Συνάδελφο με κράζεις ποιητή,
εσύ, πηγή ύδατος αλλομένου,
νάμα ψαλμού ζωής, πατρίδας αίνου,
που αιώνια Ελλάδα βουίζει θαυμαστή.
Κι άμποτες απ’ αυτό να ποτιστή
το χώμα αυτού του τόπου του καμένου !
Και νάναι κι η βουλή του πεπρωμένου
ξανά με δάφνες νέες να στολιστή !
Μα εγώ ’μαι έρημου βράχου μια βρυσούλα
που έρημη ρέει σ' έρημο γιαλό
και ρέει σαν να κλαίει την ερημιά της...
Και μόνο νύχτα μέρα βράδι, αυγούλα
κρένει με του πελάου το βογκητό,
σαν έρτη φτερωτός να πιή διαβάτης...