Απεβίωσε σήμερα το πρωί, σε ηλικία 87 ετών, η πρώην πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ, έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη, όπως ανακοίνωσε ο εκπρόσωπός της Τίμοθι Μπελ.
«Με μεγάλη θλίψη ο Μαρκ και η Κάρολ Θάτσερ ανακοινώνουν ότι η μητέρα τους, η Βαρόνη Θάτσερ, απεβίωσε μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο (που υπέστη) το πρωί», είπε ο εκπρόσωπός της, λόρδος Μπελ.
Η πρώην ηγέτις των Συντηρητικών, που είχε αποκτήσει το προσωνύμιο «Σιδηρά Κυρία» κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ήταν η πρώτη γυναίκα η οποία αναδείχθηκε πρωθυπουργός στη Βρετανία και υπήρξε επίσης η μόνη πολιτικός στη σύγχρονη ιστορία της χώρας που μπόρεσε να κερδίσει τρεις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, από το 1979 ως το 1990, μετά τις αρχές του 19ου αιώνα.
Ο Συντηρητικός πρωθυπουργός της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον ανακοίνωσε ότι διακόπτει την περιοδεία που είχε αρχίσει σε χώρες της Ε.Ε. νωρίτερα σήμερα και επιστρέφει, σύμφωνα με μια ανακοίνωση του αρ. 10 της Ντάουνινγκ Στριτ.
«Χάσαμε μια μεγάλη ηγέτιδα, μια σπουδαία πρωθυπουργό, μια σημαντική Βρετανίδα», ανέφερε σε ανακοίνωσή του ο Κάμερον, υπογραμμίζοντας την «μεγάλη θλίψη» του.
Η βασίλισσα είναι επίσης «θλιμμένη που πληροφορήθηκε αυτήν την είδηση», ανέφερε το Παλάτι του Μπάκιγχαμ σε δική του ανακοίνωση, προσθέτοντας ότι πρόκειται να στείλει ένα «συλλυπητήριο μήνυμα» στην οικογένεια της Θάτσερ.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ, που έπασχε από Αλτσχάιμερ και ήταν σωματικά πολύ εξασθενημένη, παρέμενε έξω από τα φώτα της δημοσιότητας από το 2002, και παρέμενε υπό διαρκή ιατρική παρακολούθηση αφού είχε υποστεί σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων. Είχε εισαχθεί σε νοσοκομείο τον Δεκέμβριο για την αφαίρεση ενός όγκου, επέμβαση «ήσσονος» σημασίας σύμφωνα με το περιβάλλον της.
Η Θάτσερ, κόρη παντοπώλη και άνθρωπος με ακατάβλητη αποφασιστικότητα, αγαπήθηκε και μισήθηκε από τους Βρετανούς. Κατά την διάρκεια της θητείας της, συνέτριψε τα συνδικάτα και ιδιωτικοποίησε μεγάλο μέρος της βρετανικής βιομηχανίας και οικονομίας. Υπήρξε πρέσβειρα του οικονομικού φιλελευθερισμού, του κοινωνικού συντηρητισμού, της ιδέας του μεγαλείου της Βρετανίας. Οι πεποιθήσεις της Μάργκαρετ Χίλντα Ρόμπερτς, που γεννήθηκε την 13η Οκτωβρίου 1925 στο Γκράνθαμ, διαμορφώθηκαν από την αυστηρή της εκπαίδευση από έναν μεθοδιστή ιερέα.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ γεννήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1925. Ο πατέρας της ήταν παντοπώλης και αναμιγνυόταν στην τοπική πολιτική ζωή, ενώ ήταν και ιερέας εκκλησίας Μεθοδιστών. Η οικογένειά της ανήκε στο Εργατικό Κόμμα. Είχε και μια μεγαλύτερη αδερφή. Ανατράφηκε ως ευσεβής Μεθοδίστρια.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ φοίτησε στο Κολλέγιο Σόμερβιλ και το 1944 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για να σπουδάσει χημεία και ειδικά κρυσταλλογραφία. Το 1946 εκλέχθηκε Πρόεδρος της Συντηρητικής Ένωσης του Πανεπιστημίου Οξφόρδης. Μετά την αποφοίτησή της εργάστηκε σε διάφορες εταιρίες ως ερευνήτρια χημικός.
Το 1951 παντρεύτηκε τον Ντένις Θάτσερ, έναν διαζευγμένο πλούσιο επιχειρηματία, ο οποίος χρηματοδότησε τις νομικές σπουδές της Μάργκαρετ. Το 1953 γεννήθηκαν τα δίδυμα παιδιά τους, την ίδια χρονιά που η ίδια τελείωσε τις σπουδές της, ειδικευόμενη στο φορολογικό δίκαιο.
Το 1959 εξελέγη στη Βουλή των Κοινοτήτων και το 1965 ορίστηκε εκπρόσωπος του Συντηρητικού Κόμματος. Υποστήριξε προτάσεις νόμου για την αποποινικοποίηση της ανδρικής ομοφυλοφιλίας, τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, τη διατήρηση της θανατικής ποινής, αλλά ψήφισε ενάντια στη χαλάρωση των νόμων περί διαζυγίου. Άσκησε σκληρή κριτική στην πολιτική υψηλής φορολογίας των Εργατικών, θεωρώντας την βήμα «όχι προς το σοσιαλισμό, αλλά προς τον κομμουνισμό». Διετέλεσε «σκιώδης» υπουργός Μεταφορών και κατόπιν Παιδείας, πριν τις εκλογές του 1970.
Μετά τη νίκη των Συντηρητικών υπό τον Έντουαρτ Χιθ το 1970, η Θάτσερ έγινε Υπουργός Παιδείας και Επιστήμης. Κατά τη διάρκεια της θητείας της, περιέκοψε τον Προϋπολογισμό για την Παιδεία, ενώ κατάργησε τη χορήγηση δωρεάν γάλακτος στα σχολεία για παιδιά επτά ως έντεκα ετών. Οι αποφάσεις της αυτές προκάλεσαν κύμα διαμαρτυριών, κατά το οποίο της αποδόθηκε το σύνθημα «Thatcher Thatcher, Milk Snatcher» (Θάτσερ, Θάτσερ, άρπαγας του γάλακτος). Παρά ταύτα, όταν μετά από 30 χρόνια δημοσιεύτηκαν δημόσια έγγραφα εκείνης της περιόδου, όπως συνηθίζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, αποδείχθηκε ότι η ίδια είχε ταχθεί κατά αυτών των κινήσεων, αλλά επρόκειτο για συλλογική πολιτική του κόμματός της.
Ο «θατσερισμός» έγινε δημοφιλής, καθώς η πρωθυπουργός προσπαθούσε να αποκαταστήσει το κύρος της άλλοτε αυτοκρατορίας, κάτι στο οποίο συνέβαλε η ανακατάληψη των νήσων Φόκλαντ, που στην Αργεντινή είναι γνωστά ως Μαλβίνες. Η Θάτσερ, που είχε στενές σχέσεις με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρίγκαν αλλά και με τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά την διάρκεια του ψυχρού πολέμου.
Το 1975, αναδείχθηκε επικεφαλής των Τόρις και τέσσερα χρόνια αργότερα, έγινε πρωθυπουργός.
Από το 1989, η δημοτικότητά της έφθινε, λόγω των υψηλών επιτοκίων που έπλητταν την βρετανική οικονομία. Η θητεία της Μάργκαρετ Θάτσερ άρχισε και τελείωσε με βία. Το 1990 το Λονδίνο γνώρισε τις μεγαλύτερες ταραχές που είδαν πολλές γενιές στο κέντρο του, εξαιτίας του απεχθούς φορολογικού σχεδίου της. Στις 22 Νοεμβρίου του ίδιου έτους η Θάτσερ διαβαίνει για τελευταία φορά το κατώφλι του Μπάκινγχαμ ως πρωθυπουργός της χώρας. Συνεργάτες της της έθεταν όρους για την προσχώρηση της στερλίνας στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, ενώ ένας βουλευτής έθεσε υποψηφιότητα για την προεδρία του κόμματος το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. Η υποψηφιότητα δεν είχε επιτυχία, αλλά 60 βουλευτές ψήφισαν τον αντίπαλό της ή απείχαν, πράγμα που χαρακτηρίστηκε πρωτοφανές. Άλλοι συνεργάτες της επέμεναν ότι μετά από 10 χρόνια πρωθυπουργίας, ακόμη και αυτό ήταν επιτυχία.
Την ίδια χρονιά η Μάργκαρετ Θάτσερ πολέμησε με σφοδρότητα την ταχύτατη Επανένωση της Γερμανίας, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Στην εκλογή νέου προέδρου του, το 1990, το κόμμα των Συντηρητικών ήταν βαθιά διχασμένο, τόσο για το θέμα της Ευρώπης, όσο και για θέματα εσωτερικής φορολογικής πολιτικής. Με αντίπαλο τον πρώην Υπουργό της, Michael Heseltine, η Θάτσερ δεν κατόρθωσε να εκλεγεί από τον πρώτο γύρο και, κατόπιν διαβούλευσης με συνεργάτες της, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να μην είναι υποψήφια στον επόμενο γύρο. Στήριξε τον Τζων Μέιτζορ, ο οποίος και εξελέγη. Η ίδια παρέμεινε βουλευτής ως τις εκλογές του 1992.
Μετά την παραίτησή της, δημοσκόπηση έδειξε ότι το 52% των ερωτηθέντων θεωρούσε ότι «έκανε καλό στη χώρα», ενώ το 48% διαφωνούσε.
Μετά την απόσυρσή της από την πολιτική, το 1992, η Μάργκαρετ Θάτσερ έλαβε τον τιμητικό τίτλο της Βαρώνης από τη Βασίλισσα Ελισάβετ, ο οποίος της εξασφάλισε δια βίου συμμετοχή στη Βουλή των Λόρδων.
Το 2002, ανακοινώθηκε ότι οι γιατροί της της συνέστησαν να μην προβαίνει πλέον σε δημόσιες ομιλίες, για λόγους υγείας. Μικρο-εγκεφαλικά επεισόδια είχαν προκαλέσει ζημιά στην πρόσφατη μνήμη της.
Στις 26 Ιουνίου 2003 πέθανε ο σύζυγός της. Έκτοτε οι δημόσιες εμφανίσεις της αραίωσαν αρκετά. Τον Ιούνιο του 2004 παρακολούθησε την κηδεία του Ρόναλντ Ρήγκαν και εκφώνησε μαγνητοσκοπημένο λόγο. Στις 13 Οκτωβρίου 2005 γιόρτασε τα 80ά της γενέθλια με πάρτυ σε ξενοδοχείο, ενώ στις 11 Σεπτεμβρίου 2007 παρέστη στις εκδηλώσεις μνήμης στην πέμπτη επέτειο από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη. Τον Φεβρουάριο του 2007 παρέστη σε αποκαλυπτήρια ανδριάντα της στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, ενώ στις 13 Σεπτεμβρίου 2007 προσεκλήθη από τον Πρωθυπουργό Γκόρντον Μπράουν για τσάι στην πρωθυπουργική κατοικία στο νούμερο 10 της Ντάουνινγκ Στριτ.