Πόσα χρόνια πέρασα
κι άσπρισα κι εγέρασα
πάνω στα ψηλώματα
βόσκοντας τα πρόβατα.
Τις κορφές επάτησα
και νυχτοπερπάτησα,
και σε δέντρα γέρικα
είδα κι είδα αγερικά!
Σε ψηλές ανηφοριές
σα κοτσύφι εχύθηκα,
κι έπεσα σε ρεματιές
και αποκοιμήθηκα.
Πάνω στη καπότα μου,
φορεσιά και στρώμα μου,
είδα ονείρατα γυρτός,
ξυπνητός και κοιμιστός.
Σ’ αητοράχη εσκάλωσα
με το λύκο εμάλωσα
κι άναψα τρανές φωτιές,
σε τετράψηλες κορφές.
Είδα τ' άστρι στο βουνό,
που το λένε αυγερινό
και στη καθαρή βραδιά
χόρτασα τη ξαστεριά.
Μύρμηγκα δε ζήμιωσα
κι άνθρωπο δε θύμωσα.
Πήρα τα μικρά τ' αρνιά,
σαν παιδιά στην αγκαλιά,
μια ζωήν επέρασα
κι ειπ’ ο θεός και γέρασα,
και το χιόνι το πολύ,
μου 'πεσε στη κεφαλή.
Άιντε προβατάκια μου,
περπατάτε, αρνάκια μου,
πάμετε σιγά σιγά
και μας πήρεν η βραδιά.