιωματικός γέλασε και καμπούριασε μες στη χλαίνη του χουχουλίζοντας τα χέρια. «Α-μα-λιά-δα... Γεια σου - με τα ηλεκτρικά σου!») ξανάπε και ξαναγέλασε... «Ναι, ναι, είχα ένα φίλο αποκεί, συμφοιτητή, καλό παιδί ήταν. Σπουδάζαμε μαζί στην Αθήνα φιλόλογοι, μαζί τρώγαμε τα στραγάλια στον κήπο...»
Ο στρατιώτης ρώτησε χαρούμενα.
«Είστε φιλόλογος κι εσείς, κύριε υπολοχαγέ;»
Διέκρινε καλύτερα τώρα το πρόσωπο του αξιωματικού - είδε γκρίζους κροτάφους, πολλά αυλάκια στα μάγουλα, μια ειρηνική κι ευγενικιά μορφή που δεν μπορούσε να ’χει στενή σχέση με το στρατώνα, μάλλον ηθοποιός ήταν και φόρεσε τη στολή να παίξει απόψε αυτό το ρόλο που δεν του πήγαινε.
«Ήμουν, μην τα ρωτάς. Μη μου θυμίζεις τους χρόνους εκείνους...»
Κοίταξε με προσοχή γύρω του κι έβγαλε το πακέτο του. «Καπνίζεις, μωρέ;»
«Όχι».
«Καλύτερα, γιατί δυο φορές απόψε θα παραβίαζα τον κανονισμό». Γύρισε μέτωπο στον αέρα και τράβηξε επιδέξια το σπίρτο. Η φλόγα έσβησε αμέσως, μα το τσιγάρο πήρε φωτιά. «Για πες μου την αλήθεια. Τι σκεφτόσουν τώρα εδώ στη σκοπιά, γιατί ήσουν τόσο απορροφημένος;»
Ο στρατιώτης απάντησε με ειλικρίνεια.
«Δε σκεφτόμουν, απάγγελνα στίχους».
«Δικούς σου, μωρέ παιδί;»
«Του Καβάφη».
«Α...» έκαμε γελαστά. «Μα σ’ έχει περιλάβει και σένα αυτός ο ψυχοφθορεύς; Τόσον νέον; Καλά τελοσπάντων εγώ που δε μετριούνται πια τα σβησμένα μου κεριά, αλλά εσύ; Με τι σε μαύλισε εσένα; Μήπως η ανδρεία της ηδονής τίποτα, μωρέ παιδί μου;»
Με τον πιο ρητό τρόπο ο στρατιώτης το απόκλεισε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
«Θυμήθηκα τη “ Σατραπεία ” του», είπε.
Κίνηση της κεφαλής - θλιμμένο χαμόγελο:
«Μμμμ... Τον ύμνο όλων εμάς των ταλαιπωρημένων, τώρα καταλαβαίνω... Άλλα ζητά η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει...»
Και συνέχισε και τελείωσε το ποίημα. Ειπωμένοι από αυτόν, κυλούσαν οι στίχοι πιο πιστευτοί. Ο αξιωματικός ήταν ηλικιωμένος, με πολλές φαίνεται εμπειρίες και είχε μια πικρία η φωνή του γνήσια, επικυρωμένη από τη ζωή. Ο στρατιώτης τον άκουε και γρήγορα λησμόνησε κι αυτή την καταραμένη σκοπιά, και το κρύο, κι όλο το στρατώνα με την πυραμίδα της σατραπείας. Είχε πάλι εμπρός του το αφοσιωμένο ακροατήριο. Κι αποδείχθηκε ότι ο αξιωματικός ήταν άριστος γνώστης του Κωνσταντίνου Καβάφη και είπε κι άλλους πολλούς στίχους του: «Για τον Αμμόνη που πέθανε 29 ετών, στα 610», «Λάνη τάφος», «Από υαλί χρωματιστό», «Μεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών»… Τους έλεγε όλους με γνώση, καλαίσθητα και λεία, έχυνε αιγυπτιακό αίσθημα στη γλώσσα του και φαινόταν που γι’ Αλεξανδρινό μιλούσε Αλεξανδρινός... Ζεστάθηκε η νύχτα για καλά, το σκοτάδι αραίωνε κι έπαιρνε ανοιχτό χρώμα κι ο ουρανός πέταξε κόκκινα, πράσινα, γαλάζια αστέρια κι όλα τους τρεμούλιαζαν μ’ ένα ιδιόρρυθμο ταμπεραμέντο, σύμφωνα και με την ψυχή των στίχων.
«Η σειρά σου», είπε γελαστά ο αξιωματικός, «άντε να πάρω μια α­νάσα». Κι άναψε τσιγάρο.
Ο στρατιώτης σάλταρε στο προσκήνιο. Κι άρχισε αμέσως:

Βαρειάν οδύνην έχει ο Ζευς. Τον Σαρπηδόνα
εσκότωσεν ο Πάτροκλος·

Άφησε ο αξιωματικός το τσιγάρο να καίγεται στα δάχτυλά του - και πήρε τη συνέχεια:

και τώρα ορμούν
ο Μενοιτιάδης κι ol Αχαιοί το σώμα
ν’αρπάξουνε καί να το εξευτελίσουν.

Το τελείωσαν μοιράζοντάς το αλυσιδωτά, μια περίοδο ο ένας, άλλη ο άλλος. Και πήραν μετά άλλα: «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», το πήραν και το κατέβασαν ως κάτω με βαθιά αίσθηση και οι δυο τους του νοήματος και των ήχων, προσπαθώντας πώς να παραβγάλει ο ένας τον άλλον στην κατάνυξη και στη θεογνωσία, σα να ’ψελναν σε εσπερινό το δίχορο κοντάκιο της Υπερμάχου.
«Έλα κι ένα από κείνα τα διαχυτικά τώρα», είπε με πονηριά ο αξιωματικός. «Αφού του κάνουμε το μνημόσυνο απόψε, οφείλουμε να τονίσουμε και την πλευρά αυτή...» Κι άρχισε ο ίδιος:

Ομνύει κάβε τόσο ν’ αρχίσει πιο καλή ζωή.
Αλλά όταν έλθ’ η νύχτα με τις δίκες της συμβουλές.

...............................................................................…………...

Το σκοτάδι πήγαινε πια να εξανεμιστεί, ένα γλυκό χάραμα ανασήκωνε γύρω γύρω το βλέφαρό του, μεγαλουργούσε η ποίηση.
Εκεί απάνω, ενώ έκανε έτσι τη μεγαλουργία της η ποίηση, όλες οι χορδές ξαφνικά κόπηκαν - ο αξιωματικός τινάχτηκε.
Φύσηξε δυνατός αέρας.
Αντήχησαν βήματα: κραπ-κραπ! Κρύα σίδερα βρόνταγαν πάνω σ’ άλλα.
Με μια ασύλληπτη κίνηση ο αξιωματικός έπνιξε πρώτα το τσιγάρο του, το ’πνίξε αστραπιαία, μαέστρος σ’ αυτά.
Δε φάνηκε ούτε σπίθα Ύστερα -
τρία
βήματα
όπισθεν
Κι αποκεί πέρα η φωνή του έσκισε σπαθί το σκοτάδι:
«Σκοποοός! Κοιμάσαι, πούστη! Στρατοδικείο θα σε περάσω την Παναγία σου! Γρήγορα το βιβλίο Εφόδου!»
Ο στρατιώτης τέντα το χέρι. Έδωσε και ξαναπήρε το βιβλίο και βρόντηξε στο σανίδι το άρβυλό του, και το σώμα του έμεινε ακούνητο κι ολόισιο - προς όλες τις κατευθύνσεις ορθές γωνιές.
Απότομη μεταβολή, σταθερός βηματισμός - ο αξιωματικός απομακρύνθηκε. Κι ο τοίχος του σκοταδιού και της παγωνιάς ανάμεσα σ’ αυτόν και στο στρατιώτη υψώθηκε, χόντρυνε αδιαπέραστα.
Ο αέρας βάραγε τώρα απ’ όλες τις πάντες. Βροντούσε τα καζάνια των μαγειρείων, τα ξεκάρφωτα σανίδια και τις λαμαρίνες, πλάκωνε κύμα μεγάλο κατά τη σκοπιά. Από πίσω του ακουγόταν και το ομαδικό συντονισμένο βήμα της περιπολίας - ακαθόριστοι σαν το σκοτάδι κατέβαιναν οι άντρες της Στρατιωτικής Αστυνομίας.
Περνούσαν σε κοντινή απόσταση, διακρίνονταν οι σκιές τους που κινιόνταν αργά και βαριά σε τάξη πυραμίδας.

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος (1924 - 2008)

έλληνας λογοτέχνης, από τους σημαντικούς πεζογράφους της μεταπολεμικής γενιάς.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ