Πρίγκιπας του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας, ελληνικής καταγωγής, και βασιλικός σύζυγος από τις 6 Φεβρουαρίου 1952, όταν η πριγκίπισσα Ελισάβετ ανήλθε στο θρόνο ως Ελισάβετ Β’ έως τις 9 Απριλίου 2021, οπότε ο Φίλιππος απεβίωσε.
Ο Φίλιππος γεννήθηκε στις 10 Ιουνίου 1921 στο ανάκτορο Μον Ρεπό της Κέρκυρας. Ο πατέρας του, πρίγκιπας Ανδρέας (1882-1944), ήταν γιος του βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου Α’ και αδελφός του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’. Η μητέρα του, πριγκίπισσα Αλίκη (1885-1969), ήταν κόρη του μαρκήσιου Λούις Αλεξάντερ Μαουντμπάτεν και της πριγκίπισσας Βικτωρίας της Έσσης, εγγονής της Βασίλισσας Βικτωρίας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Ο πατέρας του – γνωστός και ως «καψοκαλύβας», επειδή ως διοικητής σώματος στρατού στη Μικρασιατική Εκστρατεία συνήθιζε να πυρπολικά τουρκικά σπίτια – θα ήταν ο έβδομος κατηγορούμενος στη «Δίκη των Έξι», αν δεν μεσολαβούσαν οι Άγγλοι για να τον σώσουν. Έτσι, με την οικογένειά του εγκατέλειψε την Ελλάδα και μέσω Γαλλίας εγκαταστάθηκε στην Αγγλία.
Ο νεαρός Φίλιππος, ανατράφηκε κυρίως σε βρετανικό περιβάλλον. Φοίτησε στο Σχολείο Γκόρντονστουν της Σκωτίας και στο Βασιλικό Ναυτικό Κολέγιο του Ντάρτμουθ. Από τον Ιανουάριο του 1940 έως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν σε μάχιμη υπηρεσία στο Βασιλικό Ναυτικό, στη Μεσόγειο και τον Ειρηνικό με τον βαθμό του ανθυποπλοιάρχου.
Στις 28 Φεβρουαρίου 1947, ο Φίλιππος έγινε βρετανός υπήκοος, παραιτήθηκε από τα δικαιώματά του στους θρόνους της Ελλάδας και της Δανίας και υιοθέτησε το επίθετο της μητέρας του Μαουντμπάτεν (το οικογενειακό όνομα του πατέρα του ήταν Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Ζόντερμπουργκ-Γκλίξμπουργκ).
Στις 20 Νοεμβρίου 1947 παντρεύτηκε τη μακρινή του εξαδέλφη πριγκίπισσα Ελισάβετ στο Αβαείο του Γουεστμίνστερ στο Λονδίνο. Την παραμονή του γάμου του τού απονεμήθηκε ο τίτλος της βασιλικής υψηλότητας και χρίστηκε Ιππότης της Περικνημίδας, Βαρώνος Γκρίνουιτς, Κόμης του Μέριονεθ και Δούκας του Εδιμβούργου.
Εξακολούθησε να βρίσκεται σε ενεργό υπηρεσία στο Βασιλικό Ναυτικό και ήταν κυβερνήτης της φρεγάτας «Μάγκπαϊ» μέχρι τον Ιούλιο του 1951, οπότε παραιτήθηκε με το βαθμό του αντιπλοιάρχου, προκειμένου να αφοσιωθεί εξ ολοκλήρου στα υψηλά του καθήκοντα. Μετά τον θάνατο του βασιλιά Γεωργίου ΣΤ’ στις 6 Φεβρουαρίου 1952 και ανάρρηση στο θρόνο της Ελισάβετ, ο Φίλιππος άρχισε να συμμετέχει στις επίσημες και δημόσιες εκδηλώσεις ως βασιλικός σύζυγος.
Το βασιλικό ζεύγος απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον διάδοχο του θρόνου Κάρολο (1948), την πριγκίπισσα Άννα (1950) και τους πρίγκιπες Ανδρέα (1960) και Εδουάρδο (1964).
Το 1957 η Ελισάβετ του απένειμε τον τίτλο του Πρίγκιπα του Ηνωμένου Βασιλείου και το 1960 το επώνυμό του συνδέθηκε επίσημα με το οικογενειακό της όνομα ως Μαουντμπάτεν-Γουίντσορ, το οποίο χρησιμοποιείται ως επώνυμο για τους ήσσονες κλάδους της βασιλικής οικογένειας. Ο Δούκας του Εδιμβούργου, όπως ήταν επίσημα γνωστός, βρισκόταν στο πλάι της συζύγου του κατά τη διάρκεια της πολύχρονης βασιλείας της, της πιο μακράς στη βρετανική ιστορία.
Ο Φίλιππος ήταν γνωστός για τα χονδροειδή έως προσβλητικά του σχόλια, τα οποία έχει κάνει κατά καιρούς σε επίσημες περιστάσεις, αλλά θαυμαζόταν και για την ακατάβλητη ενεργητικότητά του, καθώς είχε παραστεί σε περισσότερες από 22.000 εκδηλώσεις, προωθώντας τα βρετανικά συμφέροντα εντός και εκτός της χώρας του.
Παρότι το βασιλικό ζεύγος είχε πραγματοποιήσει επίσημες επισκέψεις σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου, δεν είχε επισκεφτεί ποτέ την Ελλάδα. Η εξήγηση που δίνουν βρετανοί ιστορικοί έχει να κάνει με την κακή μοίρα και κατάληξη του βασιλικού θεσμού στη χώρα μας, που επηρέασε και τον Φίλιππο.
Από το φθινόπωρο του 2017, ο Φίλιππος αποτραβήχτηκε από το προσκήνιο και έκτοτε εμφανιζόταν σπανίως δίπλα στη βασίλισσα.
Ο Φίλιππος πέθανε στις 9 Απριλίου 2021 στο Κάστρο του Γουίντσορ, σε ηλικία 99 ετών και θα ταφεί εκεί σε μία λιτή τελετή, λόγω της πανδημίας, στις 17 Απριλίου.