Ο ξένος όνειρος

Μια Ερινύα ξεπρόβαλε στον ύπνο μου
να δει τί κάνω. Κοιμόμουν, βέβαια.
Έπαιζα μ’ ένα ξύλινο μεγάλο ζώο,
νομίζω γαργαλούσα τα προγούλια του
σ’ ένα γιοφύρι, ξύλινο κι αυτό,
ενώ ξωπίσω μου ο διευθυντής μου
— καλό κι αυτό! — ρωτούσε αν η ποδίνα
πρέπει να γράφεται με γιώτα ή με ήτα.
Και πού καιρός για τέτοια μασκαρέματα·
γλωσσολογίες, ταξιαρχίες θανάτου..
Ας είναι, για χατήρι του ένα λεξικό
(Ζηκίδου λέγεται) μα τίποτα ως προς τούτο.

Τότε ήταν για καλά που έσκασε η Ερινύα,
το χοληκάδι της φουσκώνει ως εκεί πάνω,
χτυπιέται, λέει γιατί, γιατί γιατί γιατί;
Λάθος αποστολή σε κεντρική πλατεία:
Εμένα βρήκε, τον ταλαίπωρο άνθρωπο,
να στήσει τον ιστό της και να της τον σπάνω,
να με καταδιώκει σαν Ορέστη,
να γίνομαι Ριμάκο, να με χάνει
Να ξαναβρίσκει την αρχή του νήματός της
απ’ την οπή, τον λούρουππα του ονείρου,
να ξεγλιστρά ένα μάτσο δροσερές ελπίδες,
να την καταρρακώνω, να παιδεύω
τα χίλια δυο σημεία της και φουσκάλες
στις παρυφές του σώματός της, α, ζωή!

- Η Ερινύα τί είναι; με ρωτάει
φίλης πιστής ο λόγος με χαμόγελο.

Είχα ξυπνήσει. Γνώριμα ακρογιάλια
παντόφλες και βιβλία, κελάδημα πουλιών.

- Θα δούμε στη συνέχεια, θα το βρούμε
ακολουθώντας τη συρμή του ποιήματος.
Το ποίημα ξέρει. Σχηματίζεται σιγά,
όπως η ζωγραφιά μικρού παιδιού.
Στο τέλος θα το μάθουμε, χρειάζεται
μακροθυμία, υπομονή και πίστη.

Ύπνος γεμάτος όνειρα παράδοξα
που χάνονται στην άβυσσο κάποιου άλλου
ονείρου ή ξύπνου δουλεμένου στην ακμή
ενός παμπάλαιου ύπνου εξυψωμένου
στο στήθος μιας αδέξιας Ερινύας
που κυνηγάει τη χίμαιρα κι έχει ξεπέσει.

Ας μην τα παραλέμε και παρασυρόμαστε
από αυτά που φανταζόμαστε πως είναι
στο φως των οφθαλμών μας απλωμένα.

Η Ερινύα υπάρχει σαν αμάλγαμα
της κόρης που ξεπόρτισε απ’ τον Οίκο
του φοβερού Πατρός. Ας πούμε κάπως έτσι:
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω.

Και βγαίνοντας αντάμωσε την περιστέρα
ψυχή, στον οργασμό του ύπνου της καλύτερα,
και πήρε κι απ’ αυτήν ένα κομμάτι.

Ήτανε μια φορά της Δίκης θυγατέρα.
Σαν πυργοδέσποινα έμοιαζε του ειδώλου της.
Τώρα ζωσμένη φίδια και ξαγριέματα
δεν έχει ανάσα, μου ζητάει στοργή.
Τί να της κάνω; Φταίω που δε γεννήθηκε;
Που αυτή πασκίζει να διαβεί τη θύρα
την άλλη του φωτός που ακόμα πλαστουργείται
και δεν τελειώνει ως το πρωί της άλλης Μέρας;

Πολύ πλεγμένα θάματα — τι να σου κάνω;
Σάμπως τό θέλησε ο Θεός να ζήσουμε και μεις
με την Κερύνεια σφήνα μες στο μάτι
και την Αμμόχωστο, την πόρνη Αμμόχωστο,
να γίνεται σαν κολυμβρήθρα του Σιλωάμ;
Και τί με τούτο; Ποιός ορίζει την αλήθεια,
τό ψέμα τί είναι, τί και η ζυγαριά;

Μια και δεν είσαι από τα μέρη τα δικά μας
ξένε, στοχάσου την πορεία τ’ Αλέξανδρου.
Τη φάλαγγα τη μακεδονική,
τη Βαβυλώνα, τον Ινδό, την πλήρη δόξα
και τις μεθόδους των φυλών της γης.
Ωκεανέ, αν δεν είσαι από του ξένου τούτου
το σώμα ζυμωμένος, πάρε κι απ’ αυτόν.
Όσιρι, Βούδα, Ζευ Παμβασιλεύ.
Ιησούς Χριστός Νικά. Και τώρα πιές.

Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Κυριάκος Χαραλαμπίδης (γ. 1940)

κύπριος ποιητής, από τους σημαντικότερους σύγχρονους έλληνες ποιητές.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ