Νάν' σπασμένοι οι δρόμοι, νa φυσάει ο νότος
κι εγώ καταμονάχος καi νa λέω: τί πόλη!
νa μην ξέρω αν είμαι –μέσα στην ασβόλη–
ένας λυπημένος πιερότος!
Φύσαε –είπα– ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,
ω Χαλκίδα –πόλη (έλεγα) καί φέτος
ήμουν –στ' όνειρό μου είδα– Περικλέτος,
πάλι Περικλέτος ήμουν –είδα…
Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι
πάν' σε ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,
ως θερία, ως δέντρα –αναγλυμένοι– ως ψάρια
τά όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.
Τώρα; Πόλη, τρέμω τα γητέματά σου
κι είμαι ακόμα ωραίος σαν το Μάη μήνα,
κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνα
και να κλαίω εγώ στα γόνατά σου.
Έτσι νάν' σπασμένοι, να φυσά απ’ το νότο
και με πίλο κλόουν νά γελάς, Χαλκίδα:
Άχ, νεκρόν στο χώμα –νά φωνάζεις– είδα
έναν μου ακόμη πιερότο! . . .