Είχε όλα της τα μάγια η νύχτα· μόνη
εσύ έλειπες. Αργά κινάω να φύγω,
μα ξάφνου στη μπασιά του μπαρ ξανοίγω
αυτοκίνητο να γοργοζυγώνη.
M᾿ ελπίδα σταματάω. Νά το, πλακώνει.
Παραμερίζουν οι άλλοι. Άσειστος μπήγω
τη ματιά μου στα μάτια σου. Αλλο λίγο
ακόμα, και ο σωφέρ σου με σκοτώνει.
Αρχοντοπούλα μ᾿ άφταστα πρωτάτα,
με των Εφτά νησιών τες χίλιες χάρες,
τετράξανθη ομορφιά γαλανομάτα,
του θανάτου δε μ᾿ έπιασαν τρομάρες -
γλυκύτατες μ᾿ ελυώσανε λαχτάρες
να συντριφτώ κάτω από εσέ στη στράτα.