Πατέρα μας, πούσαι στον ουρανό,
πώς έτσι με ξέχασες εμένα;
Σύ, που Φλεβάρη μήνα, θυμήθηκες το δέντρο
για να ματώσει ο καρπός του ρουμπίνι;
Μη εγώ, το ίδιο δεν σου ανοίγω το πλευρό μου
κι όμως Εσύ δε θέλεις να κοιτάξεις εμένα;
Γνοιάστηκες για το αμπέλι, μαύρη βέργα,
και το παράδωκες στο πατητήρι κρεμέζι·
ανέμισες τα φύλλα της λεύκας
με την πνοή Σου, ανάλαφρο άγέρι.
Κι όμως στο μέγα πατητήρι του θανάτου
δε θέλεις ούτε εκεί καν να στίψεις
και τα δικά μου στα στήθια.
………………………………………………………….
Κι εγώ στους στίχους μου τη ματωμένη μου μορφή
αποτύπωσα, καθώς και Συ στό σεντόνι
και σε μένα, τη μαύρη νύχτα του Κήπου
μου σταθήκαν δειλός ο Ιωάννης κι ο Άγγελος, εχθρός.
Απόστασα πιά, η απέραντη η κούραση
ήρθε να καρφωθεί στα μάτια μου, επιτέλους·
κούραση της μέρας που πεθαίνει
κούραση της αυγής που αύριο ακολουθεί
κούραση του μολυβένιου τ’ ουρανού,
κούραση τ’ ούρανού του λουλακιού.
Τώρα, αποκαμωμένη, λύνω
τα σάνταλά μου τα μαρτυρικά,
λύνω των μαλλιών μου τις πλεξούδες,
ύπνο γυρεύοντας, νά κοιμηθώ·
Και χαμένη στη νύχτα, ξεφωνίζω
την κραυγή τη μαθημένη από Σένα:
ΙΙάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς
ίνα τί με έγκατέλιπες;
Μετάφραση: Τάκης Παπατσώνης