Ανασκαφή - ( οι σύντροφοι )

Ι
Όπου και να κοιτάξουμε ραγίζ η εικόνα και πηδά το αίμα των συντρόφων.
Στον λίγο ίσκιο που το μεσημέρι αφήνει γύρω απ' τις ρίζες των σπιτιών
δώθε απ' το καμένο χώμα και τα πελυκυφόρα αμάξια που περνούσαν,
καθώς τρυπάνια σύρματα και κινητήρες αλλάζανε την πόλη,
ήρθαν κρυφά και στάθηκαν η Φλώρινα η Πρέσπα η Κοζάνη κι η Κατερίνη,
χωριά σβησμένα, γλώσσες πλουμιστές μια φορά σαν τα φτερά του παγονιού.
Ήρθαν η χλωρή γκορτσιά, η λεύκα το κορίτσι, ο πρίνος και το κατσίκι
ο χρυσός καπνός και δίπλα
με λερή χλαίνη η Μίρκα η χλόη ξεσκισμένη, ήσυχα γλιστρώντας στο θολό ρείθρο.
- Ξέρεις, εμείς πήγαμε πιο μακριά. Το δύσκολο είν' η απόφαση.
Το δυό και το τέσσερα. Ύστερα όλα τραβούν μοναχά τους.
Κι αυτός εκεί ανάμεσά σας, ένας ήσυχος άνθρωπος με την εφημερίδα
και τα λαχανικά, ίσως αυτός, ένας Γιάννης που σας συνήθισε και τον συνηθίσατε,
βαστούσε το μαχαίρι που με μοίρασε.

ΙΙ
Όπου και να κοιτάξουμε ραγίζ' η εικόνα και πηδά το αίμα των συντρόφων.
Με το καρφί πάνω στην πέτρα γράψανε τη ζωή τους.
Ας πάρουμε τη δύσκολη τούτη χάραξη, βαθιές τομές σταυρωτά.
Όσα φαγώματα στις πλάκες, τόσα γονατίσματα.
Επίμονοι πάλι γύροι στο ίδιο σημείο: τα' αργό ξετύλιγμα του μίτου.
Αυτοί που τον κρατήσαν ως το τέλος χαθήκαν στις στοές,
προς τη μεριά που οι οιωνοσκόποι ακούγανε το φως.
Προς το φανταστικό, τ' αμφίρροπο σημείο του Ζυγού.
Ώ λύπηση αβάσταχτη τα βράδια φυτό πικρό και σκοτεινό,
ρίζες κρυφές στο κάτω χώμα του κορμιού και σε πονούνε.
Και τα ψηλά βουνά δεν μπορείς να τ' αντέξεις.
Τόσοι φίλοι χαμένοι στους σχιστόλιθους να γυρίζουν στον ύπνο μας αθώοι μες στ' άσπρο λινό.

ΙΙΙ
Όπου και να κοιτάξουμε ραγίζ' η εικόνα και πηδά το αίμα των συντρόφων.
Κι όμως η θάλασσα θα 'ρθει και θα δικάσει.
Ότι ο καιρός κι ο δόλος συνάζουνε με υπομονή θα καταποντιστεί.
Σταυροί κι αντένες θα δείχνουν τον βυθό κι εσύ ανάποδα
όπως τώρα, θα ταξιδεύεις στο πυρωμένο κέντρο του πλανήτη.
Γιατί εσένα η θάλασσα σ' έχει πατήσει πια και τέρατα ανέμοι σε μοιράσαν
και κάθετί δικό σου που φύλαγες πληρώνοντας σε νόμισμα ζωντανό.
Η θάλασσα θα 'ρθει και θα δικάσει.
Κι ο άνθρωπος θα πορευτεί πάλι.
Θα φανταστεί το μήλο και το φύλλο.
Θ' απλώσει ένα χαρτί και θα το πει πάλι ουρανό.
Θα στήσει ψηλά έναν κόκκινο ήλιο και θα τον προσκυνήσει.
Χαμηλά, θ' αποθέσει το χόρτο την αίγα και τη γυναίκα.
Στη μέση, σαν βέλος, το Α του παιδιού.

Πάνος Θασίτης
Πάνος Θασίτης (1923 - 2008)

έλληνας ποιητής, από τους εκπροσώπους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, αλλά και της λεγόμενης λογοτεχνικής «Γενιάς της Ήττας».

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ