Ο, στα λευκά - ασπρισμένα απ’ την νύχτα.
Ώρα Τετάρτη του μεσημεριού
παίρνει το μεράδι του ο θεός
ξαναγίνονται μαύρα.
Ακούγονται τζιτζίκια από πολύ μακριά
- μπορεί απ την απέναντι πλαγιά
μπορεί απ τα παιδικά μου καλοκαίρια.
Και το φώς τριγύρω τόσο έντονο, τόσο διάχυτο
που ακόμα κι ο θεός δεν μπορούσε να κρύψει εντελώς
τα αιώνια θλιμμένα μυστικά του
- κι ω μυστικά
που όλο σα να σας προσεγγίζουμε
κάποια στιγμή μέσα στο φώς
εσείς θα ήσασταν η ομορφιά ατόφια,
αν δεν χανόσασταν εκείνη τη στιγμή
για να φανερωθείτε κάποτε αργότερα αλλαγμένα
και τότε, με καινούργια φορεσιά,
σα να ταν άλλος,
να εκδικείσθε με σοφία.