Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη

Σπύρω Ασδραχά

Dans la vertu I’audace se ranime,
Et la faiblesse est compagne du crime
Louis Antoine Leon de Saint-Just

Στο ποίημα αυτό προτίθεμαι νά τραγουδήσω τον Αρχιστράτηγο του μένους
των Ελλήνων, Γεώργιο Καραϊσκάκη.
Όχι επειδή επιθυμώ τίποτε αναίμακτα βραβεία, κι ίσως τη στρίγκλα
εκείνη συντριβή του εθνικού ποιητή στη χάμω γλώσσα,
αλλ’ επειδή - τουλάχιστον εγώ - ταράζομαι τα βράδια, όταν είναι το
φεγγάρι κάποιο είδος τροχαλίας, που ανασύρει απ’ το πηγάδι της
σιωπής τα όνειρα της πέτρας.
Τότ’ επιστρέφει ο νεκρός παλικαράς της γης μου και πελεκάει τεχνικά
των ζωντανών τη γλώσσα.
Τότ’ επιστρέφει ο φωτεινός και μρ ξυπνάει, κι είναι απ’ ώρα ποτάμια
οι φλέβες μου ανοιχτές,
καίγονται οι αρθρώσεις μου σαν τα χωριά, τα πόδια μου τυφλά παραπατάνε
τα κόκαλά τους με τριγμούς βαθείς, πέτρα την πέτρα,
κατ’ όπου κάποτε δροσιά των λιβαδιών και πόδια παιδιών πού χόρταιναν ανατριχίλες,
κι ένα κορίτσι δούλευε των αγοριών τον κήπο μες στα νεράντζια των
πλησίστιων στεναγμών του.
Τινάζομαι άξαφνα και λέω: «Τί θέλεις μες στη νύχτα, παλικαρά; Τά
σπλάχνα μου απαιτείς;
Δεν πρέπει νά’χει σίδερο καρδιά για να σ’ αντέξει αυτός που τρέχει
στους γκρεμούς γυρεύοντας τα κρίνα;»
Κι αυτός: «Δεν πρέπει νά ’χει τη γλώσσα του ο ποιητής, τρέλα καλά
γαλβανισμένη;»
Και χάνεται, με παρατάει μες στη βαθιάν αλήθεια.

***

[...]

Ω, ναι! αδικήθηκε το όνομα και η μνήμη σου, Καραϊσκάκη. Τό μεγάλο,
εύφορο έργο σου δεν βρήκε χέρια να τό κάνουν κήπο,
αφού τα αίματα δεν έπαψαν να λένε τον ήλιο τυμβωρύχο και το φεγγάρι
ρόγχο.
Σου τό ’χε πει δασύτριχα ο Γέρος: «Μαθαίνω, στρατηγέ, πως μπαίνεις
κατ’ ιδίαν σε μάχες κι ακροβολισμούς.
Δεν είν' αυτό δικό σου έργο. Τραβήξου, υπόμενε, για να εμψυχώνεις τους
άνδρες. Ειδαλλιώς βρικόλακα σε βλέπω, να τους τρως με την ψυχή σου».
Όμως ήσουν αυθαίρετος, μια φωτεινή τρέλα που έπρεπε να τελειώσει.
Μόνο έτσι θα μάθαινες ακέραιο τον φόβο που μας κάνει λογικούς.
Και ρίχτηκες αστόχαστα στα δόντια εκείνης της αλύπητης μέρας, πού
γλειφόταν για ιδρώτα και ψυχορραγητό.
Που νά ’ξερες πόσο σκοτάδι εφημέρευε η νύχτα των αχρείων; Που να
’ξερες το τι πληγές διανυκτέρευε η μέρα των χυδαίων;
Πιάστηκες στην παγίδα του μηρυκαστικού, που πνέει τα μένεα των νωθρών δοντιών του, αθώε κυνόδοντα, παλικαρά!
Ίσως νόμισαν, πως πλάστηκες για να ταΐζεις τα όνειρά σου με ουρλιαχτά
και βρόμικες πληγές.
Ίσως νόμισαν πως ό,τι ήλπισες απ’ τη ζωή σου ήταν ένας κουβάς ασβέστης
στη νύχτα των πτωμάτων.
Αγνοούσαν, παλικαρά, τα βασικά της σκονισμένης απελπισίας σου.
Γι’ αυτούς ο θάνατος εξείχε, σαν παλιός σελιδοδείκτης απ' τό βιβλίο
της ζωής.
Δεν ήξεραν πως καθένας ξυπνάει τον δικό του εφιάλτη, απ’ τά χαράματα
της προσδοκίας του.
Δεν ήξεραν πως όλοι είναι κάπως δίχως μάτια, δίχως στόμα, στο χώμα,
λίγο χώμα, κι ίσως ίσως
εκείνοι πού νομίζουν πως είναι δυνατοί, να νιώθουν πιο βαθιά τη χαράκι
του μηδενός, όταν λυγίζουν.
Κανείς δεν είναι από σίδερο, ούτε καν το σίδερο. Όλα μαλακώνουν
στον καιρό τους,
κι έρχεται η νύχτα, και ο γκιώνης μετρά, κόψη την κόψη, το βύθισμα
της νύχτας, το σκοτάδι
πνίγει τους τοίχους, στραγγαλίζει τα παράθυρα, τις πόρτες των
αισθήσεων.

Ας ξυπνούν τον ύπνο τους, λοιπόν, για τα καλά. Αν το καλοεξετάσεις,
η τάξη είν’ ένα είδος σφαγής πού δεν ματώνει.
Ω, ναι! αδικήθηκες, παλικαρά.Εσύ που γνώριζες την ποίηση απ’ την
ανάποδη,
και είχες μάθει να διαβάζεις τον κόσμο ανάποδα, για να κρατιέσαι
όρθιος μες στο μακελειό του εδώθε όντος, βγήκες μπροστά και
κραύγασες:
«Γιά δείτ' εκεί μιαν εξουσία, οπλισμένη, μ’ όλη της την αναίδεια! Τσογλάνια, κερδοσκόποι, πως να πείσετε τους άντρες να σάς ακολουθήσουν;
Γιατί να πάρουνε τα βράχια και να τραφούνε με ρακένδυτο μολύβι;
Νομίζετε πως ήρθαμε για σας μέχρι την άκρη της οργής; Για το περβόλι
της πατρίδας, αχρείοι, ήρθαμε, γι’ αυτό - δυο τριαντάφυλλα κι ένα
γεράνι ταπεινό - ιδρώσαμε σφαγή.
Μέχρι εδώ ήταν. Φεύγω για την παραφορά. Με συμφέρει να προσφέρω
στην πατρίδα τη δική μου αυθαιρεσία.
Με τη δική σας με χωρίζουνε βουνά οι κερασιές. Δεν έχω άλλο γαλάζιο
να σκορπίσω στα λαγούμια σας».
Τότε έπρεπε να έρθει τάχα μια Αθηνά, για να σωπάσει τον θυμό σου,
να δώσεις πίσω τη λεπίδα των λόγων μες στη θήκη της, κι όχι να
βρυχηθεϊς:
«Μεθύστακες, κοπρόσκυλα, λαγών ψοφίμια, πότε σάς ένιωσε κοντά
του στο τραγούδι ο πατριώτης;
Πότε σας είδε δίπλα του ο ήρωας στο χορό; Τί κατορθώσατε; Να τρέμε
τε στην όψη της ζωής!
Τί λέω; Εσείς δεν είστε οι πορφυρές, που τριγυρνάτε στα ρηχά, κι
αρπάζετε τα νιάτα των κολυμβητών;
Αυτό θα πει κατόρθωμα: μυροβόρα εξουσία! Μα έχετε χάρη πού κυβερνάτε ουτιδανούς,αλλιώς τα δόντια σας θα τέλειωναν εδώ· ένα σάς λέω, θα ’ρθεϊ στιγμή
που θα ενσκήψει στην πολιτεία των λαγουμιών ή πείνα του αυθαιρέτου,
και τότε εσείς - υπόλογοι ή συγγραφείς - δέν πρόκειται να πάρετε απ’
τα χέρια του μέλλοντος φονιά παρά μονάχα παρελθόν.
Έτσι, να τρώτε τα σπλάχνα σας και να θυμάστε πως τους πρώτους
ανάμεσά σας δώσατε στους άρχοντες των σκοταδιών».

Βέβαια, βέβαια, παλικαρά, υπήρξες Αχιλλέας κι άλλοι πολλοί γενναίοι
μαζί, συμπεριλαμβανομένου του γεωπόνου Άρη Βελουχιώτη.
Βέβαια, βέβαια, παλικαρά, η πράξη της εξέγερσης είναι όπως πάντα μία·
όμως, εκείνο πού εκτίθεται σε μεγαλύτερο κίνδυνο, έχει τη μεγαλύτερη
χάρη. Άρα, δύο τα σκοτάδια.

***

[...]

Α! τετραπέρατε παλικαρά! Ενώ ή πληγή σου μαινόταν στο υπογάστριο του φωτός,
και οι θεράποντες των έλλογων κραυγών δεν είχαν ν' αντιτάξουν μια νέα πειθαρχία στο κοινό γλωσσάρι του αίματός σου
και καταπιάνονταν ν’ αφήσουν τη χρήση του λαού στην ιστορία του έθνους,
κι όχι - ως όφειλαν - ν' αρθρώσουν κανένα λόγο σκιερό, καμιά πηγή λαλίστατη, με δίχως τα αίματα βαθιά και σκοτεινά της,
- ενώ όλα αυτά - κατέφυγες στον θάνατο, κι απάντησες καθέτως τον ήλιο, τροπαιοφόρο στην κεφαλή του λόγου.
Δεν είχες άλλωστε καμιά θεωρία για τό έθνος, που να μην έβγαινε κρυ­φά να δει, που πάνε οι ψυχές μονάχες μες στη νύχτα, κι είναι τα όνειρα μες στα νερά μέχρι το πρώτο φως,
κι ώσπου να πιάσει λιμάνι το τρικάταρτο εκείνο μεσημέρι των κιτρολεμονιών,
νά ’ναι η γνώση τάμπαρο, ψόφια κάτω απ’ τον ήλιο, ή πρώτη γνώση,
που έπρεπε να είναι άμεση γνώση ή γνώση του ενθάδε.

Α! εντιμότατε παλικαρά! Μά, φυσικά, δεν ήσουν αρχηγός. Προμηθευτής των αναγκαίων σκευών της άνω βύθισης, που φέρνει το πεύκο
μέχρι τον γκρεμό,
ήσουν και νόμιζες ταχύτατο στη ρίζα του πλατάνι τον γενναίο, όχι τε­μπέλη άνεμο στον ύπνο μιας γολέτας.

Α! Πολυμήχανε παλικαρά, που έφερες βόλτα τα ριζά του όντως όντος
και βρήκες στα σκοτάδια των δασών τις απαντήσεις, στο πλέον βαθύ
ερώτημα περί του είναι, να καμαρώνουν ξέφωτες σαν τσαλαπετεινοί
απάνω στα λιθάρια
και σκέφτηκες: «Αυτά, λοιπόν, πού ξέρατε ξεχάστε τα. Κάθε σας λέξη,
τώρα, σωπαίνει χίλιες λέξεις.
Μάταια σκέφτεστε, μάταια ψάχνετε τα λόγια σας στα λόγια σας. Ο κόσμος
δεν είναι αντικείμενο γραφής, είναι αποτέλεσμα χεριού πού γράφει».
Το σκέφτηκες, τό ξέρω, μα... σκοτάδια.

* * *

Πάει καλά, παλικαρά, πάει καλά! Το ποίημα ήδη τό 'φτιαξα, και σε
τραγούδησα. Μα, πες μου, θα μπορέσω νά κοιμηθώ τον ύπνο μου
επιτέλους;
Οι άνθρωποι με ζώνουν, φωνάζουν, τρίζουν δόντια και χτυπούν τα πόδια,
σαν μεγάλα επικίνδυνα παιδιά
Διαπραγματεύονται, επηρεάζουν, στοχεύουν στη μεγιστοποίηση, απαλλαγμένοι από έννοιες,
αφήνοντας σε άλλους νά γυρεύουν, ποιος σκόρπισε όλο αυτό το αίσθημα
της απόλυτης κυριαρχίας, την αποσύνθεση καθεαυτή, και τα
στοιχεία δεν είναι πια σε ησυχία,
όλα μαζί ενωμένα, και καθένα στον τόπο του, καθένα παντού, και στη
φωλιά του,
κι έξω πέρα, σε κάθε πηγάδι, κάθε σκιά, τη νύχτα με το άρωμα, τη λάμψη του
αυθύπαρκτου, και τα νερά δεν ποτίζουν τη γη, τα φυτά, και
ο ήλιος καίει τη γη, τα φυτά,
η θάλασσα δεν είναι ένας καθρέφτης, και μάτια του βυθού στοχαστικά
μες στον καθρέφτη.
Δεν είναι παιδιά, παλικαρά, δεν είναι παιδιά. Είναι παιδιά του φονιά,
που δεν ήταν παιδί, ούτε όταν ήταν παιδί, κι η θάλασσα δεν λάμπει απ’ την κορφή των ημερών σου.

Πες μου, λοιπόν! Θά κοιμηθώ τον ύπνο μου; Τί, τέλος πάντων, είν’ εκείνη ή παρουσία κατ’ όπου ανοίξω
το στόμα μου - τόσο, μα τόσο δυνατή - που λέω πως οπωσδήποτε κάπου
την έχω ξαναδεΐ,
κάπου τη γνώρισα, περάσαμε μαζί καιρό πολύ κι ύστερα ξέχασα πως την θυμάμαι;
Δεν έχει τό ίδιο πρόσωπο, τα ίδια μάτια, χείλη, μαλλιά και χέρια - ιδίως
χέρια - όμως κάθε φορά,
στα χέρια μου, στα χείλη μου, στα μάτια μου, το σχήμα της ισχύει με τρόπο γνώριμο, πάντα τον ίδιο.
Έτσι πού ίσως - λέω - δεν είναι παρά πλάσμα τού σχήματός μου· φυσικά μ’ εκείνον τον τρόπο τον δενδρόφυτο, που πλάθει ψυχές ενσώ­ματες τό σώμα, φροντίζοντας ν’ αμείψει την πεινασμένη του ψυχή.

Πες μου, παλικαρά, γυναίκα είναι ή φάντασμα, που φέρνει γύρους πάνω απ’ την Ευρώπη;
Σώμα γι' αγκάλιασμα είναι η κραυγή ελευθέρας βοσκής, και πνεύμα οικόσιτο της αναρχίας;

Πες μου και γείρε, ανάπαυσε το μένος σου. Τα υπόλοιπα τ’ αναλαμβά­νω
εγώ, μόλις τελειώσω αυτό το ποίημα, που απ’ ώρα τραγουδάει τον αρχιστράτηγο του μένους των Ελλήνων, Γεώργιο Καραϊσκάκη.

Γιώργος Μπλάνας
Γιώργος Μπλάνας (1959 - 2024)

έλληνας ποιητής και μεταφραστής, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του ’80.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ