Εκεί που φτάσαμε
τί νόημα μπορεί νά ’χουν οι ερωτήσεις.
Όμως εγώ που κάθε μέρα βλέπω το πρωί
να γίνεται ένα με τη νύχτα
δε θα πάψω να ρωτώ
πού πήγαν τα τζιτζίκια του φετεινού καλοκαιριού.
Ποιός είναι αυτός
ύφος φούρνος να μην καπνίσει
που κάθε μέρα περπατάει δίπλα μου και με σκουντά.
Στης πολιτείας τους δρόμους τα μισοσκότεινα μπαρ
την ώρα που πίνει τρώγοντας στοχαστικά
πέφτει απάνω μου. Δεν έχει καιρό.
Όλα να τα καταποντίσει στον αποχετευτικό του αγωγό
έτοιμος πάντα να ορμήσει.
Καλοκαθισμένο γουρούνι, σε ξέρω.
Τα πόδια σου δυο χοιρομέρια ασάλευτα.
Σαν τα μοσχάρια που τα κρατούν ακίνητα
για να παχαίνουν και να μη χάνουν βάρος
έτσι και συ ισορροπείς τά κωλομέρια σου
σε μια καρέκλα. Για να μην πολυκουράζεσαι
δίνεις στο σώμα σου μια ακαμψία θανάτου.
Η μόνη παρουσία ζωής
μες στις χαλύβδινες μασέλες
και τό βαθύ πηγάδι σου.