Μία από τις γνήσιες λαϊκές φωνές, η Ρίτα Σακελλαρίου γεννήθηκε στη Σητεία της Κρήτης, στις 22 Νοεμβρίου του 1934. Έχασε τον πατέρα της στον εμφύλιο και παντρεύτηκε από ανάγκη, σε ηλικία 14 ετών. Από αυτό το γάμο απέκτησε δύο παιδιά και όταν χώρισε έπιασε δουλειά ως εργάτρια στα Λιπάσματα, στου Παπαστράτου, ακόμα και στη χωματερή.
Ως τραγουδίστρια πρωτοεμφανίστηκε στο Μύλο, στο Πέραμα. Εκεί την ανακάλυψε ο Στέλιος Χρυσίνης που της έδωσε τα πρώτα της τραγούδια. Έπειτα βρέθηκε στο Φαληρικό, στις Τζιτζιφιές, να κάνει σεγκόντα στον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Γιάννη Παπαϊωάννου, με τους οποίους συνεργάστηκε οχτώ χρόνια και λίγο αργότερα έγινε «πρώτο όνομα» στην «Τριάνα» του Χειλά με το τραγούδι «Ιστορία μου, αμαρτία μου».
Στο μεταξύ, είχε γνωρίσει το δεύτερο σύζυγό της, τον παλαιστή Σιδηρόπουλο, με τον οποίο άνοιξαν το κέντρο «Κουίν Αν» στην εθνική οδό. Από τα τραπέζια του πέρασαν ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, όπως ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Σπύρος Άγκνιου, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Άντονι Κουίν και η Μελίνα Μερκούρη, για να απολαύσουν τα σουξέ της Ρίτας: «Παράνομή μου αγάπη», «Κάθε ηλιοβασίλεμα», «Αν κάνω άτακτη ζωή».
Πιστός θαυμαστής της ήταν βέβαια και ο Ανδρέας Παπανδρέου, που ήθελε πάντα να του τραγουδά και να χορεύει το «Αυτός ο άνθρωπος, αυτός». Η χρυσή εποχή του Κουίν Αν κράτησε πέντε χρόνια, όσο και ο δεύτερος γάμος της, από τον οποίο απέκτησε ακόμα τρία παιδιά.
Όταν πήγε στη «Νεράιδα», μαζί με την Άννα Βίσση, ο κόσμος την αναγνώρισε μόνο από τη φωνή. Είχε αδυνατίσει πολύ κι είχε βαφτεί ξανθιά. Τότε, το 1986, ο Νίκος Καρβέλας της πρότεινε να κάνουν δίσκο. Η «Γάτα» («Είναι γάτα ο κοντός με τη γραβάτα») ήταν το σουξέ που δεν περίμενε από το δίσκο «Αρέσω». Ακολούθησαν «Οι σαραντάρες=δύο εικοσάρες», «Αυτός ο έρωτας, αυτό το αγόρι», αλλά και το «Εγώ δεν πάω Μέγαρο».
Η Ρίτα Σακελλαρίου πέθανε στις 6 Αυγούστου του 1999, χτυπημένη από την επάρατο νόσο.