Χαλασμένο στομάχι

Απ’ την είσοδο του μεγάρου, φωνές και ακορντεόν ακούγονταν σε όλη τη σκάλα. Χτύπησα το κουδούνι λιγάκι κακόκεφος: άσκημο πράμα να πηγαίνεις σε πάρτυ μονάχος. Πίσω από την πόρτα ξεχώριζαν γυναικείες φωνές.
Μου άνοιξε ή αδελφή του Παράσχου με πολλή εγκαρδιότητα.
—Ο φίλος του Παράσχου, ο ποιητής;
Χαμογέλασα ξεροκαταπίνοντας. Η αδελφή μου πήρε το παλτό και με οδήγησε στο σαλόνι. Ήταν ξανθιά και λεπτοκαμωμένη, με ένα λεκέ κάτω από το αριστερό μάτι.
Το σαλόνι πνίγονταν στον θόρυβο και τον καπνό. Σε μια γωνιά ο ακορντεονίστας, τριγυρισμένος από μεζέδες και σταχτοδοχεία, έπαιζε με δεξιοτεχνία αλλά άκεφα. Στη μέση χόρευαν τέσσερα πέντε ζευγάρια. Άλλοι είχαν θρονιαστεί στις πολυθρόνες και τον καναπέ.
Ό Παράσχος με παρουσίασε με επισημότητα. Μου ’ρθε να βάλω τα γέλια: Από πότε αυτές οι φαιδρές σοβαρότητες; Θυμήθηκα στο γυμνάσιο, όταν ξεντυνόμασταν την ώρα της γυμναστικής. Εντούτοις υποκλίθηκα ευγενικά και προχώρησα. Ευτυχώς, ή ψυχρότητα που συνήθως επικρατεί ύστερα από τις συστάσεις άρχισε να διαλύεται σε λίγα λεπτά.
Πολλά παιδιά ήταν γνώριμα. Πρόσεξα δύο αντιπαθητικούς τύπους πού με σχολίαζαν. Ένας παλιός μου συμμαθητής από τις πρώτες τάξεις τού γυμνασίου. Ένας γνωστός μου κουτσομπόλης από τα κατηχητικά. Μια παλιά μαθήτρια του ωδείου. Η Αννούλα.
Βολεύτηκα όπως όπως σε μια πολυθρόνα, όχι και πολύ άνετη. «Γ ι’ αυτό έμεινε άδεια», σκέφτηκα.
Κάποιο χέρι μου πρόσφερε τσιγάρο. Έκανα να αρνηθώ, μα είδα δυο λαμπερά μάτια να με κοιτάζουν.
—Αρκετά μελαγχολικύς απόψε...
Δεν ήξερα τι να απαντήσω.
—Ναι, λιγάκι, αποκρίθηκα, μα δε βρήκα τι άλλο να πω.
Χορεύοντας υστέρα με την Αννούλα, δεν παρέλειψα να συγκεντρώσω πληροφορίες: Ήταν ένας από τους καλύτερους κολυμβητές μας· είχε καί έπαθλα· στην Κέρκυρα και τον Πόρο είχε θριαμβέψει· είχε πάει και στη Σερβία.
—Εκείνη που κάθεται δίπλα του, στην πολυθρόνα, είναι αδερφή του, πρόσθεσε η Αννούλα για να συμπληρώσει το πορτραίτο. Είναι κουτσή...
Αισθάνθηκα άσκημα. Γιατί να υπάρχει στη μέση αδερφή;
Μετά τόν χορό προσφέρθηκαν ποτά: λικέρ, κονιάκ,κουαντρό. Οι πιο πολλοί έπιναν κοκταίηλ.
—Δε χορεύετε, βλέπω, είπα στον νεαρό κολυμβητή, παίρνοντας ένα κουλουράκι. Πρόσεξα ένα σήμα συλλόγου στό πέτο του.
—Προτιμώ να βλέπω τους άλλους να χορεύουν. Είναι πιο ευχάριστο.
—Α, μην το λέτε. Τον χορό τον χαιρόμαστε μονάχα με το ίδιο το κορμί μας. Ο καλός χορευτής είναι ταυτόχρονα και θεατής του εαυτού του, έλεγε ο Νιζίνσκι.
—Ποιός; ρώτησε ξαφνιασμένος.
Είχαν μαζευτεί κάμποσοι γύρω μας. Τους έκανα μια εισαγωγή στον Νιζίνσκι. Ανάφερα και για τις σχέσεις του με τον Ντιαγκίλεφ.
Ο κολυμβητής ενθουσιάστηκε.
—Μιλάτε πολύ ωραία. Ευχαρίστως θα χορέψω, αφού σας αρέσει τόσο πολύ ο χορός.
Ο ακορντεονίστας είχε σταματήσει, να ξεκουραστεί. Ανοίξαμε το ράδιο ψάχνοντας για μουσική χορού. Παράσιτα, ιταλικοί σταθμοί με διαφημίσεις, σλαβικά δημοτικά τραγούδια. Στο τέλος πιάσαμε μια συναυλία που τελείωνε και προλάβαμε τα χειροκροτήματα. Ακολουθούσαν νοτιοαμερικανικοί ρυθμοί με την ορχήστρα Ξαβιέ Κουγκάτ.
Μια μελαχρινή κοπελίτσα, πού δεν την είχα προσέξει ως εκείνη τη στιγμή, σηκώθηκε να χορέψουν μαζί. Οι άλλοι παραμέρισαν. Χόρευαν έξαλλα, ερεθιστικά, μ’ όλο το πάθος που απαιτούν οι μοντέρνοι χοροί. Εκείνη, γεμάτη έξαψη, κουνιούνταν σαν ξεβιδωμένη. Εκείνος, γεμάτος χάρη, της άρπαζε το χέρι και, λυγίζοντας το κορμί του, περνούσε στριφογυριστά μέσα από την αψίδα των χεριών τους. Όλοι βαστούσαν την αναπνοή τους.Ήταν κάτι μοναδικό.
—Υπέροχος! φώναξα με ενθουσιασμό. Όλοι χειροκρότησαν.
Κάθησε και σκουπίζονταν με το μαντίλι του. Τα μαλλιά του έπεφταν ιδρωμένα στο μέτωπο. Τα μάτια του έκαιγαν.
—Έκτακτος, ξανάπα σφίγγοντάς του το χέρι.
—Εγώ ή ό χορός μου; ρώτησε περιμένοντας μια έξυπνη απάντηση. Μια ασυνήθιστη οικειότητα στη φωνή του μου έδινε θάρρος.
—Η Τέχνη είναι που μας κάνει έκτακτους, δογμάτισα. Τί είμαστε; Ασήμαντοι άνθρωποι: άλλος φοιτητάκος, άλλος υπάλληλος σε κανα μαγαζί, άλλος τσογλάνι του λιμανιού. Κι όμως, χορεύοντας με τέχνη και με πάθος, πως γίνονται όλοι αμέσως υπέροχοι, πως αποχτούνε τόση σημασία!
—Ξέρει και ρεμπέτικα, είπε ξεφυτρώνοντας ο Παράσχος, πού ήξερε τα γούστα των καλεσμένων του.
—Μήπως σας αρέσουν; με ρώτησε ό κολυμβητής.Πρόσεξα στη φωνή του μια προσπάθεια να πιαστεί απ’ τα γούστα του άλλου: αν μου άρεζαν, θα συμφωνούσε· αν δεν μου άρεζαν, θα συμφωνούσε με τις επιφυλάξεις μου.
—Τρελαίνομαι, είπα τσιμπώντας μια ελιά. Η μεγαλύτερη απόλαυσή μου είναι να βλέπω στις ταβέρνες ναύτες να χορεύουν ζεϊμπέκικο.
—Αλήθεια; Τότε ευχαρίστως θα σας χόρευα κι εγώ ένα. Αλλά δεν είναι κατάλληλη η ατμόσφαιρα εδώ. Όπως είπατε, μονάχα στην ταβέρνα...
Ετοιμάστηκα να τον πείσω. Τα κορίτσια διαμαρτύρονταν κιόλας: ήθελαν ρεμπέτικα. Κοντεύαν να κάνουν συλλαλητήριο.
Ξαφνικά, εκεί που καθάριζα το πιατάκι με τη ρωσική σαλάτα, έπεσε μια σταγόνα επάνω στο πανταλόνι μου. Πρασίνισα. Η αδερφή του Παράσχου ξετρύπωσε άπο πίσω μου.
—Μη φοβάστε, δεν είναι τίποτα.
Πήγαμε στην κουζίνα να μου το ξεπλύνει. Από δίπλα ακούγονταν ομιλίες: «Αυτός ο ποιητής τί σου λέει;» «Θαρρώ πως του αρέσουν κι αυτουνού τα πονηρά!»
Η αδερφή του Παράσχου κοκκίνησε. Κάτι θέλησε να πει αλλά καμώθηκα πως δεν είχα ακούσει.
—Μη στεναχωριέστε, μου είπε η κουτσή όταν ξανακάθησα κοντά τους. Με είχε δει συννεφιασμένο και νόμισε πως ήταν για τον λεκέ.
Στο σαλόνι μερικά ζευγάρια σηκώνονταν κιόλας να φύγουν. Τα κορίτσια έπρεπε να βρίσκονται νωρίς στα σπίτια τους.Από την εξώπορτα, μαζί με τα καληνυχτίσματα, έμπαινε και λίγος φρέσκος αέρας. Το σαλόνι είχε ντουμανιάσει. Αισθανόμουν άσκημα από τους καπνούς και τα πιοτά. Εκείνη ή ρωσική σαλάτα σίγουρα με είχε πειράξει. Ωραία δικαιολογία—ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό μου—μόλις θα σηκώνονταν ο νεαρός κολυμβητής για να φύγει.
Ευτυχώς, με πρόλαβε η αδερφή του:
—Εμείς φεύγουμε...
Μου φάνηκε πως και τα δυο αδέρφια με ήθελαν στη συντροφιά τους. Σηκώθηκα.
—Αδύνατο να μείνω άλλο, επέμενα στον Παράσχο,βάζοντας το παλτό. Κάτι, φαίνεται, έφαγα και με πείραξε στο στομάχι. Για χατίρι σου κάθησα τόση ώρα!
Η αδερφή του ενδιαφέρθηκε για τελευταία φορά για τον λεκέ.
Ο Παράσχος μας έβγαλε ως την εξώπορτα. Το μέγαρο έδειχνε έρημο. Μόνο το διαμέρισμά τους και ή σοφίτα ήταν φωτισμένα.
—Ωραία νύχτα, ψιθύρισα.
—Ναι, πράγματι, είπε ο κολυμβητής. Κρίμα που πρέπει να πάρουμε αυτοκίνητο. Αν θέλετε όμως, το παίρνουμε από τη Διαγώνιο, για να περπατήσουμε και λίγο.
—Ευχαριστώ. Έλεγα να πηγαίναμε σε καμιά ταβέρνα, έστω και για λίγο, κατάφερα να αρθρώσω.
—Δεν είναι δυνατό γι’ απόψε, είπε ο κολυμβητής αποφεύγοντας να με κοιτάξει στά μάτια.
Προχωρήσαμε κάμποσο σιωπηλοί. Ούτε ταβέρνα ούτε χορό ούτε τίποτα. Αυτή η αδερφή τα χαλνούσε όλα. Σε λίγο ήρθε το λεωφορείο που έπαιρνε τα νυσταγμένα ζευγαράκια. Χαιρετιστήκαμε βιαστικά. Ασφαλώς θα θέλαμε να πούμε κι άλλα. Τους είδα ακόμα μια φορά, όρθιους στον διάδρομο του λεωφορείου: εκείνη βαστιούνταν από το σακάκι του, αυτός κρέμονταν με το ένα χέρι από το σίδερο, με το άλλο έψαχνε στην τσέπη του πανταλονιού του για ψιλά. Πριν ξεκινήσει το αυτοκίνητο, μου χαμογέλασε—κι ύστερα χάθηκαν. Ούτε να ορίσουμε ραντεβού, ούτε καν να μου συστηθούν. Πώς να τον έλεγαν άραγε;
Πήρα τα στενά νιώθοντας άσκημα. 12.25'. Με χτυπούσε το παπούτσι, με ενοχλούσε το στομάχι. Μου έρχονταν σαν εμετός. Σκέφτηκα το πάρτυ: τώρα θα φεύγαν και τα τελευταία ζευγάρια κι ο Παράσχος θα τους ξεπροβόδιζε νυσταγμένος. Κι αυτές οι στιγμές, που οι καβαλιέροι συνοδεύουν τη ντάμα τους ως το σπίτι της, λοξοδρομώντας στις σκοτεινές μάντρες ή φιλώντας τες καταμεσίς τού δρόμου! Ενώ εγώ...
Ένιωσα πάλι σαν κλούβιο αυγό. Ακούμπησα σ’ ένα ντουβάρι και προσπάθησα να ξεράσω.

Ντίνος Χριστιανόπουλος
Ντίνος Χριστιανόπουλος (1931 - 2020)

έλληνας λογοτέχνης.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ