Ο Άγιος Βαλεντίνος είναι ιερομάρτυρας της Χριστιανικής Εκκλησίας, η μνήμη του οποίου τιμάται από την Καθολική Εκκλησία στις 14 Φεβρουαρίου.
Ο Βαλεντίνος (απαντάται και ως Ουαλεντίνος) ήταν πρεσβύτερος ή επίσκοπος στην Ρώμη και μαρτύρησε κατά τους διωγμούς του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου Κλαυδίου Γοτθικού, περισσότερο γνωστού ως Κλαυδίου Β’ Γοτθικού (268-270).
Η ημέρα της μνήμης του Αγίου Βαλεντίνου θεωρείται εορτή των ερωτευμένων, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος από τη ζωή των συγκεκριμένου αγίου. Πιθανότατα, η επιλογή αυτή συνδέεται με τη γιορτή της γονιμότητας, που ονομαζόταν από τους Ρωμαίους Λουπερκάλια και εορταζόταν κάθε χρόνο στις 15 Φεβρουαρίου.
Η περιπετειώδης διαδρομή των λειψάνων του Αγίου Βαλεντίνου
Τα λείψανα του Αγίου Βαλεντίνου βρίσκονταν μέχρι το 1990 στην καθολική εκκλησία της Μεταστάσεως της Θεοτόκου στη Μυτιλήνη κάτω από την Αγία Τράπεζα. Το 1990 μεταφέρθηκαν στην Αθήνα από τον τότε εφημέριο της εκκλησίας φραγκισκανό μοναχό π. Τορκουάτο Μορίνη.
Κάποια τμήματα από αυτά τα λείψανα τοποθετήθηκαν στο παρεκκλήσι του Τάγματος των Καπουτσίνων, το αφιερωμένο στους Αγίους Φραγκίσκο και Κλάρα, στην οδό Γκιλφόρδου 7 στην πλατεία Βικτωρίας στην Αθήνα, και κάποια άλλα λέγεται πως στάλθηκαν στην έδρα της Καθολικής Εκκλησίας στη Ρώμη, από όπου και είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους στην Ανατολή πριν από δύο αιώνες.
Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, ο πιθανότατα πρεσβύτερος Βαλεντίνος συνελήφθη στη Ρώμη όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κλαύδιος Β' Γοτθικός. Αφού βασανίστηκε, εκτελέστηκε διά αποκεφαλισμού στις 14 Φεβρουαρίου του 268 στην Φλαμινία οδό. Οι σύντροφοί του περισυνέλεξαν το αίμα του σε ένα γυάλινο φιαλίδιο και έθαψαν το σώμα του μαζί με το γυάλινο φιαλίδιο στις κατακόμβες της Αγίας Πρισκίλλας.
Το έτος 1815, έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Βαλεντίνου από τις κατακόμβες. Κάποια από αυτά δωρήθηκαν στον ιερέα ευγενή Ιωάννη-Βαπτιστή Λονγκαρίνι ντι Σαν Κονστάντσο από το δουκάτο του Ουρμπίνο. Ο ιερέας αυτός ήταν παρεκκλησιάρχης και υμνωδός στο βασιλικό παρεκκλήσι του καθεδρικού ναού του Ίσπαλι στη Σεβίλλη της Ισπανίας.
Για δεύτερη φορά μετά το 1815 τα λείψανα του Αγίου Βαλεντίνου τα συναντάμε το 1907 στη Μυτιλήνη. Η Κοινότητα των Καθολικών ήταν τότε ευάριθμη υπαγόμενη στον καθολικό επίσκοπο Χίου και αυτός με τη σειρά του στον καθολικό αρχιεπίσκοπο Σμύρνης.
Πώς έφτασαν τα λείψανα στη Μυτιλήνη παραμένει άγνωστο. Θεωρείται πως με τον θάνατο του παρεκκλησιάρχη και ευγενούς Ιωάννου-Βαπτιστού Λονγκαρίνι ντι Σαν Κονστάντσο, τα λείψανα του Αγίου Βαλεντίνου κληροδοτήθηκαν σε κάποιον από τους οικείους του, ο οποίος με τη σειρά του τα κληροδότησε σε κάποιον απόγονό του, που πιθανότατα θα μετανάστευσε στη Μυτιλήνη περί τα τέλη του 19ου αιώνα.
Γεγονός, και μάλιστα βασιζόμενο σε επίσημα έγγραφα, είναι ότι στις 26 Απριλίου 1907 ο τότε καθολικός αρχιεπίσκοπος Σμύρνης Δομήνικος Μαρέγκος, στη διάρκεια μιας ποιμαντικής του επίσκεψης στη Μυτιλήνη, προέβη σε αυτοψία και αυθεντικοποίηση των λειψάνων του Αγίου Βαλεντίνου.
Εκτός, όμως, απ' αυτό το επίσημο ντοκουμέντο, σώζεται και ιδιόχειρο σημείωμα του τότε καθολικού εφημερίου Μυτιλήνης π. Βίτου-Ροβέρτου, όπου μεταξύ των άλλων επιβεβαιώνεται με ημερομηνία «Μυτιλήνη 1.5.1907» η πραγματοποιηθείσα αυτοψία. Τελευταία κάτοχος των τιμίων λειψάνων ήταν η Λουκία Θεοφανοπούλου Μπονγκίλι, η οποία τα δώρισε στον καθολικό ναό της Μυτιλήνης. Και τα λείψανα ξεχάστηκαν μέχρι το 1990 που μεταφέρθηκαν στην Αθήνα.
Το 1994 και μετά τον θάνατο του π. Τορκουάτου η λειψανοθήκη βρέθηκε επιμελώς «κρυμμένη» από τον Δημήτριο Παπαδάκη - Περιθωράκη. Ακολούθησε η επισκευή της Καθολικής Εκκλησίας και τελικά το 2014 δεδομένης και της αναγέννησης της Καθολικής κοινότητας στη Λέσβο, μέρος των λειψάνων επέστρεψε στη Μυτιλήνη όπου ο Άγιος Βαλεντίνος τιμάται πανηγυρικά.