Ο Κάρλος το Τσακάλι (επαναστατικό ψευδώνυμο του Ίλιτς Ραμίρες Σάντσες) ήταν ένας διαβόητος διεθνής τρομοκράτης, που έδρασε επί ευρωπαϊκού εδάφους τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Η πιο θεαματική ενέργειά του ήταν η αιματηρή επίθεση στα γραφεία του ΟΠΕΚ στη Βιέννη, στις 21 Δεκεμβρίου 1975, κατά τη διάρκεια της συνόδου των υπουργών των πετρελαιοπαραγωγών κρατών-μελών του οργανισμού και η ομηρία 11 υπουργών.
Ο Ίλιτς Ραμίρες Σάντσες γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1949 στο Καράκας της Βενεζουέλας σε μια πλούσια οικογένεια. Ο πατέρας του, ένας από τους γνωστότερους δικηγόρους της χώρας, ήταν ένας αφοσιωμένος μαρξιστής. Μετέδωσε στον μεγαλύτερο γιο του όχι μόνο την επαναστατική κοσμοθεωρία του, αλλά του έδωσε το όνομα Ίλιτς προς τιμή του ηγέτη της Οκτωβριανής Επανάστασης Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του που ήθελε για τα τρία αγόρια της ονόματα χριστιανικά (Τα δύο μικρότερα ονομάζονταν Λένιν και Βλαντιμίρ).
Μετά τον χωρισμό των γονιών του, ο νεαρός Ίλιτς ταξίδεψε πολύ, παρέα με την κοσμική μητέρα του και πήρε μια γεύση από τον τρόπο της ζωής των πλέιμποϊ, που ερχόταν σε αντίθεση με τις κομμουνιστικές πεποιθήσεις του. Μετά τις σπουδές του σ’ ένα βρετανικό προπαρασκευαστικό σχολείο, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Φιλίας των Λαών Πατρίς Λουμούμπα της Μόσχας (νυν Πανεπιστήμιο Πατρίς Λουμούμπα), αλλά οι χαμηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις του και τα προβλήματα με τις πανεπιστημιακές αρχές οδήγησαν στην αποβολή του το 1970.
Έχοντας αποφασίσει να κάνει πράξη την κοσμοθεωρία του, εντάχθηκε στο Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP), που είχε ιδρύσει το 1967 ο χριστιανός παλαιστίνιος μαρξιστής Ζορζ Χαμπάς (1926-2008). Του δόθηκε το επαναστατικό ψευδώνυμο «Κάρλος» και ταξίδεψε στην Ιορδανία για να εκπαιδευτεί στα όπλα. Μετά τα αιματηρά γεγονότα του «Μαύρου Σεπτέμβρη» (1970-1971) στην Ιορδανία και την εκδίωξη του PFLP από τη χώρα, ο Κάρλος στάλθηκε στο Λονδίνο, προκειμένου ν’ αναζητήσει πιθανούς στόχους για απαγωγή ή δολοφονία.
Η πρώτη του αποστολή ήταν η δολοφονία του Τζοζεφ Σιφ, προέδρου των πολυκαταστημάτων Marks & Spencer κι ενός από τους εξέχοντες Εβραίους επιχειρηματίες της Μεγάλης Βρετανίας. Στις 30 Δεκεμβρίου 1973, ο Κάρλος μπήκε στο σπίτι του Σιφ και τον πυροβόλησε στο κεφάλι, τραυματίζοντάς τον σοβαρά. Ωστόσο, το όπλο του μπλόκαρε προτού προλάβει να του δώσει τη χαριστική βολή και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το εγχείρημά του.
Στη συνέχεια, βοήθησε στον σχεδιασμό της κατάληψης της γαλλικής πρεσβείας στη Χάγη της Ολλανδίας στις 13 Σεπτεμβρίου 1974 από μέλη του Ιαπωνικού Κόκκινου Στρατού. Καθώς οι Γάλλοι διαπραγματεύονταν για την απελευθέρωση των 11 ομήρων που κρατούνταν στην πρεσβεία, ο Κάρλος έριξε μια χειροβομβίδα σ’ ένα καφέ και σ’ ένα πολυκατάστημα στο Παρίσι. Η επίθεση προκάλεσε τον θάνατο δύο ατόμων και τον τραυματισμό δεκάδων, με αποτέλεσμα μέσα σε λίγες μέρες οι Γάλλοι να ενδώσουν στις απαιτήσεις των γιαπωνέζων εξτρεμιστών.
Τον Ιανουάριο του 1975 ο Κάρλος ηγήθηκε μιας αποτυχημένης επίθεσης με ρουκέτα σε αεροσκάφος της ισραηλινής αεροπορικής εταιρείας El Al στο αεροδρόμιο Ορλί του Παρισιού. Μια δεύτερη επίθεση με ρουκέτα μία εβδομάδα αργότερα οδήγησε σε ανταλλαγή πυροβολισμών με τη γαλλική αστυνομία, αλλά ο Κάρλος κατόρθωσε να διαφύγει.
Τον Ιούνιο του ίδιου έτους ο σύνδεσμός του με την PFLP και συνεργάτης του στον σχεδιασμό των επιθέσεων στο αεροσκάφος της El Al, Μισέλ Μουχαρμπάλ, συνελήφθη από τη γαλλική αστυνομία και την οδήγησε στο διαμέρισμα του Κάρλος στο Παρίσι. Ο Κάρλος καλωσόρισε τους αστυνομικούς, διασκεδάζοντας τους και προσφέροντάς τους ποτά, προτού τραβήξει ένα πιστόλι και άνοιξε πυρ. Ο Μουχαρμπάλ και δύο αστυνομικοί σκοτώθηκαν, ενώ ένας άλλος τραυματίστηκε σοβαρά.
Ο Κάρλος, άγνωστος στο παρελθόν στις γαλλικές αρχές, βρέθηκε στο επίκεντρο ενός άνευ προηγουμένου ανθρωποκυνηγητού που θα διαρκούσε σχεδόν δύο δεκαετίες. Κατά τη διάρκεια μιας έρευνας σ’ ένα από τα κρησφύγετά του στο Λονδίνο, ένας δημοσιογράφος ανακάλυψε ένα αντίτυπο του πολιτικού θρίλερ του Φρέντερικ Φορσάιθ «Η Ημέρα του Τσακαλιού» («The Day of the Jackal»), που αναφέρεται στην απόπειρα δολοφονίας του γάλλου προέδρου Ντε Γκολ από την τρομοκρατική οργάνωση OAS. Τα μέσα ενημέρωσης δεν άργησαν να του προσάψουν ένα νέο ψευδώνυμο «Κάρλος το Τσακάλι» («Carlos the Jackal»).
Ο Κάρλος έχοντας δραπετεύσει στη Βηρυτό άρχισε να σχεδιάζει την επόμενη αποστολή του, που θα έκανε το όνομά του γνωστό σε όλο τον κόσμο. Στις 21 Δεκεμβρίου 1975, αυτός και άλλοι έξι ομοϊδεάτες του εισέβαλαν στο μέγαρο του ΟΠΕΚ στη Βιέννη, σκοτώνοντας τρία άτομα (ένα αστυνομικά, έναν υπάλληλο του ΟΠΕΚ κι έναν λίβυο οικονομολόγο) και κρατώντας ομήρους περισσότερους από 60 ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους και 11 υπουργούς που συμμετείχαν στη συνεδρίαση του οργανισμού. Οι αρχές της Αυστρίας ενέδωσαν στις απαιτήσεις του Κάρλος, μία από τις οποίες ήταν η τακτική μετάδοση από το δημόσιο ραδιόφωνο της χώρας μηνυμάτων για τον Παλαιστινιακό αγώνα.
Τελικά, αφού εξασφάλισαν ένα αεροπλάνο για τη διαφυγή τους, απελευθέρωσαν μερικούς από τους ομήρους και με τους υπόλοιπους 42 κατέληξαν πρώτα στην Τρίπολη της Λιβύης και στη συνέχεια στο Αλγέρι της Αλγερίας, όπου απελευθέρωσαν και τους υπόλοιπους. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι είχε λάβει λύτρα δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων για την ασφαλή απελευθέρωση των ομήρων. Αυτή η αποκάλυψη εξόργισε την ηγεσία της PFLP, η οποία του είχε ζητήσει την εκτέλεση δύο υπουργών του ΟΠΕΚ, με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί από την παλαιστινιακή οργάνωση το 1976.
Ο Κάρλος δεν έμεινε ανενεργός και με την υποστήριξη αράβων ηγετών όπως ο Μουαμάρ Καντάφι σχεδίαζε τις επόμενες κινήσεις του. Η Ανατολικογερμανική μυστική υπηρεσία Στάζι τού παρείχε κάλυψη στο Ανατολικό Βερολίνο και προσωπικό υποστήριξης άνω των 70 ατόμων. Ο Κάρλος ξεκίνησε τότε να χτίζει το δικό του τρομοκρατικό δίκτυο, το οποίο ονόμασε Οργάνωση του Ένοπλου Αραβικού Αγώνα (OAAS) το 1978.
Τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τη δυτικογερμανίδα Μαγκνταλένα Κοπ (1948-2015), μέλος της οργάνωσής του, η σύλληψή της οποίας από τη γαλλική αστυνομία το 1982 πυροδότησε μια σειρά από αντίποινα. Όλη την άνοιξη και το καλοκαίρι εκείνου του έτους η Γαλλία συγκλονίστηκε από ένα κύμα βομβιστικών ενεργειών, μία από τις οποίες είχε στόχο τον Ζακ Σιράκ, τότε δήμαρχο του Παρισιού. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν και το 1983, αλλά η πίεση από τις δυτικές κυβερνήσεις έφεραν με αποτέλεσμα να χάσει τα ερείσματά του στις χώρες του Σιδηρού Παραπετάσματος.
Καταδιωκόμενος και χωρίς πόρους, ο Κάρλος πέρασε το υπόλοιπο της δεκαετίας του 1980 στη Συρία του Χαφέζ Αλ Άσαντ, όπου οι οικοδεσπότες του τού ζήτησαν να παραμείνει αδρανής, οπότε οι δυτικές μυστικές υπηρεσίες δεν τον θεωρούσαν πλέον απειλή. Ωστόσο, το 1990, όταν άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι ο Ιρακινός ηγέτης Σαντάμ Χουσεΐν προσπαθούσε να τον στρατολογήσει, προκειμένου να ηγηθεί μιας τρομοκρατικής εκστρατείας εναντίον αμερικανικών και ευρωπαϊκών στόχων, οι δυτικές υπηρεσίες πληροφοριών ξεκίνησαν ξανά το κυνήγι του.
Ο Κάρλος εντοπίστηκε στο Σουδάν και το 1994 γάλλοι πράκτορες τον συνέλαβαν στο Χαρτούμ και τον οδήγησαν στη Γαλλία για να δικαστεί. Τον Δεκέμβριο του 1997 κρίθηκε ένοχος για τις δολοφονίες του Μουχαρμπάλ και των δύο αστυνομικών το 1975 και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Τον Νοέμβριο του 2011 δικάστηκε για τη συμμετοχή του σε τέσσερις βομβιστικές επιθέσεις στις αρχές της δεκαετίας του 1980 που σκότωσαν περισσότερους από 10 ανθρώπους στη Γαλλία. Ο Κάρλος καταδικάστηκε τον επόμενο μήνα και του επιβλήθηκε νέα ισόβια κάθειρξη.
Οι γαλλικές αρχές απήγγειλαν πρόσθετες κατηγορίες κατά του Κάρλος τον Οκτώβριο του 2014, σε σχέση με τη βομβιστική επίθεση του 1974 στο Παρίσι. Η δίκη ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 2017 και ο Κάρλος καταδικάστηκε για τρίτη φορά σε ισόβια κάθειρξη. Το ίδιο έτος ο Κάρλος ανέλαβε την ευθύνη για 80 δολοφονίες και καυχιόταν ότι «κανείς στην παλαιστινιακή αντίσταση δεν έχει εκτελέσει περισσότερους ανθρώπους από εμένα».