Είναι ώραι, στιγμή Παραδείσου,
ότε φάσματα παύουν θολά,
και τα πάντα θεάται καλά
η ψυχή σου.
Φεύγει τότε ο νους και η κρίσις ·
ή καρδία γλυκύθυμος ζη,
και μ’ αυτήν εορτάζει μαζί
όλ’ η Φύσις.
Πλημμυρίς αισθημάτων ωραίων
αναπάλλει το στήθος γλυκύ,
και καλείσαι και είσαι εκεί
Ανακρέων.
Η νεότης λαμπρά σε ποτίζει
θείον νέκταρ αφάτου χαράς,
και των πόθων ευώδης βορράς
παιανίζει.
Η ψυχή αναλύετ’ εις μύρον,
και θανάτους, θεούς λησμονείς,
και μεθύσκεις εντός ηδονής
ως ονείρων.
Σταματά η ζωή παραφόρως
ευθυμούσα φαιδρά, ως ευρών
σταματά προσχαρής θησαυρόν
οδοιπόρος.
Πλην πριν έτι καλώς εννοήσω
ότι έχαιρον, φεύγ’ ή χαρά!
Φευ! καθώς αστραπή τις περά...
Πώς θα ζήσω;
Η χαρά μας εδώ η βραχεία
αντανάκλασις είναι αυτής,
ην συ άνω, Θεέ μου, κρατείς;
Φαντασία...
Την χαράν — θεωρώ ειρωνείαν·
μετά μέλιτος γεύσιν πολλήν
τα λοιπά ανευρίσκεις χολήν
καί ανίαν.