Τζιάκομο Καζανόβα: Η μυθιστορηματική ζωή του πιο διάσημου εραστή

Τζιάκομο Καζανόβα (1725 – 1798)
Τζιάκομο Καζανόβα (1725 – 1798)

Ο Τζιάκομο Καζανόβα (Giacomo Casanova) ή Σεβαλιέ ντε Σανγκάλ ήταν διάσημος βενετσιάνος τυχοδιώκτης και καρδιοκατακτητής, το όνομα του οποίου είναι μέχρι σήμερα συνώνυμο του άνδρα που κυνηγάει τις ερωτικές περιπέτειες (Καζανόβας στην ελληνική του εκδοχή, ενίοτε και με σκωπτική διάθεση). Υποδυόταν ή ήταν μεταξύ άλλων, κληρικός, στρατιωτικός, διπλωμάτης, κατάσκοπος, επενδυτής, δημοσιογράφος, βιβλιοθηκάριος και συγγραφέας. Η αυτοβιογραφία του, η οποία εκδόθηκε σε έξι τόμους μετά τον θάνατό του με τον τίτλο «Η ιστορία της ζωής μου», μπορεί να υπερβάλει για μερικές από τις περιπέτειές του, αποτελεί όμως μια θαυμάσια περιγραφή της αστικής κοινωνικής ζωής στην Ευρώπη του 18ου αιώνα.

Ο Τζιάκομο Τζιρόλαμο Καζανόβα γεννήθηκε στις 2 Απριλίου 1725 στη Βενετία και ήταν το πρώτο από τα έξι παιδιά του χορευτή Γκαετάνο Καζανόβα και της ηθοποιού Τζανέτα Φαρούσι. Σε ηλικία 12 ετών έγινε δεκτός στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Παδούης (Πάντοβα), από την οποία αποφοίτησε τέσσερα χρόνια αργότερα.

Στη συνέχεια φοίτησε στη ιερατική σχολή του Αγίου Κυπριανού, επειδή η οικογένειά του τον προόριζε για κληρικό. Εκδιώχθηκε όμως λόγω εμπλοκής του σε ερωτικά σκάνδαλα, όπως και από τον στρατό, λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς. Ύστερα από ένα χρονικό διάστημα στην υπηρεσία ενός καρδιναλίου στη Ρώμη, όπου διακρίθηκε και ως χαρτοπαίκτης, εργάστηκε ως βιολιστής στο θέατρο «Σαν Σαμουέλε» της Βενετίας. Ακολούθως προσελήφθη ως γραμματέας ενός τοπικού πολιτικού, αλλά αναγκάστηκε να αφήσει τη θέση του, καθώς κινδύνευε με φυλάκιση συνεπεία ενός νέου ερωτικού σκανδάλου.

Ξεκίνησε τότε μια σειρά επισκέψεων πρώτα σε ιταλικές πόλεις και στη συνέχεια στην Κέρκυρα και την Κωνσταντινούπολη, όπου εμφανιζόταν άλλοτε ως δημοσιογράφος, άλλοτε ως ιερωμένος ή ως διπλωμάτης, πάντοτε όμως με μόνο κοινό και μόνιμο χαρακτηριστικό τις επιτυχίες του στο ωραίο φύλο.

Το 1748 επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη Γαλλία και συγκεκριμένα τη Λυών, όπου μυήθηκε στον Τεκτονισμό (1750) και στη συνέχεια ταξίδεψε στο Παρίσι, στη Δρέσδη, στην Πράγα και τη Βιέννη. Το 1753 επέστρεψε στη Βενετία και συνδέθηκε με τον αββά Μπερνίς. Η δεξιότητά του στη χαρτοπαιξία, μερικά σατιρικά του σονέτα, αλλά και ο ρόλος του μάγου, τον οποίο υποδυόταν για να περιπαίζει τους πλούσιους συμπατριώτες του, προκάλεσαν την παραπομπή του σε δικαστήριο για μαγεία και την καταδίκη του σε πενταετή φυλάκιση. Φυλακίστηκε στη φυλακή Πιόμπι, που βρισκόταν στο ανάκτορο των Δόγηδων, αλλά στις 31 Οκτωβρίου 1756 κατόρθωσε να αποδράσει με θεαματικό τρόπο κι έκτοτε να γίνει γνωστός σ’ όλη την Ευρώπη.

Μετά την απόδρασή του επανέλαβε τον περιπετειώδη βίο του, με μεγαλύτερη ορμή αυτή τη φορά. Πήγε στο Παρίσι, όπου γνώρισε τον Βολτέρο, οργάνωσε το πρώτο δημόσιο λαχείο και απέκτησε φήμη ως οικονομικός επενδυτής και ως σημαντική προσωπικότητα μεταξύ των αριστοκρατικών κύκλων. Δημιούργησε όμως χρέη μετά την αποτυχία να ιδρύσει ένα υφαντουργείο και για να διαφύγει από τους δανειστές του, το 1760, έλαβε το όνομα Σεβαλιέ ντε Σανγκάλ, το οποίο διατήρησε για το υπόλοιπο της ζωής του.

Ταξίδεψε στη νότια Γερμανία, την Ελβετία (όπου συναντήθηκε με τον Ρουσό), τη Σαβοΐα, τη νότια Γαλλία, τη Φλωρεντία (απ’ όπου απελάθηκε) και τη Ρώμη. Έζησε για σύντομο διάστημα και στο Λονδίνο, όπου ο αδελφός του Φραντσέσκο Καζανόβα έκανε καριέρα ζωγράφου.

Στο Βερολίνο, ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Β’ του προσέφερε μια θέση. Ο Καζανόβα όμως συνέχισε το ταξίδι του για τη Ρίγα, την Πετρούπολη, όπου γνώρισε τη Μεγάλη Αικατερίνη και τη Βαρσοβία. Εκεί μονομάχησε με τον πολωνό συνταγματάρχη Μπρανίτσκι για τα μάτια μιας νεαρής ιταλίδας ηθοποιού, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν και οι δύο μονομάχοι.

Έτσι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Βαρσοβία και να αναζητήσει καταφύγιο στη Βαρκελώνη. Κι εκεί όμως δεν κάθισε ήσυχος και τα έφτιαξε με την ερωμένη ενός ανώτατου αξιωματούχου της Καταλωνίας. Αφού βγήκε σώος από μία απόπειρα δολοφονίας και πέρασε 32 μέρες στη φυλακή, απελάθηκε στη Γαλλία και στη συνέχεια κατέφυγε στην Ιταλία. Του επιτράπηκε να επιστρέψει στην επικράτεια της Βενετίας μεταξύ 1774 και 1782, όπου έδρασε ως κατάσκοπος της πατρίδας του.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του (1785-1798) έζησε στη Βοημία ως βιβλιοθηκάριος του κόμη φον Βαλντστάιν, στον πύργο του Ντουξ. Πολύπλευρος στο συγγραφικό έργο του, όπως και στη ζωή του, ο Καζανόβα έγραψε στίχους, κριτικές, μετάφραση της «Ιλιάδας» (1775) κι ένα σατιρικό φυλλάδιο περί των Βενετών πατρικίων και κυρίως της ισχυρής οικογένειας Γκριμάνι. Το σημαντικότερο έργο του, πάντως, είναι η αυτοβιογραφία του «Η ιστορία της ζωής μου» («Histoire de ma vie»).

Ο Τζιάκομο Καζανόβα πέθανε στις 4 Ιουνίου 1798 στον πύργο του Ντουξ της Βοημίας (σημερινό Ντούχτσοφ Τσεχίας), σε ηλικία 73 ετών.


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ