Σκλάβος στη Χαλκίδα

Χαρισμένο στην ποιήτρια Ρίτα Ν. Μπούμη

Μια χαρά είχε αράξει στην αγκαλιά της γυναικούλας του της Μαριδγίτσας.
Αυτηνής που ’χαν μάγια τα κάλλη της και τον κράταγαν πλάι της, που ’ταν μέλι τα φιλιά της και τα λόγια της και τον είχαν μερέψει -σχεδόν μαγέψει -, στην ποδιά της.
Το ξεφτέρι αυτόν - το δελφίνι της θάλασσας - που μύριζε αρμύρα το κορμί του και μυρουδιά καραβίσα.
Που σκάλωνε σα γάτος στις σκαλιέρες και καπέλλωνε -με το πηλήκι του- τα πόμολα.
Αυτόν που σαν πουλί φλετούραε μες στις αρματωσιές των μπάρκων κι απ’ αψηλά ανάμπαιζε τον κόσμο. Αυτόν, ναι, τον Γιάννη, τον είχε πάρει σκλάβο της αυτή. Η Μαριδγίτσα...
Σα μωρό παιδάκι κάθουνταν σιμά της. Απ’ το φουστάνι την κράταε.
Τον χάσανε οι σκούνες και τα κότερα. Τον χάσανε τα πόρτα. Τον χάσανε κι οι γιαβουκλούδες στα λιμάνια.
Του κάκου αναρωτιόντανε οι φίλοι του. Το θάμα τους κάναν οι καραβοκυραίοι, το σταυρό τους.
Πάει, χάθηκε απ’ τον κόσμο. Έγιν’ άφαντος.
Μήτε στα τόπια φαίνονταν, μήτε στα βιλαέτια. Μήτε της στεριάς, μήτε του πελάου.
Άλλοι αναρωτιόνταν μην απόθανε. Άλλοι λέγαν πως επνίγηκε. Κι άλλοι πως σ’ ένα κοντραμπατζίδικο μπαρκάρισε, κουρσάρος πως εγίνη στο Μισίρι!
«Ο,τι κι αν γενηκε, ο διάολος τον πήρε και τον σήκωσε», συλλοϊζόνταν μέσα τους ούλοι, όσοι τον ξέρανε, όσοι είχαν με δαύτον γνωριμίες.
Σκλάβος και παλληκάρι στη δουλειά όταν ήθελε, μα στις αναποδιές του ίδιο θερίο.
Θερίο ανήμερο ήταν στην καρδιά και στο μπουρί του. Διάολος απ’ το ρέμα ανάμεσα στς ανθρώπους. Σκάνταλο μες στα πανιά και στα τραμπάκουλα.
Ησυχία το πνέμα του δεν είχε. Ζάπ’ δεν εγίνονταν το τέρας, λιθάρι πάνω στ’ άλλο δεν άφηνε. Τους σκύλους έβαζε σ’ αγγάρεια.
Με τους συντρόφους του -τους ναύτες- είχε ούλο να κάμει. Με τον καπετάνιο, το λοστρόμο. Ούλους άνω-κάτω τους έφερνε ο κανάγιας. Ο διάβολος δουλειά δεν είχε, τα βρακιά του έλυνε κ ’ έδενε.
Σκάλωνε σα γάτος αψηλά στα φλίτσα κι ανάμπαιζε από κεις τον καπετάνιο. Με το χάρο αστειεύονταν -χαχάνιζε-, τις ψυχές του κόσμου έπαιζε κορώνα γράμματα μαζί του.
Τα πανιά του παπαφίγκου να στριγκάρει, του φώναζε ο λοστρόμος α π’ το κάσαρο, αυτός έπιανε όσες μούδες τ’ άρεσε στις γάμπιες! Όρτσα δίπλα σταύρωνε τους φίγκους!
Όπ’ ευτύς η γολέτα έμπαινε τραβέρσο... Τσαλαβούταε στον τόπο με την πλώρη της.
Όξω φρενών ο καπετάνιος τού βούιζε με τη μπουρού από κάτω: ... «Τον παπαφίγκο στρίγκα μωρέ Τούρκοοο!... Αχ μπαγάσα θα μας πνίξεις...»
Αυτός το γουδί το γουδοχέρι. Άφηνε τις γάμπιες, φλετούραε στην κόφφα.
Φούσκωνε κι άφριζε κάτω του η θάλασσα. Οι αρματωσές έτριζαν. Αυτός εκείς εστέκονταν κ’ έβγαζε λόγο... για ν’ ακάνε! Έδειχτε με το δάχτυλο τα σύγνεφα κι αποτείνονταν στον καπετάνιο και στο πλήρωμα:

Αγαπητοί μου συμπολίτες
κλέφτες καί λωποδύτες...
από δω και πέρα
θα σας πάρει ο διάολος τον πατέρα!...

Με το γκρα τον κατέβαζαν από κείθες. ΓΙέντ’ εξ του αστράφταν στον αέρα. Ούλο το πλήρωμα έπεφτ’ απάνω του κι ούλους αυτός τους έκανε ζάπι!...
Σιδερένια ήσαν τα μπράτσα και τα χέρια του. Μπρούτζινο ήταν το κορμί του.
Οπου σε μάγκωναν οι φούχτες του, σε ξέραιναν, όπου σε λάχαιν’ η γροθιά του πιάνονταν η πνοή σου. Γλέπανε και παθαίναν ώστε να τον κλείσουνε λυταρωτόν στο μπαλαούρο.
Μα πού ν’ αλλάξει γνώμη. Σα τον εβγάζαν, τ’ είχες Γιάννη, τ’ είχα πάντα. Ξανά την πρώτη τέχνη του, τα ίδια.
Πυροφάνια έβαζε στα δάχτυλα των συντρόφων του, των μούτσων, όταν κοιμόντουσαν. Με μια σαλιωμένη κλωστή τους μάλαζε το σβέρκο. Μ’ ένα πούπουλο τους σγάρλαε τη μύτη. Κι απέ ξεραίνονταν στα γέλια!...
Με μαδέρια, με στραβόξυλα, μ ’ ό,τι τύχαινε ξοπίσω του, αυτοί τον εκυνήγαγαν. Καπνός κι αντάρα, πάγαινε από κοντά του το βριξίδι. Απ’ τις Χρίστο-Παναγίες τάραζαν οι σκούνες.
Τον παίρναν στο κοντό να τον σκοτώσουν. Μα πού να τον λάβουν το Σατανά τον τραγοπόδαρο; Σα ζουλάπι αυτός ριχιότανε στους κάλους. Σαν ραγκουτάγκος σκαρφατσάλωνε αψηλά στους παπαφίγκους. Στα μπαστούνια των γαμπιών, αυτός τουμπάριζε. Άντε πιάσ’ τον! Κι από κεις τους έπαιζε κλαρίνο της μύτης με τα δάχτυλα και καμμιά φορά τους ψιλοκατουρούσε...
Κι από κοντά τον τρέμαν τα λιμάνια.
Μες στα καφέ-αμάν και στα μπουρδέλα μπούκερνε σα τρελλοτραμουντάνα απ’ τα μπουγάζα. Μ’ ούλες τις πριμαντόνες εγνωρίζονταν. Μ’ ούλους τους κοντραμπατζήδες είχε φιλίες και παρτίδες. Μ’ ούλους τους μαχαιροβγάλτες μες στις πιάτσες.
Σειότανε και λυγιότανε μέσα στις μπυραρίες και τα κλαμπ, μες στα καφέ-αμάν της Αλεξάντρειας και της Σμύρνης. Ούλα τα κορίτσια - εκεί- αγκαζάριζε, ούλο τον κόσμο εκέρναε κονιάκια.
Έπινε -ρούφαε σα δελφίνι- και λιανοψιλοτραγούδαε.

Θάλασσα πικροθάλασσα
που σε γ... τα ψάρια

Κι απέ του χόρευε. Μαζί με τις αρτίστες χόρευε στα πάλκα. Χόρευε ζεϊμπέκικο, μάνα καϋμένη. Χόρευε το τσάμικο στ’ ανύχι.
Βροχή πέφταν τα τάλλαρα στο βιολιτζή, στις πριμαντόνες, και στις γκόμενες. Βροχή παγαίναν και τα πιάτα, τα ποτήρια, στον αγέρα. Άλλα σαν μπόμπες σκάζανε στους τοίχους κι άλλα με τα δόντια του τα ροκάναε ως μαρουλόφυλλα!...
Π’ ανάθεμα το μυαλό του, ούλο και στο λιμεναρχείο τον ξεφόρτωναν για ξεμέθυσμα...


Αυτόνε -τέτοιον λέοντα- είχε κάμει αρνάκι η Μαριδγίτσα στην ποδιά της.
Με τα χάδια της τον μέρεψε. Με τα γλυκά της λόγια τον είχε γητεμένο. Στα γόνατά της τον εκοίμιζε.
Της Άρνης το νερό τον είχε ποτισμένο.
Ξέχασε κι αυτός τη θάλασσα πλάι της, σβήσαν μες στο μυαλό του οι ζουγραφιές των λιμανιών και των πελάων. Ξέχασε ο κιαρατάς και τους δικούς του.
Μήτε ν’ ακούει ήθελε πλιο από τη θάλασσα, μήτε και από πλεούμενα να ξέρει.
Αυτός το μέλι των χειλιών της ρούφαε, και της φωνής της αφρουγκάζονταν τη γλύκα...
Μες στο κανάλι της αγάπης του αντρειευόταν και αρμένιζε...
Έτσι τον χάσανε οι θάλασσες, έτσι τον χάσανε κ’ οι πιάτσες. Τον έχασε και η ταβέρνα: «Το αναυάγιο» όπου κι αυτός τα «κοπάναε» στη Χαλκίδα.
Κανείς πλιο δεν τον γύρευε, κανείς δεν αρώταε για δαύτον. Μήτ’ οι οχτροί του, μήτ’ οι φίλοι του, μήτε κ ’ οι δικοί του.
Μόνο η μάνα του, η θεία Καλλίτσα. Πάλε η μάνα... Αυτή...
Αυτή που τον είχε έγνοια και καμάρι της, αυτή που τον ανακάτευε -τον μπέρδευε- πάντα μες στις κουβέντες και στο νου της. Αυτή που στα ύπνα και στα ξύπνα της τον νείρονταν, που στα ’μπά της και τα ’βγά της τον εκάλει. Ναι μωρ’ αυτή που κοιλοπόνεσε, που τον ντάντεψε, ώστε να γίνει παίδαρος και άντρας.
Τους στρατοκόπους αρώταε και τους διαβάτες να της πουν, στα περιγιάλια αγνάντευε τις σκούνες. Τον κόσμο εσταύρωνε... Τους ξενητευτήδες και τους πραματευτάδες γλυκοερώτα:
Μην τον είχε δει κανείς με τα ματάκια του, μην αντέσει, αυτοί, τον είχαν.
Έναν με τα ναύτικα.
Έναν ψηλόν, έναν όμορφο, έναν αντρειωμένο.
Που φόραε ζουνάρι πλουμιστό. Που ’ταν το πρόσωπό του σαν τον ήλιο...
Έναν σειστή, ένα λυγιστή, έναν κοντυλοφρύδη. Που πορβατούσε κ ’
ήταν σαν να κένταε, μωρέ που έλεες πως γλυκοτραγουδούσε σαν ομίλειε...
Μην τύχει της έρμης και τ’ς αρρώστησεν, μην της καϋμενούλας και της πνίγη. Σκλάβο τους οι κουρσάροι μην της τον πήρανε, στην Αραπιά μην της τον πήγανε της δόλιας...
Κάπου τον είχαν δει κι αυτοί το γιόκα της, κάπου τον είχαν -δαύτοι- αντέσει. Εκείς κατά τη Σαλονίκη, τον πήραν τα ματάκια τους, κατ’ το Δεδεαγάτς κατέ το Βόλο.
Για τη Μαύρη Θάλασσα μ ’ ένα τραμπάκουλο μπαρκάρισε, μ ’ ένα μπάρκο-μπέστια Σκοπελίτικο για το Αντζέμι.
Όχι, στο Τούνεζι αρμένιζε, στη Μπαρμπαριά, κατ’ το Αλγέριο. Μ’ ένα βαπόρο Αράπικο για το Μισίρι, λέει, πάει...
.. Μήτε αρρωστήσει έχει, μήτε πνίγη ο Γιάννης σου... της γλυκοψιλομίλησε ένας κοντός, ένας ξανθός, ένας γαλανομάτης.
... Μήτε στη Μπαρμπαριά ταξίδεψε, μήτε στ’ Αλγέρι πάει. Μόν’ μια ψηλή, μόν’ μια λιγνή, μια γλυκοκλειστοφρύδα, αυτή σ’ τον πήρε σκλάβο της το γιόκα σου.
Περαστικός απ ’ τη Χαλκίδα την εγνώρισε. Να, κατά πως λέει και το τραγούδι έγινε.
.
.. Α π ’ την Πόλη ερχότανε κι απ’ τα νησιά
κι απ’ τη γειτονιά της επέρασε,
τα βασιλικά της επότιζε
και τις μαντζουράνες της δρόσιζε.
Έκαψε τον κλώνο και τον ’δώσε
του ’πε κ ’ ένα λόγο που τ ’ άρεσε:
μπρε παλληκαράκι μ’ αν μ’ αγαπάς
τι περνοδιαβαίνεις και δε μιλάς,
στείλε προξενητρες στη μάνα μου
και προξενητάδες στο μπάρμπα μου...

Έτσι, έκαμε κι αυτός.
«'Εστειλε προξενήτρες στη μάνα της και προξενητάδες στο μπάρμπα της».
Τώρα εκείς βρίσκονταν π’ ανάθεμά τον, στη Χαλκίδα, σκλάβος της κι αφέντης της, δεμένος και δέτης της...
Τα κάλλη της δούλευε. Τα ρούσα τα μαλλιά της της έπλεκε και της ξέπλεκε. Αλυσιδίτσες της τα κάνε και γαϊτανάκια. Σκαλιέρες και σκοινάκια ολομετάξινα. Την έντυνε, την ξέντυνε, την έλουζε. Με τα δάχτυλά του τα φρύδια της τής έστρωνε και μια τής τ ’ αναμάλλιαζε. Τα ματόκλαδά της τα μυριόμετρα, τον έβαζε να της μετράει, το χνούδι να της δαγκώνει των αφτιών της. Τις δυο τις φούχτες του έκανε δαχτυλιδάκια αυτός, στη μέση της.
Αψηλά του την ασήκωνε σαν κούκλα. Στον τοίχο -σαν κάδρο τούτην έστηνε...

Γιάννης Σκαρίμπας
Γιάννης Σκαρίμπας (1893 - 1984)

Ιδιότυπος ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας, που χρονικά μόνο τοποθετείται στη γενιά του τριάντα. Αποτελεί μια μοναχική περίπτωση στα ελληνικά γράμματα, και για πολλά χρόνια αγνοήθηκε από την κριτική.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ