Η Πηνελόπη Δέλτα ήταν ελληνίδα συγγραφέας έργων για παιδιά και νέους, αλλά και προσωπικότητα με ζωηρή συμμετοχή στα εθνικά θέματα και τα γεγονότα του καιρού της, προτού θέσει τέλος στη ζωή της το 1941. Πλούτισε την παιδική και νεανική λογοτεχνία με πρωτότυπα παραμύθια («Η καρδιά της βασιλοπούλας», «Παραμύθι χωρίς όνομα») και ιστορικά μυθιστορήματα («Για την Πατρίδα», «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου», «Ο Μάγκας», «Τα μυστικά του Βάλτου»), εμπνευσμένα από τη ζωή του Ελληνισμού.
Στο πεζογραφικό έργο της προσπάθησε να επιτύχει τόσο την ψυχαγωγία των μικρών αναγνωστών της, όσο και την ιστορική και ηθική διαπαιδαγώγησή τους. Το πατριωτικό αίσθημα, το καθήκον προς την πατρίδα, ο ηρωισμός, η θυσία, η ειλικρίνεια και η τιμιότητα είναι οι αξίες που κυριαρχούν στα μυθιστορήματα, τα διηγήματα και παραμύθια της. Η έμπνευσή της είναι αβίαστη, η γλώσσα ομαλή, πλούσια και ζωντανή δημοτική και το ύφος της απλό.
Παράλληλα με τη λογοτεχνία η Πηνελόπη Δέλτα ασχολήθηκε και με τις παιδαγωγικές μελέτες και το 1910 εξέδωσε το βιβλίο «Στοχασμοί περί της ανατροφής των παιδιών μας». Εξίσου σημαντικό είναι το ιστορικό ερευνητικό της έργο, που οδήγησε στη συγκέντρωση πολύτιμου αρχειακού υλικού για την ελληνική ιστορία, ενώ ένα σημαντικό μέρος από το σύνολο του έργου της καλύπτει η αλληλογραφία της με εξέχουσες προσωπικότητες της πολιτικής και των γραμμάτων.
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 24 Απριλίου 1874 και ήταν τρίτο παιδί του Εμμανουήλ Μπενάκη, μεγαλέμπορου βαμβακιού, και της Βιργινίας Χωρέμη, που κατάγονταν από τη Χίο. Εκτός από την Πηνελόπη η οικογένεια είχε δύο ακόμη κόρες, την Αλεξάνδρα και την Αργίνη και τρεις γιους, τον Αντώνη (ο «Τρελαντώνης» του μυθιστορήματος της Δέλτα), τον Κωνσταντίνο και τον Αλέξανδρο.
Τα παιδικά της χρόνια τα πέρασε στο αυστηρό αρχοντικό περιβάλλον του σπιτιού της και τα καλοκαίρια ταξίδεψε στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Τις σχολικές γνώσεις της κάλυψε με κατ’ οίκον μαθήματα, όπως συνηθιζόταν στις μεγαλοαστικές οικογένειες της εποχής της. Οι γονείς της, ιδιαίτερα αυστηροί σε θέματα ανατροφής, ακολούθησαν για τη μόρφωση των παιδιών τους τα καθιερωμένα στον κοινωνικό τους περίγυρο: εκμάθηση ξένων γλωσσών και ελληνικά με βάση την καθαρεύουσα. Η σύγκριση των ελληνικών μαθητικών βιβλίων με τα αντίστοιχα ξενόγλωσσα την έκανε να συνειδητοποιήσει την ανάγκη για τη συγγραφή παιδικών βιβλίων γραμμένων σε απλή γλώσσα και μάλιστα στη ζωντανή δημοτική.
Μετά την αγγλική κατάκτηση της Αιγύπτου (1882), η οικογένεια έφυγε για την Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στην Κηφισιά. Τον Δεκέμβριο του 1895, σε ηλικία 21 ετών, η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον φαναριώτη Στέφανο Δέλτα (1863-1947), που εργαζόταν στις επιχειρήσεις της οικογένειάς της. Το ζευγάρι απέκτησε τρεις κόρες, τη Σοφία, την Αλεξάνδρα και τη Βιργινία, γιαγιά του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά από την πλευρά της μητέρας του.
Ο Στέφανος Δέλτας (εκ των ιδρυτών του Κολεγίου Αθηνών) ήταν φιλoδημοτικιστής κι έδωσε τη δυνατότητα στην Πηνελόπη να μελετήσει με κάθε άνεση τη λογοτεχνική παραγωγή της δημοτικής και να έρθει σε επαφή με τους πρωτεργάτες της: τον Αλέξανδρο Πάλλη, τον Αργύρη Εφταλιώτη, τον Πέτρο Βλαστό, τον Κωστή Παλαμά και τον Ίωνα Δραγούμη. Η γνωριμία της με τον Δραγούμη, όταν αυτός υπηρετούσε ως πρόξενος στην Αλεξάνδρεια το 1905, εξελίχθηκε σ’ ένα δυνατό έρωτα που όμως δεν είχε συνέχεια.
Από το 1906 έως το 1913, η Πηνελόπη Δέλτα έζησε με την οικογένειά της στη Φραγκφούρτη. Εκεί γνωρίστηκε με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη και μέσω αυτού με τη νεότερη γενιά των δημοτικιστών, τον Αλέξανδρο Δελμούζο και τον Δημήτρη Γληνό, με τους οποίους συνέπραξε αργότερα στην έκδοση του Δελτίου του Εκπαιδευτικού Ομίλου, του οποίου έγινε μέλος το 1910.
Διατήρησε μακροχρόνια αλληλογραφία με το γάλλο βυζαντινολόγο Γκιστάβ Σλιμπερζέ, του οποίου το βιβλίο «Βυζαντινή Εποποιία» ενέπνευσε τη Δέλτα στη συγγραφή μυθιστορημάτων με βυζαντινή θεματική («Για την πατρίδα», «Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου»). Η Πηνελόπη ζούσε πάντα με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας που το ενδυνάμωσαν οι νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Γι’ αυτό το λόγο θαύμαζε τον βασιλιά Κωνσταντίνο, παρά την απογοήτευσή της από τη στάση του απέναντι στην Επανάσταση στο Γουδή (1909), που εκφράστηκε στο βιβλίο της «Παραμύθι χωρίς Όνομα» (1910).
Τον Μάιο του 1912 γνωρίστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η φιλία της, όμως, με τον μεγάλο πολιτικό εκδηλώθηκε μετά την επιστροφή της στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1916. Έζησε από κοντά τα «Νοεμβριανά» εκείνης της χρονιάς και η φρίκη που αντίκρισε και ο κίνδυνος που αντιμετώπισε ο βενιζελικός πατέρας της, που ήταν Δήμαρχος Αθηναίων, συνέβαλαν στην πολιτική μεταστροφή της από τη βασιλική (αντιβενιζελική) στη βενιζελική παράταξη. Ο Βενιζέλος υπήρξε ένα από τα πρότυπα της Πηνελόπης Δέλτα και διατήρησε αλληλογραφία μαζί του μέχρι τον θάνατό του το 1936.
Οι πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν ως τη Μικρασιατική Καταστροφή επηρέασαν και τραυμάτισαν την ψυχοσύνθεση της Δέλτα, που αντιμετώπιζε περισσότερο συναισθηματικά τα γεγονότα. Παρά την άσχημη κατάσταση της υγείας της (προϊούσα παράλυση των άκρων), ήδη από το 1925, ανέλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες για την περίθαλψη και την οικονομική ενίσχυση των προσφύγων από τη Βουλγαρία και τη Μικρά Ασία. Τότε γνωρίστηκε με τον Νικόλαο Πλαστήρα, με τον οποίο αλληλογραφούσε τακτικά μέχρι την επιβολή της Μεταξικής δικτατορίας. Του συμπαραστάθηκε ηθικά και υλικά στο αποτυχημένο κίνημα της 6ης Μαρτίου 1933. Ένα από τα επακόλουθα του κινήματος Πλαστήρα ήταν η απόπειρα δολοφονίας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου αργά το βράδυ της 6ης Ιουνίου, καθώς επέστρεφε μαζί με τη σύζυγό του Έλενα στην Αθήνα, ύστερα από δείπνο στο σπίτι των Δέλτα στην Κηφισιά.
Πρωτοβουλίες φιλανθρωπικού χαρακτήρα ανέλαβε και κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Ωστόσο, η είδηση της εισόδου των Γερμανών στην Αθήνα και η κλονισμένη υγεία της την οδήγησαν στην αυτοκτονία. Στις 27 Απριλίου 1941 η Πηνελόπη Δέλτα πήρε δηλητήριο που κρατούσε πάντα κοντά της και πέντε μέρες αργότερα, στις 2 Μαΐου, άφησε την τελευταία της πνοή, σε ηλικία 67 ετών. Στην ταφή της ιερούργησε ο παλαιός της φίλος, αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος και παρόντες ήταν μόνο τα μέλη της οικογένειάς της. Στην πλάκα του τάφου της χαράχτηκε η λέξη: «Σιωπή».