Εις το χωρίον Πευκάκια, όπου είχε καταφύγει η Βάσω, απήλθεν ο Νίκος την επαύριον και διηγήθη μετά δακρύων το σπαραξικάρδιον τέλος της ιστορίας ταύτης. Ο ηρωικός πρόμαχος της Ακαρνανίας δεν ήτο πλέον μεταξύ των ζώντων.
Αλλά καλύτερον παντός άλλου διηγούνται την έκβασιν της πάλης οι δύο στίχοι του ηρωικού άσματος:
Με το τουφέκι τρέξανε, ένας να φάη τον άλλο,
φωτιάν εδώκαν στη φωτιά, πέφτουν κι οι δυό στον τόπο.
Και ούτως ό τε προδότης της φιλίας και ο απαράμιλλος μαχητής των ορέων έσχον κοινόν τον πότμον, και έβρεξαν διά του αίματός των το αυτό έδαφος.
Σκοτεινήν τινα νύκτα του αυτού μηνός ο Κώστας μετά της γυναικός και των τέκνων του, ο Νίκος και η Βάσω, μη βλέποντες εαυτούς εν ασφαλεία, κατόρθωσαν να φύγωσι και διεπεραιώθησαν εις Λευκάδα. Όπως συγχωρήση ο Κώστας το αμάρτημα, ή μάλλον το ατύχημα, της θυγατρός του, εδέησε να μεταβιβασθώσι προς αυτόν αι ύσταται παραγγελίαι του Χρήστου Μηλιόνη, δι’ ων εγίνετο εγγυητής υπέρ της αναδεκτής του. Ο δε Νίκος ουδεμιάς παρακελεύσεως ανάγκην είχεν ίνα συγχωρήση. Μετά έξ μήνας λήξαντος του πένθους, όπερ έφερεν η νεάνις διά τον νονόν της, ετελέσθη εν Λευκάδι ο γάμος.
Την αυτήν συγκατάβασιν όμως δεν έδειξε και ο απαγωγεύς της Βάσως προς την μαύρην, την δύσμοιρον Φατμάν. Χωρίς να εννοήση τι έπταιε, κατεβιβάσθη ζώσα εις βαθύ φρέαρ και εκεί εύρε σκληρόν τον θάνατον. Μετ’ ολίγον χρόνον και αυτός ο Χαλήλ αγάς εδολοφονήθη υφ’ ενός των ομοθρήσκων του.
Εκ των συντρόφων του Μηλιόνη, οι πλείστοι ηκολούθησαν μετά τον θάνατόν του τους Τσεκουραίους και διέπρεψαν εις πολλάς συμπλοκάς. Ο γέρων Τοπτσής εκών παρητήθη την αρχηγίαν, ομοίως και ο Πευκόρραχος, εκείνος μεν ως λίαν πρεσβύτης, ούτος δε ως άγαν δυσκίνητος.
Περί του Καμπόσου ουδέ λέξις ποτέ ηκούσθη, ουδ’ έμαθέ τις τί απέγινε.