Χαρά της πρώτης μου ζωής, φεγγάρι αγαπημένο,
συ δεν πονείς - εγώ πονώ·
γιατί ψηλά στον ουρανό
κρεμιέσαι λυπημένο;
Εσύ που χρύσωνες τη γη κι εμάγευες το κύμα,
γιατί μου ρίχνεις φως πικρό,
σα να φωτάς ένα νεκρό,
που κείτεται στο μνήμα;
Φεγγάρι! στο βασίλειό σου μη κατοικούν αγγέλοι,
κι ο άγγελός μου κατοικεί;
Μη, φίλημα πικρό από κει
την λάμψη σου μου στέλλει;
Το φως σου αν είναι φίλημα, μυστήριο χυμένο
από του γιου μου την ψυχή,
οχ, άκουσέ μου μιαν ευχή,
φεγγάρι αγαπημένο!
Οχ, λάβε αυτόν τον στεναγμό και πε του, δεν φοβάται
άλλην ο νους μου συμφορά -
κάθε μου πόθος και χαρά
στο χώμα του κοιμάται.
Αυτά, φεγγάρι, σου ζητώ. και πε του, αν σ' ερωτήση
πότε θα παύσουν οι καημοί,
όταν μια αχτίδα σου χλωμή
την πλάκα μου φωτίση.