Βαρδιάνος στα σπόρκα —  Κεφάλαιο ΙΕ’

   Ευρισκόμεθα ήδη εις τας αρχάς Σεπτεμβρίου. Όταν ενύκτωσεν ασυνήθης βοή και θόρυβος ήρχισε ν’ ακούηται τριγύρω, σιμά εις τα παραπήγματα και εις την άμμον, και κάτω εις τον όρμον. Ήτο ως να εκόχλαζεν ο αήρ από την λάβαν και το κουφόβρασμα των ανθρωπίνων στηθών, όσα επροσπάθει να δροσίση και δεν ίσχυε να ζωογονήση. Ο κύριος όρμος της μικράς νήσου, όπου ήσαν αραγμένα πολλά καράβια, αντικρύ εις την μικράν πορτούλαν της Σκεύως, είχε γεμίσει από πλοιάρια, από βάρκες, από σκαμπαβίες και από φελούκια. Εναγώνιοι φωναί ηκούοντο από βαρκούλαν εις βαρκούλαν, από φελούκαν εις φελούκαν. Η αύρα η νυκτερινή κατέστη βαρεία και θρηνώδης, μεστωμένη από τα ανθρώπινα παράπονα και τους γογγυσμούς, και η θάλασσα επατάγει μετ’ ασυνήθους βίας και ιαχής από τους πλαταγισμούς των κωπών εις το κύμα. Δίπλα εις τα καράβια προσετρίβοντο μετά κρότου τα φελούκια, και άλλα πλοιάρια είχον αποσπασθή από τας πλευράς των και έπλεον φύρδην μίγδην προς την άμμον. Βραχείαι φωναί ως συνθήματα αντηλλάσσοντο μεταξύ των πληρωμάτων, όσα είχον μείνει επάνω εις τα καράβια, και των συντρόφων των, όσοι έπλεον με τα φελούκια. Άκρα γαλήνη ήτο εις την θάλασσαν, και δεν υπήρχεν άλλη τρικυμία από εκείνην την οποίαν απετέλει ο συνωθισμός των λέμβων, το πλατάγισμα των κωπών εις το κύμα, και αι εναγώνιοι φωναί των ναυτών. Έξω εις την άμμον όμιλοι ανθρώπων ίσταντο περιμένοντες. 
   Απωτέρω, ολόγυρα εις τας σκηνάς και τα παραπήγματα, φωναί ηκούοντο, και φώτα εκινούντο επάνω και κάτω, κρυπτόμενα και εμφανιζόμενα, ως άστρα οπού σβήνουν εις τον θόλον του ουρανού. Ήτο νυξ αστροφεγγής, εις την χάσιν του φεγγαριού, και το θέαμα ήτο συγκεχυμένον, και το άκουσμα δεινόν και ταραχώδες.
   Η Σκεύω, ήτις είχε κλείσει προ μικρού την πορτούλαν της, διά να μη βλάψη τον ασθενή η νυκτερινή αύρα, ιδούσα ότι ο υιός της εκομήθη, την ήνοιξε πάλιν, και εξελθούσα εις τον εξώστην την έκλεισεν εκ νέου σιγά-σιγά, και εκάθισεν αυτή κάτω εις τας σανίδας, όπου ήτο σχεδόν αόρατος οκλάζουσα την νύκτα, συγχεομένη με τα μαύρα και σαπρακωμένα θυρόφυλλα. Τι συνέβαινε, Θεέ μου; Έμελλε να ίδει πολλά ακόμη; Είχεν ιδεί αρκετά από ημερών, αλλά δεν τα διηγείτο εις τον υιόν της. Ο άγγελος με την φλογίνην ρομφαίαν, την έχουσαν τας επτά κόψεις, οπού τον λέγουν Χάρον, ως να έφερε χαράν εις άλλους παρά εις τους κληρονόμους των φιλαργύρων γεροντίων, είχεν επισκεφθεί πάλιν και πάλιν την μικράν νήσον. Είχεν ακούσει κλαυθμούς και θρήνους εντός ολίγων ημερών, όσους δεν ήκουσε πριν εις όλην της την ζωήν. Είχεν ιδή σπαραγμούς και βασάνους, και είχε παρευρεθή εις αγωνίας και μαρτύρια, τόσον οπού το στήθος της εστόμωσε πλέον, ως να εφράχθη ολόγυρα από χάλυβα και δεν ησθάνετο ειμή κατά το ήμισυ και ως εν ονείρω, και δεν επαθαίνετο ευκόλως από τας συμφοράς.
   Αντικρύ, άνω της μεγάλης άμμου της γειτονευούσης με το αλίπεδον των χονδρών και στιλπνών χαλίκων, πέραν από τας σκηνάς και τα παραπήγματα, είχεν ιδεί πρωί-πρωί, με την ανατολήν του ηλίου, όταν ο Αγκόρτζας της είχε φέρει το γάλα, και το άφησε κάτω εις το πρώτον σκαλοπάτι, και αυτή κατέβη διά να το πάρη, είχεν ιδεί ανθρώπους να σκάπτωσι λάκκους, μέσα εις τους οποίους έρριψαν τα σώματα τα οποία είχε θερίσει ο Χάρος, αληθή δράγματα και θημωνίας ανθρωπίνου θερισμού. Και η καρδία της είχε κοπή μέσα εις το στήθος της να βλέπει οφλαλμοφανώς την ματαιότητα, και έλεγεν ότι μάταιοι ήσαν και οι κόποι της και η φιλοστοργία της ματαία. Τι θα ήτο η ζωή του υιού της ενώπιον του απείρου, ενώπιον του αϊδίου; Και τι θα ήτο η ζωή η ιδική της; Αλλ’ αυτή επρόσφερε την ζωήν της υπέρ της ζωής του υιού της, και αν επερίσσευε θα την επρόσφερεν επίσης και υπέρ της ζωής άλλων ανθρωπίνων πλασμάτων.
   Χτες ακόμη, πόσον είχε λαχταρίσει η καρδιά της! Εις την πλησιεστέραν σκηνήν είχε κατοικήσει μία οικογένεια εκ μητρός και τεσσάρων τέκνων, της οποίας ο πατήρ είχεν αποθάνει εις τον Γαλατάν πρό τινων εβδομάδων, θύμα της νόσου. Η δυστυχής μήτηρ είχε φύγει εν συντροφία άλλης οικογενείας γνωρίμου της, σπεύδουσα να γλυτώση αυτή και τα τέκνα της, μετά την στέρησιν του πατρός. Αλλ’ επειδή το πλοίον εις το οποίον θα επεβιβάζοντο έμελλε να συμπλεύση με άλλο πλοίον «κοσέρβα», και οι δύο πλοίαρχοι είχον, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των, κοινά τα συμφέροντα, συνέβη εις το εμβαρκάρισμα, με όλας τας διαμαρτυρίας των, να χωρίσουν οι ναύται, τυχαίως και χάριν της ευκολίας των, τας δύο σχετικάς οικογενείας, λέγοντες ότι το ίδιον ήτο, και ότι ευθύς κατόπιν θα εφρόντιζον, άμα απέπλεον, να ενώσωσι τας δύο οικογενείας. Τώρα δεν ήτο καιρός, διότι ο απόπλους ήτο εσπευσμένος. 
    Η χήρα με τα τέκνα της καθησύχασε και ήλπισε να εύρει μετ’ ου πολύ την φιλικήν της οικογένειαν.
    Αλλ’ εις το πέλαγος, το να συμπλέωσι δύο ιστιοφόρα είναι δύσκολον πράγμα, διότι ενώ το έν πλοίον ευρίσκει τον άνεμον «δευτερόπρυμα» ή πηδαλιουχεί «γεμάτα», ή κάμνει βόλτες, το άλλο πέφτει εις «καραντί». Ούτω συνέβη μετ’ ολίγον το δεύτερον πλοίον να μείνει οπίσω, και να χωρισθώσι τα δύο εις τον πλουν, και ενώ εκείνο εις το οποίον ευρίσκοντο η χήρα με τα τέκνα της έφθασε διά να καθαρισθή εις το μέρος τούτο, το άλλο ίσως κατήλθε νοτιώτερον και υπέστη αλλού την κάθαρσιν. Η δυστυχής χήρα έφθασε, κι επερίμενεν από ημέρας εις ημέραν να έλθει η φίλη της. Αλλ’ εις μάτην. Το δεύτερον πλοίον δεν εφάνη.
   Η χήρα περιμένουσα αρρώστησε, και αρρωστήσασα εμαράνθη. Και ηγάπησε μάλλον τον σύζυγόν της ή τα τέκνα της. Και απήλθε να τον συναντήση εκεί όπου οι προτρέξαντες περιμένουν τους υστερήσαντας συμπλωτήρας. Και τώρα εκοιμήθη τον άλυπον ύπνον, έρημος και άφιλος εις ξένην όχθην, αφήσασα ξένα εν μέσω ξένων τα τέκνα της. Και τώρα η μικρά κόρη, η οκταέτις Ολυμπία, προσπαθεί να γίνη ως μήτηρ εις τα τρία μικρότερα αδελφάκια της, εις τον πενταετή Γιώργον, την τετραετή Άνναν, και τον διετή Κωστήν. Χελιδών ήτις ασκείται διά να μάθη να εκτελεί έργα πελαργού. Ασθενές νεόφυτον το οποίον είναι ανάγκη να φουντώσει ταχέως, διά να σκιάσει κόσμον υπό τους κλώνας του. Νεοσσίς ήτις διά μιας ευρέθη κλώσσα, χωρίς να κλωσσάση, χωρίς να επωάση και χωρίς να εκκολάψη, και οφείλει να σκεπάζη τους νεοσσούς υπό τας πτερύγας της. Παιδίον αυτή, οδηγούσα με την χείρα δύο άλλα παιδία, και κρατούσα τρίτον παιδίον εις την αγκάλην της. Κλαίουσα παιδίσκη, άγουσα τρία κλαίοντα παιδία εις την τραχείαν και σκολιάν οδόν, εις τον κοπιώδη, ανήφορον του κόσμου. Αυτό ήτο το τελευταίον, το οποίον είχεν ιδεί την προτεραίαν η Σκεύω.

    Έξω της μικράς πορτούλας, καθημένη εις τον μικρόν εξώστην με τας σαπράς σανίδας, η Σκεύω εξηκολούθησε να βλέπη και να μη εννοή τον γινόμενον έκτακτον θόρυβον. Διέστελλεν υπερμέτρως τους οφλαλμούς, έτεινε τα ώτα, αλλ’ εις μάτην. Το σκότος, αίνιγμα καθ’ εαυτό, δεν ηδύνατο να της δώση την λύσιν του άλλου αινίγματος. Ο αήρ αντήχει τους θορύβους, μετεβίβαζε τας φωνάς, αλλά δεν έφερε τας λέξεις εις τα ώτα της. Κάτι τι έκτακτον και φοβερόν της εφάνη ότι συνέβαινε. Επί μίαν στιγμήν, η πτωχή γυνή ησθάνθη την επιθυμίαν να κατέλθη από τον οικίσκον, να τρέξη προς την σκηνήν του ιατρού, να εύρη τον ίδιον και να τον ερωτήση τι συνέβαινεν. Αλλ’ εκρατήθη, πρώτον διότι δεν ήθελε ν’ αφήση μοναχόν τον υιόν της, και δεύτερον διότι δεν ήλπιζε να εύρη εις την σκηνήν τον κ. Βουντ, όστις χωρίς άλλο θα ήτο εις το μέρος όπου ηκούετο ο θόρυβος, και αυτή δεν επεθύμει να προχωρήση μέχρι του τόπου εκείνου.
   Είτα παρήλθον ολίγα λεπτά της ώρας και ο θόρυβος, ολίγον κατ’ ολίγον εκόπασε. Τινές των λεμβών επλησίασαν εις την ξηράν. Της εφάνη ότι έτρεχον προς την άμμον. Είτα αι λέμβοι ήρχισαν να κωπηλατώσιν εκ νέου, και μικρόν κατά μικρόν ο κρότος των κωπών εξησθένει εις την ακοήν της. Πράγμα δε παράδοξον, η διεύθυνσις των λέμβων δεν ήτο προς τα μεγάλα πλοία, από τα οποία είχον αποσπασθή προ μικρού, αλλ’ αύται έπλεον ολίγον τι δυτικώτερον προς την άλλην μικράν ερημόνησον, ή και βορειότερον, προς τον κάβον του Αγίου Φλώρου. Είτα μικρόν κατά μικρόν, αι λέμβοι έγιναν άφαντοι και πας θόρυβος εξέλιπε. Δεν ηκούσθη πλέον τίποτε, ως να συνέβη μαγεία. Ήτο σχεδόν όνειρον.
   Η Σκεύω έμεινεν επί πολλήν ώραν ακόμη κοιτάζουσα έξω εις τον εξώστην. Είτα εσηκώθη, ήνοιξε σιγά την πορτούλαν, έτριξαν τα θυρόφυλλα, εστέναξε το πάτωμα, και η μήτηρ εισήλθε πλησίον του κοιμωμένου υιού της.
   Έμεινεν άυπνος έως το λάλημα του πετεινού, περιμένουσα να εξημερώση διά να μάθη. Είτα απεκοιμήθη έως την χαραυγήν, και εξύπνησε. Δεν παρήλθε πολλή ώρα και ήλθε κατά το σύνηθες ο ιατρός, διά να πίει τον πρωινόν καφέν του από τας χείρας της επιτηδείας πτωχής οικοκυράς, και καπνίσει ηδονικώς το πρώτον γεμάτον τσιμπούκι του. Ο ιατρός εφαίνετο ολίγον τι νευρικός και ανήσυχος. Ουχ ήττον η παροδική αύτη δυσθυμία ήτο μόνον ως εαρινόν νέφος διά την εύθυμον διάθεσίν του.
 
   Από δύο εβδομάδων πολλά πράγματα είχον συμβή. Ο κ. Βίλελμ Βουντ δεν είχε παύσει να επισκέπτεται δις και τρις της ημέρας τον υιόν της Σκεύως. Ο Σταύρος ήτο ήδη εις ανάρρωσιν. Ο ιατρός έκρυπτεν όσον ηδύνατο από την Σκεύω όσα θλιβερά είχον συμβή εις την επιχόλερον νήσον. Αλλ’ η γραία τα εμάνθανεν όλα. Μόνον ότι δεν είχε καμμίαν γειτόνισσαν, ήτις να τα αγνοεί, να είναι δε και συντοπίτισσά της, διά να λάβη την παρηγορίαν να τα διηγηθεί. Εις τον υιόν της δεν έλεγε τίποτε. Αλλ’ ο Σταύρος, αν και εμάντευε πολλά, δεν εφοβείτο, και η ζωή επανήρχετο παρ’ αυτώ μετά δυνάμεως απελαυνούσης τον σκοτεινόν φόβον.
   Το μικρότερον, το οποίον είχε συμβή ήτο ότι είχεν ολιγοστεύσει μεγάλως το γάλα, το οποίον έφερε κάθε μέρα με την βεδούραν του ο Αγκόρτζας. Τούτο δε διότι, αφού οι επιδρομείς έφαγαν όλα τα ερίφια του πατρός Νικοδήμου, αφού έφαγαν και όλους τους τράγους, είχον επιβάλει χείρα και εις τας αίγας. Ο αήρ ήτο καλός, είχε βρέξει και το μόλυσμα της νόσου έφευγεν.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ