XIV
Άνθρωποι πολλοί στον ουρανό και κανείς
σκυλιά φοβερά και δράκοι με πύρινες γλώσσες μάτια του τρόμου
για τη ζωή που χαίρεται το χόρτο καλοκαίρι και το χειμώνα ήλιο
λάβαρα εξαπτέρυγα λευκά και στάχτη ερείπια σύννεφα
κουρέλια στον ύπνο σχισμένα χρώματα κατισχυμένα από το θάνατο.
Πιο πέρα δεν έχει. Το κέρδος πάνω στο νερό καράβι από σίδερο ή ξύλα
του δάσους
το κέρδος πάνω στην άσφαλτο σφυρίζει και στο γραφείο σιωπά και
το άλλο κέρδος των μαύρων κοράκων που ανοίγουνε στα δυο τα ύψη
— έμποροι κακοί έμποροι κακοί, πάει ή ζωή μας.
Την επίγεια Αγγελική θυμάμαι
η πλάτη μου στον πλάτανο και το σφιχτό της στήθος στο δικό μου στήθος
φιλιά της νύχτας και φιλιά του γκιώνη και δικά μας φιλιά
και στο ρυάκι το μικρό νερό πουλί πεθαμένο από την αιτία του κόσμου
ψηλά το φεγγάρι καλούσε το φίλο του έρημο είχε μείνει
στοιχειά και δαίμονες μάγισσες μαύρες και ο πόνος της μάνας
πράγματα δηλαδή υπαρκτά όπως ή αναπνοή στην κοιλιά του ζώου
μια πάνω το νερό μια κάτω — μην αγαπήσεις πολύ θα πεθάνεις.