Θ’ αγρυπνούν εκεί, φαίνεται.
Το σπίτι σταματημένο καταμεσίς στη νύχτα
μ’ αναμμένα τα φώτα του
ξεχωρίζουν από μακρυά σαν καράβι στο πέλαγος.
Θα χτυπήσω συνθηματικά την ξύλινη πόρτα, είπε.
Αν δεν μ’ ανοίξουν θ’ ανέβω στο δέντρο
εκεί θα κοιμηθώ βαθιά,
με απλωμένα τα δυό μου χέρια.
Διψώ αν βρέξει ώσπου να ξημερώσει
θα ξεδιψάσω.
Αν μ’ ανοίξουν, θα φαρμακώσω το φαί τους
μετά θα τους νίψω τα μάτια,
θα τους τυλίξω στο λινό σεντόνι,
θα τους καρφώσω στην πόρτα.
Το σπίτι θα το ρίξω στα νερά.
Κι όλα αυτά σιγά- σιγανά, στα μουγγά,
μη κι αγριέψω τον λύκο
που ξενυχτάει τον πεθαμένο.