Ποίημα του Διονυσίου Σολωμού, οι δύο πρώτες στροφές του οποίου σε μουσική του Νικολάου Μάντζαρου, αποτελούν τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδας (1865) και της Κύπρου (1966). (Διαβάστε το Αφιέρωμα →)
Libertà vo candando, ch'è si cara
Come sa chi per lei vita rifiuta.
DANTE
- Σε γνωρίζω από την κόψη
Του σπαθιού την τρομερή,
Σε γνωρίζω από την όψη
Που με βία μετρά τη γη. - Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! - Εκεί μέσα εκατοικούσες
Πικραμένη, εντροπαλή,
Κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
Έλα πάλι, να σου πη. - Άργειε νά 'λθη εκείνη η μέρα,
Και ήταν όλα σιωπηλά,
Γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα
Και τα πλάκωνε η σκλαβιά. - Δυστυχής! Παρηγορία
Μόνη σου έμενε να λες
Περασμένα μεγαλεία
Και διηγώντας τα να κλαις. - Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει
Φιλελεύθερη λαλιά,
Ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι
Από την απελπισιά. - Κι έλεες: πότε, α! πότε βγάνω
Το κεφάλι από τς ερμιές;
Κι αποκρίνοντο από πάνω
Κλάψες, άλυσες, φωνές. - Τότε εσήκωνες το βλέμμα
Μες στα κλάιματα θολό,
Και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα,
Πλήθος αίμα Ελληνικό. - Με τα ρούχα αιματωμένα
Ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
Να γυρεύης εις τα ξένα
Άλλα χέρια δυνατά. - Μοναχή το δρόμο επήρες,
Εξανάλθες μοναχή
Δεν είν’ εύκολες οι θύρες,
Εάν η χρεία τες κουρταλή. - Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
Αλλ’ ανάσασιν καμιά
Άλλος σου έταξε βοήθεια
Και σε γέλασε φρικτά. - Άλλοι, οϊμέ! στη συμφορά σου
Οπού εχαίροντο πολύ,
Σύρε νάβρης τα παιδιά σου,
Σύρε ελέγαν οι σκληροί. - Φεύγει οπίσω το ποδάρι
Και ολοκλήγορο πατεί
Ή την πέτρα ή το χορτάρι
Που τη δόξα σου ενθυμεί. - Ταπεινότατη σου γέρνει
Η τρισάθλια κεφαλή,
Σαν πτωχού που θυροδέρνει
Κι’ είναι βάρος του η ζωή. - Ναι αλλά τώρα αντιπαλεύει
Κάθε τέκνο σου με ορμή,
Που ακατάπαυστα γυρεύει
Ή τη νίκη ή τη θανή. - Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! - Μόλις είδε την ορμή σου
Ο ουρανός, που για τς εχθρούς
Εις τη γη τη μητρική σου
Έτρεφ’ άνθια και καρπούς. - Εγαλήνευσε και εχύθη
Καταχθόνια μία βοή,
Και του Ρήγα σου απεκρίθη
Πολεμόκραχτη η φωνή. - Όλοι οι τόποι σου σ’εκράξαν
Χαιρετώντας σε θερμά,
Και τα στόματα εφωνάξαν
Όσα αισθάνετο η καρδιά. - Εφωνάξανε ως τ’ αστέρια
Του Ιονίου και τα νησιά,
Και εσηκώσανε τα χέρια
Για να δείξουνε χαρά. - Μ’ όλον πού 'ναι αλυσωμένο
Το καθένα τεχνικά,
Και εις το μέτωπο γραμμένο
Έχει: Ψ ε ύ τ ρ α Ε λ ε υ θ ε ρ ι ά. - Γκαρδιακά χαροποιήθη
Και του Βάσιγκτον η γη,
Και τα σίδερα ενθυμήθη
Που την έδεναν και αυτή. - Απ’ τον πύργο του φωνάζει,
Σα να λέη σε χαιρετώ,
Και τη χήτη του τινάζει
Το Λεοντάρι το Ισπανό. - Ελαφιάσθη της Αγγλίας
Το θηρίο, και σέρνει ευθύς
Κατά τ’ άκρα της Ρουσίας
Τα μουγκρίσματα της οργής. - Εις το κίνημά του δείχνει
Πως τα μέλη είν’ δυνατά
Και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει
Μια σπιθόβολη ματιά. - Σε ξανοίγει από τα νέφη
Και το μάτι του Αετού,
Που φτερά και νύχια θρέφει
Με τα σπλάχνα του Ιταλού. - Και σ’ εσέ καταγυρμένος,
Γιατί πάντα σε μισεί,
Έκρωζ’ έκρωζε ο σκασμένος,
Να σε βλάψη, αν ημπορή. - Aλλο εσύ δεν συλλογιέσαι
Πάρεξ που θα πρωτοπάς
Δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι
Στες βρισιές οπού αγρικάς. - Σαν τον βράχον οπού αφήνει
Κάθε ακάθαρτο νερό
Εις τα πόδια του να χύνη
Ευκολόσβηστον αφρό. - Οπού αφήνει ανεμοζάλη
Και χαλάζι και βροχή
Να του δέρνουν τη μεγάλη,
Την αιώνιαν κορυφή. - Δυστυχιά του, ω δυστυχιά του,
Οποιανού θέλει βρεθή
Στο μαχαίρι σου αποκάτου
Και σ’ εκείνο αντισταθή. - Το θηρίο π’ ανανογιέται,
Πως του λείπουν τα μικρά,
Περιορίζεται, πετιέται,
Αίμα ανθρώπινο διψά. - Τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,
Τα λαγκάδια, τα βουνά,
Κι όπου φθάση, όπου περάση,
Φρίκη, θάνατος, ερμιά. - Ερμιά, θάνατος και φρίκη
Όπου επέρασες κι εσύ
Ξίφος έξω από τη θήκη
Πλέον ανδρείαν σου προξενεί. - Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει
Της αθλίας Τριπολιτσάς
Τώρα τρόμου αστροπελέκι
Να της ρίψης πιθυμάς. - Μεγαλόψυχο το μάτι
Δείχνει, πάντα οπώς νικεί,
Και ας είν’ άρματα γεμάτη
Και πολέμιαν χλαλοή. - Σου προβαίνουνε και τρίζουν
Για να ιδής πως είν’ πολλά
Δεν ακούς που φοβερίζουν
Aνδρες μύριοι και παιδιά; - Λίγα μάτια, λίγα στόματα
Θα σας μείνουνε ανοιχτά
Για να κλαύσετε τα σώματα
Που θε νάβρη η συμφορά. - Κατεβαίνουνε, και ανάφτει
Του πολέμου αναλαμπή.
Το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
Λάμπει, κόφτει το σπαθί. - Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγη
Και στο κάστρο ν’ ανεβή. - Μέτρα… είν’ άπειροι οι φευγάτοι,
Οπού φεύγοντας δειλιούν
Τα λαβώματα στην πλάτη
Δέχοντ’, ώστε ν’ ανεβούν. - Εκεί μέσα ακαρτερείτε
Την αφεύγατη φθορά
Να, σας φθάνει, αποκριθήτε
Στις νυκτός τη σκοτεινιά. - Αποκρίνονται, και η μάχη
Έτσι αρχίζει, οπού μακριά
Από ράχη εκεί σε ράχη
Αντιβούιζε φοβερά. - Ακούω κούφια τα τουφέκια,
Ακούω σμίξιμο σπαθιών,
Ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
Ακούω τρίξιμο δοντιών. - Α! Τι νύκτα ήταν εκείνη
Που την τρέμει ο λογισμός;
Άλλος ύπνος δεν εγίνη
Πάρεξ θάνατου πικρός. - Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,
Οι κραυγές, η ταραχή,
Ο σκληρόψυχος ο τρόπος
Του πολέμου, και οι καπνοί. - Και οι βροντές, και το σκοτάδι,
Οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
Επαράσταιναν τον άδη
Που ακαρτέρειε τα σκυλιά. - Τ' ακαρτέρειε. - Εφαίνοντ’ ίσκιοι
Αναρίθμητοι γυμνοί,
Κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
Βρέφη ακόμη εις το βυζί. - Όλη μαύρη μυρμηγικάζει,
Μαύρη η εντάφια συντροφιά,
Σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
Τα κρεβάτια τα στερνά. - Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
Επετιούντο από τη γη,
Όσοι είν’ άδικα σφαγμένοι
Από τούρκικην οργή. - Τόσα πέφτουνε τα θέρι-
σμένα αστάχια εις τους αγρούς
Σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
Εσκεπάζοντο απ’ αυτούς. - Θαμποφέγει κανέν’ άστρο,
Και αναδεύοντο μαζί,
Αναβαίνοντας το κάστρο
Με νεκρώσιμη σιωπή. - Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,
Μες στο δάσος το πυκνό,
Όταν στέλνη μίαν αχνάδα
Μισοφέγγαρο χλωμό. - Εάν οι άνεμοι μες στ’ άδεια
Τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
Σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
Οπού οι κλώνοι αντικτυπούν. - Με τα μάτια τους γυρεύουν
Όπου είν’ αίματα πηχτά,
Και μες στ’ αίματα χορεύουν
Με βρυχίσματα βραχνά, - Και χορεύοντας μανίζουν
Εις τους Έλληνας κοντά,
Και τα στήθια τους εγγίζουν
Με τα χέρια τα ψυχρά. - Εκειό το έγγισμα πηγαίνει
Βαθιά μες στα σωθικά,
Όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
Και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά. - Τότε αυξαίνει του πολέμου
Ο χορός τρομακτικά,
Σαν το σκόρπισμα του ανέμου
Στου πελάου τη μοναξιά. - Κτυπούν όλοι απάνου κάτου
Κάθε κτύπημα που εβγή
Είναι κτύπημα θανάτου,
Χωρίς να δευτερωθή. - Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει
Λες και εκείθεν η ψυχή
Απ’ το μίσος που την καίει
Πολεμάει να πεταχθή. - Της καρδίας κτυπίες βροντάνε
Μες στα στήθια τους αργά,
Και τα χέρια οπού χουμάνε
Περισσότερο είν’ γοργά. - Ουρανός γι’ αυτούς δεν είναι,
Ουδέ πέλαγο, ουδέ γη
Γι' αυτούς όλους το παν είναι
Μαζωμένο αντάμα εκεί. - Τόση η μάνητα και η ζάλη,
Που στοχάζεσαι, μη πως
Από μία μεριά και απ’ άλλη
Δεν μείνη ένας ζωντανός. - Κοίτα χέρια απελπισμένα
Πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
Χέρια, πόδια, κεφαλές, - Και παλάσκες και σπαθία
Με ολοσκόρπιστα μυαλά,
Και με ολόσχιστα κρανία
Σωθικά λαχταριστά. - Προσοχή καμία δεν κάνει
Κανείς, όχι εις τη σφαγή
Πάνε πάντα εμπρός. Ω! Φθάνει,
Φθάνει, έως πότε οι σκοτωμοί; - Ποίος αφήνει εκεί τον τόπο,
Πάρεξ όταν ξαπλωθή;
Δεν αισθάνονται τον κόπο
Και λες κι είναι εις την αρχή. - Ολιγόστευαν οι σκύλοι,
Και Α λ λ ά εφώναζαν, Αλλά
Και των Χριστιανών τα χείλη
Φ ω τ ι ά εφώναζαν, φ ω τα ι ά. - Λεονταρόψυχα εκτυπιούντο,
Πάντα εφώναζαν φ ω τ ι ά,
Και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
Πάντα σκούζοντας Α λ λ ά. - Παντού φόβος και τρομάρα
Και φωνές και στεναγμοί
Παντού κλάψα, παντού αντάρα,
Και παντού ξεψυχισμοί. - Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι
Εις τ’ αυτιά δεν του λαλεί.
Όλοι χάμου εκτίτοντ’ όλοι
Εις την τέταρτη αυγή. - Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
Και κυλάει στη λαγκαδιά,
Και το αθώο χόρτο πίνει
Αίμα αντίς για τη δροσιά. - Της αυγής δροσάτι αέρι,
Δεν φυσάς τώρα εσύ πλιό
Στων ψευδόπιστων το αστέρι
Φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ. - Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! - Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι
Δεν λάμπ’ ήλιος μοναχά
Εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
Εις τ’ αμπέλια, εις τα νερά. - Εις τον ήσυχον αιθέρα
Τώρα αθώα δεν αντηχεί
Τα λαλήματα η φλογέρα,
Τα βελάσματα το αρνί. - Τρέχουν άρματα χιλιάδες
Σαν το κύμα εις το γιαλό
Αλλ’ οι ανδρείοι παλληκαράδες
Δεν ψηφούν τον αριθμό. - Ω τρακόσιοι! Σηκωθήτε
Και ξανάλθετε σ’ εμάς
Τα παιδιά σας θέλ’ ιδήτε
Πόσο μοιάζουνε με σας. - Όλοι εκείνοι τα φοβούνται
Και με πάτημα τυφλό
Εις την Κόρινθο αποκλειούνται
Κι’ όλοι χάνουνται απ’ εδώ. - Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
Πείναν και Θανατικό
Που με σχήμα ενός σκελέθρου
Περπατούν αντάμα οι δύο. - Και πεσμένα εις τα χορτάρια
Απεθαίνανε παντού
Τα θλιμμένα απομεινάρια
Της φυγής και του χαμού. - Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
Που ό,τι θέλεις ημπορείς,
Εις τον κάμπο, Ελευθερία,
Ματωμένη περπατείς. - Στη σκιά χεροπιασμένες,
Στη σκιά βλέπω κι’ εγώ
Κρινοδάκτυλες παρθένες
Οπού κάνουνε χορό. - Στο χορό γλυκογυρίζουν
Ωραία μάτια ερωτικά,
Και εις την αύρα κυματίζουν
Μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά. - Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
Πώς ο κόρφος καθεμιάς
Γλυκοβύζαστο ετοιμάζει
Γάλα ανδρείας και ελευθεριάς. - Μες στα χόρτα, τα λουλούδια,
Το ποτήρι δεν βαστώ
Φιλελεύθερα τραγούδια
Σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ. - Απ’τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! - Πήγες εις το Μεσολόγγι
Την ημέρα του Χριστού,
Μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
Για το τέκνο του Θεού. - Σούλθε εμπρός λαμποκοπώντας
Η Θρησκεία μ’ ένα σταυρό,
Και το δάκτυλο κινώντας
Οπού ανεί τον ουρανό. - Σ’ αυτό, εφώναξε, το χώμα
Στάσου ολόρθη, Ελευθεριά
Και φιλώντας σου στο στόμα
Μπαίνει μες στην εκκλησιά. - Εις την τράπεζα σιμώνει
Και το σύγνεφο το αχνό
Γύρω γύρω της πυκνώνει
Που σκορπάει το θυμιατό. - Αγρικάει την ψαλμωδία
Οπού εδίδαξεν αυτή
Βλέπει τη φωταγωγία
Στους Αγίους εμπρό χυτή. - Ποιοι είν’ αυτοί που πλησιάζουν
Με πολλή ποδοβολή,
Κι’ άρματ’, άρματα ταράζουν;
Επετάχτηκες εσύ. - Α! Το φως που σε στολίζει,
Σαν ηλίου φεγγοβολή,
Και μακρόθεν σπινθηρίζει,
Δεν είναι, όχι, από τη γη. - Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
Χείλος, μέτωπο, οφθαλμός
Φως το χέρι, φως το πόδι
Κι’ όλα γύρω σου είναι φως. - Το σπαθί σου αντισηκώνεις,
Τρία πατήματα πατάς,
Σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
Και εις το τέταρτο κτυπάς. - Με φωνή που καταπείθει
Προχωρώντας ομιλείς
«Σήμερ’, άπιστοι, εγεννήθη
Ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής. - » Αυτός λέγει... Αφοκρασθήτε:
Εγώ είμ’ A λ φ α, Ω μ έ γ α εγώ
Πέστε, που θ’ αποκρυφθήτε
Εσείς όλοι, αν οργισθώ; - » Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
Που μ’ αυτήν αν συγκριθή
Κείνη η κάτω οπού σας έχω
Σαν δροσιά θέλει βρεθή. - » Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,
Τόπους άμετρα υψηλούς,
Χώρες, όρη από τη ρίζα,
Ζώα και δένδρα και θνητούς. - » Και το παν το κατακαίει,
Και δεν σώζεται πνοή,
Πάρεξ του άνεμου που πνέει
Μες στη στάχτη τη λεπτή». - Κάποιος ήθελε ερωτήσει:
Του θυμού του είσαι αδελφή;
Ποιός είν’ άξιος να νικήση,
Ή με σε να μετρηθή; - Η γη αισθάνεται την τόση
Του χεριού σου ανδραγαθιά,
Που όλην θέλει θανατώσει
Τη μισόχριστη σπορά. - Την αισθάνονται, και αφρίζουν
Τα νερά, και τ’ αγρικώ
Δυνατά να μουρμουρίζουν
Σαν να ρυάζετο θηριό. - Κακορίζικοι, που πάτε
Του Αχελώου μες στη ροή,
Και πιδέξια πολεμάτε
Από την καταδρομή. - Να αποφύγετε! Το κύμα
Έγινε όλο φουσκωτό
Εκεί ευρήκατε το μνήμα
Πριν να ευρήτε αφανισμό. - Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
Κάθε λαρυγγας εχθρού,
Και το ρεύμα γαργαρίζει
Τες βασφήμιες του θυμού. - Σφαλερά τετραποδίζουν
Πλήθος άλογα, και ορθά
Τρομασμένα χλιμιτρίζουν
Και πατούν εις τα κορμιά. - Ποίος στον σύντροφον απλώνει
Χέρι, ωσάν να βοηθηθή
Ποίος τη σάρκα του δαγκώνει
Όσο οπού να νεκρωθή. - Κεφαλές απελπισμένες,
Με τα μάτια πεταχτά,
Κατά τ’άστρα σηκωμένες
Για την ύστερη φορά. - Σβηέται -αυξαίνοντας η πρώτη
Του Αχελώου νεροσυρμή-
Το χλιμίτρισμα, και οι κρότοι,
Και του ανθρώπου οι γογγυσμοί. - Έτσι ν’ άκουα να βουίξη
Τον βαθύν Ωκεανό,
Και στο κύμα του να πνίξη
Κάθε σπέρμα Αγαρηνό. - Και εκεί πού 'ναι η Αγία Σοφία,
Μες στους λόφους τους επτά,
Όλα τ’ άψυχα κορμία
Βραχοσύντριφτα, γυμνά. - Σωριασμένα να τα σπρώξη
Η κατάρα του Θεού,
Κι απ’ εκεί να τα μαζώξη
Ο αδελφός του Φεγγαριού. - Κάθε πέτρα μνήμα ας γένη,
Και η θρησκεία κι η Ελευθεριά
Μ’ αργοπάτημα ας πηγαίνη
Μεταξύ τους, και ας μετρά. - Ένα λείψανο ανεβαίνει
Τεντωτό, πιστομητό,
Κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει
Και δεν φαίνεται και πλιό. - Και χειρότερα αγριεύει
Και φουσκώνει ο ποταμός
Πάντα πάντα περισσεύει
Πολυφλοίσβισμα και αφρός. - Α! Γιατί δεν έχω τώρα
Τη φωνή του Μωυσή;
Μεγαλόφωνα, την ώρα
Οπού εσβηούντο οι μισητοί. - Τον Θεόν ευχαριστούσε
Στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
Και τα λόγια ηχολογούσε
Αναρίθμητος λαός. - Ακλουθάει την αρμονία
Η αδελφή του Ααρών,
Η προφήτισσα Μαρία,
Μ’ ένα τύμπανο τερπνόν. - Και πηδούν όλες οι κόρες
Με τις αγάλες ανοικτές,
Τραγουδώντας, ανθοφόρες,
Με τα τύμπανα τερπνόν. - Σε γνωρίζω από την κόψη
Του σπαθιού την τρομερή,
Σε γνωρίζω από την όψη
Που με βία μετράει τη γη. - Εις αυτήν, είν’ ξανουσμένο,
Δεν νικιέσαι εσύ ποτέ
Όμως, όχι, δεν είν’ ξένο
Και το πέλαγο για σε. - Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει
Κύματ’ άπειρα εις τη γη,
Με τα οποία την περιζώνει,
Κι’ είναι εικόνα σου λαμπρή. - Με βρυχίσματα σαλεύει
Που τρομάζει η ακοή
Κάθε ξύλο κινδυνεύει
Και λιμιώνα αναζητεί. - Φαίνετ’ έπειτα η γαλήνη
Και το λάμψιμο του ηλιού,
Και τα χρώματα αναδίνει
Του γλαυκότατου ουρανού. - Δεν νικιέσαι, είν’ ξακουσμένο,
Στην ξηρά εσύ ποτέ
Όμως, όχι, δεν είν’ ξένο
Και το πέλαγο για σε. - Περνούν άπειρα τα ξάρτια,
Και σαν λόγγος στριμωχτά
Τα τρεχούμενα κατάρτια,
Τα ολοφούσκωτα πανιά. - Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,
Και αγκαλά δεν είν’ πολλές,
Πολεμώντας, αλλά διώχνεις,
Aλλα παίρνεις, αλλά καις. - Με επιθύμια να τηράζης
Δύο μεγάλα σε θωρώ,
Και θανάσιμον τινάζεις
Εναντίον τους κεραυνό. - Πιάνει, αυξάνει, κοκκινίζει,
Και σηκώνει μια βροντή,
Και το πέλαο χρωματίζει
Με αιματόχροη βαφή. - Πνίγοντ’ όλοι οι πολεμάρχοι
Και δεν μνέσκει ένα κορμί
Χάρου, σκιά του Πατριάρχη,
Που σ’ επέταξαν εκεί. - Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι
Με τς εχθρούς τους τη Λαμπρή,
Και τους έτρεμαν τα χείλη
Δίνοντάς τα εις το φιλί. - Κειές τες δάφνες που εσκορπίστε
Τώρα πλέον δεν τες πατεί,
Και το χέρι οπού εφιλήστε
Πλέον, α! Πλέον δεν ευλογεί. - Όλοι κλαύστε. Αποθαμένος
Ο αρχηγός της Εκκλησιάς
Κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
Ωσάν νά 'τανε φονιάς. - Έχει ολάνοικτο το στόμα
Π’ ώρες πρώτα είχε γευθή
Τ’ Άγιον Αίμα, τ’ Άγιον Σώμα
Λες πως θε να ξαναβγή. - Η κατάρα που είχε αφήσει
Λίγο πριν να αδικηθή
Εις οποίον δεν πολεμήση
Και ημπορεί να πολεμή. - Την ακούω, βροντάει, δεν παύει
Εις το πέλαγο, εις τη γη,
Και μουγκρίζοντας ανάβει
Την αιώνιαν αστραπή. - Η καρδιά συχνοσπαράζει...
Πλην τι βλέπω; σοβαρά
Να σωπάσω με προστάζει
Με το δάκτυλο η θεά. - Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη
Τρεις φορές μ’ ανησυχιά
Προσηλώνεται κατόπι
Στην Ελλάδα, και αρχινά: - «Παλληκάρια μου! Οι πολέμιοι
Για σας όλοι είναι χαρά,
αι το γόνα σας δεν τρέμει
Στους κινδύνους εμπροστά. - » Απ’ εσάς απομακραίνει
Κάθε δύναμη εχθρική
Αλλά ανίκητη μια μένει
Που τες δάφνες σας μαδεί. - » Μία, που όταν ωσάν λύκοι
Ξαναρχόστενε ζεστοί,
Κουραμένοι από τη νίκη,
Αχ! Τον νουν σας τυραννεί. - » Η Διχόνοια που βαστάει
Ενα σκήπτρο η δολερή
Καθενός χαμογελάει,
Πάρ’ το, λέγοντας, και συ. - » Κειό το σκήπτρο που σας δείχνει
Έχει αλήθεια ωραία θωριά
Μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
Εισέ δάκρυα θλιβερά. - » Από στόμα οπού φθονάει,
Παλληκάρια, ας μην ‘πωθή,
Πως το χέρι σας κτυπάει
Του αδελφού την κεφαλή. - » Μην ειπούν στο στοχασμό τους
Τα ξένα έθνη αληθινά:
Εάν μισούνται ανάμεσό τους
Δεν τους πρέπει ελευθεριά. - » Τέτοια αφήστενε φροντίδα
Όλο το αίμα οπού χυθή
Για θρησκεία και για πατρίδα
Όμοιαν έχει την τιμή. - » Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε
Για πατρίδα, για θρησκειά,
Σας ορκίζω, αγκαλιασθήτε
Σαν αδέλφια γκαρδιακά. - » Πόσον λείπει, στοχασθήτε,
Πόσο ακόμη να παρθή
Πάντα η νίκη, αν ενωθήτε,
Πάντα εσάς θ’ ακολουθή. - » Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία!...
Καταστήστε ένα σταυρό,
Και φωνάξετε με μία:
Βασιλείς, κοιτάξτ’ εδώ. - »Το σημείον που προσκυνάτε
Είναι τούτο, και γι’αυτό
Ματωμένους μας κοιτάτε
Στον αγώνα το σκληρό. - » Ακατάπαυστα το βρίζουν
Τα σκυλιά και το πατούν
Και τα τέκνα του αφανίζουν
Και την πίστη αναγελούν. - » Εξ αιτιάς του εσπάρθη, εχάθη
Αίμα αθώο χριστιανικό,
Που φωνάζει από τα βάθη
Της νυκτός: Να’ κ δ ι κ η θ ώ. - » Δεν ακούτε, εσείς εικόνες
Του Θεού, τέτοια φωνή;
Τώρα επέρασαν αιώνες
Και δεν έπαυσε στιγμή. - » Δεν ακούτε; εις κάθε μέρος
Σαν του Αβέλ καταβοά
Δεν είν’ φύσημα του αέρος
Που σφυρίζει εις τα μαλλιά. - » Τι θα κάμετε; θ’ αφήστε
Να αποκτήσωμεν εμείς
Λευθερίαν, ή θα την λύστε
Εξ αιτίας Πολιτικής; - » Τούτο ανίσως μελετάτε,
Ιδού, εμπρός σας τον Σταυρό
Βασιλείς! ελάτε, ελάτε,
Και κτυπήσετε κι εδώ».